Μανώλης Δούνιας

αγωνιστής της Επανάστασης του 1821

Ο Μανώλης Δούνιας (ή Ντούνιας) ήταν αγωνιστής του '21, που πρωτοστάτησε στην Άλωση της Τριπολιτσάς. Γεννήθηκε στον Πραστό και κατά την κήρυξη της Επανάστασης στο Λεωνίδι (16 Μαρτίου 1821) εντάχθηκε στο δεύτερο τμήμα Τσακώνων αγωνιστών υπό τον καπετάν Παναγιώτη Σαράντη και σύντομα βρέθηκε στην πολιορκία της «Ντροπολιτσάς».

Μανώλης Δούνιας
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Μανώλης Δούνιας (Ελληνικά)
Θάνατος28  Φεβρουαρίου 1855
Τρίπολη
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαΕλληνικά
Πληροφορίες ασχολίας
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Πόλεμοι/μάχεςΕλληνική Επανάσταση του 1821 και Άλωση της Τριπολιτσάς

Η άλωση της πόλης έγινε στις 23 Σεπτέμβρη, ημέρα Παρασκευή,  με τέχνασμα του Μανόλη Δούνια πρώτα από την πύλη του Ναυπλίου.Είναι πολύ ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε τι ακριβώς συνέβη κατά την Άλωση της Τριπολιτσάς από την «Ιστορική Έκθεση» του Εμμ. Τσούχλου[1] αφού αποτελεί πρωτογενή πηγή μια κι ο ίδιος συμμετείχε σ’ αυτή, γι΄αυτό κι ο Τ. Γριτσόπουλος αναφερόμενος στον Τσούχλο τον χαρακτήρισε «αυτόπτη, άρα αξιόπιστο» :

«Εις την εποχήν αυτήν, γνωρίζοντες τον Γκέζαγα, υιόν του Σαρλή-Σάρτσα, Αλβανόν, όστις είχε σπαϊλίας τας προσόδους της πατρίδος μου[α], και το οποίον και εγνωρίζαμεν, εκάμαμεν συνεννόησιν μετ' αυτού δια να μας βγάλη τους σκλάβους Κοτσαμπασίδες και τους ζώντες Αρχιερείς, όπου και τους έβγαλαν, και ημείς συνεννοηθέντες μετ' αυτού εμείναμεν σύμφωνοι, εάν παραδοθεί το φρούριον, να παραδοθεί εις ημάς μ' όσους ανθρώπους έχει και του εδώσαμεν λόγον να τον σώσουμεν και τον στείλωμεν εις τον πατέραν του. Μας έδωσε ευκολίαν και διέταξε τους ανθρώπους του, τους ευρισκόμενους εις την Ντάπια του Ναυπλίου, οσάκις παρουσιαζόμεθα πλησίον, να μη μας κτυπούν, αλλά να μας φέρουν όπλα από μέσα να αγοράζομεν[β].

Μεταξύ μας ήτον και ο συμπολίτης μας Εμμανουήλ Ντούνιας, όστις εγνώριζεν νταγκαλάκηδες Τούρκους Ανατολίτας, οίτινες ήσαν και κανονιέρηδες. Μίαν των ημερών[γ] επλησιάσαμεν κάτωθι της Ντάπιας, έως 60 τον αριθμόν, προκαλέσαμεν τους μένοντας εις Ντάπιαν Οθωμανούς υπό το πρόσχημα να μας φέρουν όπλα ν' αγοράσωμεν . Οι Αλβανοί έστειλαν εντοπίους Τούρκους να μας φέρουν όπλα, και τότε ο Εμμανουήλ Ντούνιας και ολίγοι τινές ανέβησαν επάνω εις την Ντάπια με το πρόσχημα της ανακωχής, δια να τους φέρουσι όπλα, και ευθύς ώρμησαν και εθανάτωσαν τους εντοπίους, τους δε Αλβανούς παρέλαβε, χωρίς να τους πειράξουν, και ούτως έτρεξαν οι λοιποί πλησίον ευρισκόμενοι, έχοντες μαζί των και σχοινία έτοιμα, τα οποία έδεσαν στα κανόνια οι άνω ειρισκόμενοι και δι' αυτών ανέβησαν άπαντες οι 60. Μεθ' ημών ήτο και ο Σπετζιώτης Αβραντίνης, όστις ήτον επιτηδειότατος κανονιέρης, και αμέσως έγιναν τα σημεία και έτρεξεν όλον το στρατόπεδόν μας με τας σημαίας.

