Η μεταμυθοπλασία είναι ένα λογοτεχνικό είδος που εστιάζει στην αυτοαναφορικότητα και την αποδόμηση των παραδοσιακών αφηγηματικών τεχνικών. Ο όρος αποδόθηκε στα ελληνικά από τον αγγλικό όρο «metafiction» και εισήχθη για πρώτη φορά το 1970 από τον Αμερικανό κριτικό και μυθιστοριογράφο William Gass(en:William H. Gass)[1] στο βιβλίο του «Fiction and the Figures of Life».[2] Ο Gass περιγράφει την αυξανόμενη χρήση της μεταμυθοπλασίας εκείνη την εποχή ως αποτέλεσμα της καλύτερης κατανόησης του μέσου από τους συγγραφείς, κάτι που οδήγησε σε μια σημαντική αλλαγή στην προσέγγιση προς τη μυθοπλασία. Η μεταμυθοπλασία αναπτύχθηκε κυρίως στις δεκαετίες του 1960 και 1970 και αποτελεί μια από τις κυριότερες εκφάνσεις του μεταμοντερνισμού.

Ο Αμερικανός κριτικός και μυθιστοριογράφος William Gass, που εισήγαγε για πρώτη φορά το 1970 τον όρο μεταμυθοπλασία

Οι πρωτοπόροι της μεταμυθοπλασίας είναι συγγραφείς όπως οι Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ και Σάμιουελ Μπέκετ, ενώ οι κυριότεροι εκπρόσωποί της περιλαμβάνουν τους John Barth(en:John Barth), Donald Barthelme(en:Donald Barthelme), Robert Coover(en:Robert Coover), Τζων Φώουλς και άλλους. Έξω από τον αγγλόφωνο χώρο, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τον Ιταλό Ίταλο Καλβίνο, τον Τσέχο Μίλαν Κούντερα κ.ά.[1]

Κυριολεκτικά, η μεταμυθοπλασία είναι κάθε μυθοπλασία που ασχολείται με τη μυθοπλασία, λειτουργώντας ως μια μορφή μεταγλώσσας για τον ίδιο της τον εαυτό. Συνήθως χαρακτηρίζει κείμενα με έντονα αυτοαναφορικά στοιχεία, όπου τα αφηγηματικά επίπεδα αλληλοσυμπλέκονται και οι παραδοσιακές συμβάσεις του ρεαλισμού αμφισβητούνται ή ανατρέπονται.

Απομακρύνεται από την παραδοσιακή ιδέα της αντικειμενικής μίμησης, καθιστώντας την πραγματικότητα απροσδιόριστη και τη γλώσσα ένα ανεξάρτητο σύστημα που δημιουργεί νόημα μέσα από τη χρήση της. Η υπόθεση ενός μεταμυθοπλαστικού μυθιστορήματος συχνά παραμένει ανεξιχνίαστη, με κατακερματισμένη αφήγηση, αποδομημένες σχέσεις αιτίου–αποτελέσματος και ασαφή χρονική και λογική συνέχεια, γεγονός που αναδεικνύει τη χαοτική πρόσληψη της πραγματικότητας από τη γραφή.

Καταργεί τα παραδοσιακά αφηγηματικά πλαίσια, απογυμνώνοντας τη μυθοπλασία και δείχνοντας τους μηχανισμούς λειτουργίας της. Ο συγγραφέας συχνά πειραματίζεται με το κείμενό του, αναγνωρίζοντας τον αυθαίρετο χαρακτήρα κάθε επιλογής του. Η μεταμυθοπλασία ενσωματώνει στοιχεία όπως το παιχνίδι και η παρωδία, αμφισβητώντας τη λογοτεχνική παράδοση, ενώ παράλληλα διατηρεί αναφορές σε αυτήν μέσω της διακειμενικότητας.

Η μεταμυθοπλασία είναι μια μορφή μυθοπλασίας που τονίζει τη δική της αφηγηματική δομή με τρόπο που υπενθυμίζει στο κοινό ότι διαβάζει ή παρακολουθεί ένα φανταστικό έργο, ενώ τα έργα μεταμυθοπλασίας άμεσα ή έμμεσα εφιστούν την προσοχή στο γεγονός ότι είναι τεχνητά δημιουργήματα.[3]

Στην ελληνική λογοτεχνία, μεταμυθοπλαστικές τεχνικές μπορούν να ανιχνευθούν στο έργο συγγραφέων όπως οι Αλέξανδρος Σχινάς, Πάρις Τακόπουλος, και Γιώργης Γιατρομανωλάκης.[4]

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 Ζήρας 2007, σελ. 1403.
  2. Gass 1970, σελ. 24–25.
  3. Waugh 1984, σελ. 2.
  4. Ζήρας 2007, σελ. 1404.