Η λισινοπρίλη είναι φάρμακο το οποίο ανήκει στους αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου αγγειοτασίνης (ΑΜΕΑ) για τη θεραπεία της υπέρτασης, της καρδιακής ανεπάρκειας και για μετά το καρδιακό επεισόδιο.[1] Στην υψηλή αρτηριακή πίεση συνήθως είναι θεραπεία πρώτης γραμμής, αν και στους μαύρους ανθρώπους οι αναστολείς διαύλων ασβεστίου ή τα θειαζιδικά διουρητικά δουλεύουν καλύτερα.[1] Χρησιμοποιείται επίσης για την πρόληψη νεφρικής βλάβης σε άτομα σε σακχαρώδη διαβήτη.[1] Η πλήρης δράση μπορεί να χρειαστεί μέχρι και τέσσερις εβδομάδες ώστε να επέλθει. Η λισινοπρίλη λαμβάνεται από το στόμα.[1]

Η χημική δομή της λισινοπρίλης

Συνηθισμένες παρενέργειες περιλαμβάνουν πονοκεφάλους, ζάλη, κόπωση, βήχα, ναυτία και εξάνθημα. Σοβαρές παρενέργειες μπορεί να περιλαμβάνουν υπόταση, προβλήματα στο συκώτι, υψηλά επίπεδα φωσφόρου στο αίμα και αγγειοοίδημα.[1] Δεν συνίσταται η χρήση της κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, καθώς μπορεί να βλάψει το έμβρυο.[1] Η λισινοπρίλη δρα αναστέλλοντας το σύστημα ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης.[1]

Η λισινοπρίλη πατενταρίστηκε το 1978 και εγκρίθηκε για ιατρική χρήση στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1987.[1][2] Είναι διαθέσιμη ως γενόσημο φάρμακο. Όσον αφορά το 2017, ήταν το πιο συνταγογραφημένο φάρμακο στις Ηνωμένες Πολιτείες, με περισσότερες από 104 εκατομμύρια συνταγές.[3][4]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 «Lisinopril Monograph for Professionals». Drugs.com. American Society of Health-System Pharmacists. Ανακτήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 2018. 
  2. Fischer, Jnos· Ganellin, C. Robin (2006). Analogue-based Drug Discovery. John Wiley & Sons. σελ. 467. ISBN 978-3527607495. 
  3. «The Top 300 of 2020». ClinCalc. Ανακτήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 2020. 
  4. «Lisinopril – Drug Usage Statistics». ClinCalc. 23 Δεκεμβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 7 Απριλίου 2020.