Οι δε εν τη Ντάπια πρότερον εμβάντες 60, έως να φθάση το λοιπόν στρατόπεδον, εγύρισαν τα κανόνια και πυροβολούσαν το Σαράγι, παρέλαβαν και την μεγάλην οικίαν του Μουσταφάμπεη, κειμένην πλησίον της Πύλης Ναυπλίας, και ούτως άνοιξαν την θύραν και εισήλθεν όλον το στρατόπεδον και τότε έτρεξαν και άνοιξαν την θύραν του Μιστρά, όπου τότε εισήλθε και το στρατόπεδον του Κεφάλα, και κατόπιν ώρμησαν και επήγαν κυνηγώντας του Τούρκους έως το Σαράγι, άνοιξαν και την πόρταν του Σαραγίου, εμβήκαν πολλοί στρατιώται μέσα, και εκεί συνεκροτήθη μάχη και έβαλαν πυρκαϋάν, και ακολούθως έγινε διαπραγμάτευσις, ελθόντος του αρχηγού Κολοκοτρώνη. Παρεδόθησαν δε εις ημάς και ο διαληφθείς Γκέζαγας, μετά των υπ' αυτόν 25 Αλβανών μετά των όπλων των, τον οποίον , κατά την υπόσχεσίν μας, αφού τον εφέραμεν εις Πραστόν και επεριποίθημεν τρέφοντες αυτούς δια πολύν καιρόν, δια να εύρωμεν ευκαιρίαν να τον αποστείλωμεν, τον απεστείλαμεν με όλους τους ανθρώπους του και τα όπλα των με μίαν γολέταν, ήτις τον έβγαλεν εις τον Βόλον».

Ο Μανόλης Δούνιας πολέμησε ακόμη στην πολιορκία του Ακροκορίνθου και του Ναυπλίου, καθώς και στις μάχες Δολιανών, Βαλτετσίου, Μπερτζοβάς, Αγ. Σώστη, Ομερτσαούση και Γράνας. Κατά του Δράμαλη πολέμησε στο Άργος, Ναύπλιο, Δερβενάκια και Κλένια. Επίσης στη Ρούμελη (Αγ. Μαρίνα Στυλίδας), και κατά του Ιμπραήμ στη Δαβιά, τους Μύλους και τα Βέρβενα. Υπηρέτησε «ως Μπουλουξής» επικεφαλής 80-100 στρατιωτών, τους οποίους «διετήρει ιδίαις δαπάναις».

Τιμήθηκε με Αργυρούν Αριστείο Αγώνος, σύμφωνα με το Β. Διάταγμα «των 100 ατόμων» / Μαΐου 1844.

"Απεβίωσεν επί της ψάθης..." όπως γράφει η χήρα του Ελένη, "καταλιπών εμέ μετά τεσσάρων κορασίων..." στην Τριπολιτσά στις 28 Φεβρουαρίου 1855, σε ηλικία 65 ετών, και ετάφη στο νεκροταφείο της Αγ. Βαρβάρας.[2]

Σημειώσεις

Επεξεργασία
  1. Δηλαδή είχε το δικαίωμα είσπραξης των φόρων της Επαρχίας Πραστού, το οποίο υπενοικίαζε σε άλλους, όπως π.χ. στον Ιω. Κωλέττη (1818) και τον Μιχ. Ιατρό (1820?)
  2. Οι αγοραπωλησίες όπλων μεταξύ τούρκων και Ελλήνων ήταν συχνό φαινόμενο. Ο Κολοκοτρώνης κι οι άλλοι οπλαρχηγοί «έκαναν τα στραβά μάτια» γιατί μεγάλος αριθμός παλληκαριών ήταν ουσιαστικά άοπλοι, φέροντας μόνο αγροτικά εργαλεία ή ρόπαλα. Έτσι ο μόνος τρόπος για να εξοπλιστούν ήταν να τ’ αγοράσουν απ’ τους τούρκους, συνήθως ανταλλάσσοντάς τα με λίγα τρόφιμα.
  3. Εννοεί την 23 Σεπτεμβρίου 1821, ημέρα Παρασκευή.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Βαγενάς, Θ. (1956). Η Ιστορική Έκθεση του τσάκωνα αγωνιστή Μανώλη Τσούχλου. Λεωνίδιον: Χρονικά των Τσακώνων, τ.Α΄, 1956. σελίδες 36–42. 
  2. Βλ. Αφιέρωμα στον Μανώλη Δούνια, Χρονικά των Τσακώνων, τόμ. Α΄, 1956, σσ. 172-188.