Ο Μανουήλ Βυζάντιος (θάν. 1819) έζησε μεταξύ 18ου και 19ου αιώνα. Ήταν πρωτοψάλτης και υμνογράφος.

Υπήρξε μαθητής του Γεώργιου του Κρητός και του Ιακώβου Πρωτοψάλτου.

Διακρίθηκε για το σοβαρό εκκλησιαστικό του ύφος, το οποίο μιμήθηκε πιστότατα και ο κατόπιν Πρωτοψάλτης Κωνσταντίνος ο Βυζάντιος. Εκλήθη στη θέση της Πρωτοψαλτείας στον Ιερό Ναό Αγίας Κυριακής Κοντοσκαλίου Κωνσταντινουπόλεως λόγω της απαράμιλλης καλλιφωνίας και της εμπειρίας του στη μουσική. Όταν εκοιμήθη, την 21η Ιουνίου 1819, τον διαδέχθηκε ο Γρηγόριος ο Λευίτης.

Υμνογραφικό έργο

Επεξεργασία

Μελοποίησε τρεις σειρές Χερουβικά έντεχνα, Κοινωνικά, μαθήματα του Μαθηματαρίου, τα κατ΄ ήχον Αντίφωνα κατά το μικτό είδος, σύντομες Δοξολογίες σε διάφορους ήχους, τις στιχολογίες των κεκραγαρίων των οκτώ ήχων, τους μακαρισμούς του βαρέως ήχου και του πρωτοβαρέως.

Δημιούργησε την κατ' αγωγή στιχολογία των μεγαλυναρίων της Υπαπαντής, συνέπτυξε το μακρό μάθημα «Μακάριος ἀνήρ» του Πέτρου Πελοποννησίου, συνέγραψε και συλλογή ιδιόμελων, διάφορα Κοντάκια και Απολυτίκια κατά το ύφος της Μεγάλης Εκκλησίας.

Παραπομπές

Επεξεργασία


  • Σ. Σάββας: «Βυζάντιος Μανουήλ», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 4(1964), στ. 91
  • Μανουὴλ ὁ Βυζάντιος Ἄρχων Πρωτοψάλτης τῆς Μ.τ.Χ.Ἐ.[1]