Tο μονόκοκκο σιτάρι (Triticum monococcum ssp. monococcum), είναι γνωστό διεθνώς σαν einkorn ή engrain. Σε αντίθεση με τα άλλα είδη σιταριού, συχνά επιβιώνει σε φτωχά εδάφη.[1]

Μονόκοκκο σιτάρι
Triticum monococcum

Τα πρώτα σιτάρια που άρχισαν να καλλιεργούνται μετά το 7.500 π.Χ. ήταν μονόκοκκα. Στον ελλαδικό χώρο εμφανίστηκαν μετά το 6.200 π.Χ.[2]. Στην Ελλάδα, συνεχίζει να καλλιεργείται μέχρι τις μέρες μας η ποικιλία «Καπλουτζάς», τον οποίο περιγράφει το 1929 ο Ιωάννης Παπαδάκης.[3]

Πρόγονός του είναι το άγριο μονόκοκκο σιτάρι T. monococcum ssp. aegilopoides (T. boeoticum), το οποίο βρέθηκε στην Τουρκία, στην Ελλάδα, στη Βουλγαρία, στη νότια Σερβία, στη νοτιοδυτική Συρία, στο νοτιοανατολικό Λίβανο, στο βόρειο Ιράκ, στο δυτικό Ιράν και στην Αρμενία. Στην Ελλάδα το άγριο μονόκοκκο απαντάται αυτοφυές στη Βοιωτία, στην Αργολίδα, στην Αχαΐα και σε μερικά μέρη της Θεσσαλίας.[4]

Μορφολογικά χαρακτηριστικά

Επεξεργασία

Το μονόκοκκο σιτάρι είναι το μοναδικό διπλοειδές (γονιδίωμα ΑΑ) καλλιεργούμενο είδος και ανήκει στο Section Monococca. Έχει βραχύ και λεπτό στέλεχος, με τρίχες στα γόνατα, αδελφώνει πολύ και μοιάζει με αγριόχορτο. Τα φύλλα του γίνονται στενά και έχουν χρώμα κιτρινοπράσινο ή κυανοπράσινο. Τα στάχυα είναι με άγανα και στέκονται πάντοτε όρθια, ακόμα και όταν ωριμάσουν εντελώς και έχουν μήκος περί τα 5 εκατοστά. Η ράχη τους θραύεται κατά τον αλωνισμό, όπως και του δίκοκκου. Σε κάθε άρθρωση υπάρχει ένα σταχύδιο, που παρά τα τρία του άνθη, παράγει έναν σπόρο (γιά αυτό και η ονομασία μονόκοκκο). Ο σπόρος είναι «ντυμένος», δηλ. τα λέπυρα δεν αποχωρίζονται κατά τον αλωνισμό και έχουν χρώμα κίτρινο προς ανοιχτό κόκκινο. Ο σπόρος είναι πιεσμένος πλευρικά (ώστε το αυλάκι να γίνεται δυσδιάκριτο), μυτερός στις δυο άκρες, κοντός και με ελαφριά κοιλότητα. Το μονόκοκκο έχει υψηλό εκατολιτρικό βάρος και μαλακούς αλευρώδεις κόκκους που είναι εύθραυστοι στο στάδιο της αποφλοίωσης.[5] Παρουσιάζει ενδιαφέρον για βελτιωτικούς σκοπούς, επειδή έχει αντοχή στις σκωριάσεις και στις αντιξοότητες του περιβάλλοντος (ψύχος, ξηρασία). Σπέρνεται και την άνοιξη και λόγω της μεγάλης του αντοχής εμφανίζει ικανοποιητικές αποδόσεις.[3][6][7]

Περαιτέρω ανάγνωση

Επεξεργασία

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Hopf and Zohary (2000), σελ. 38.
  2. Perrino et al. (1996).
  3. 3,0 3,1 Παπαδάκης (1929).
  4. Jaradat et al. (1995).
  5. Abdel-Aal et al. (1998).
  6. Χρηστίδης (1963).
  7. Σφήκας (1984).

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • Abdel-Aal E.-S., Sosulski F.W. and Hucl P. (1998). Origins, characteristics and potentials of ancient wheats. Cereal Food World 43, 708-715.
  • Hopf, M.· Zohary, D. (2000). Domestication of Plants in the Old World: The Origin and Spread of Cultivated Plants in West Asia, Europe, and the Nile Valley (3η έκδοση). Oxford, Oxfordshire: Oxford University Press. σελ. 38. ISBN 0-19-850356-3. 
  • Jaradat A.A., Kanbertay M., Peña-Chocarro L., Hammer K., Stavropoulos N. and Perrino P. (1996). Ex situ conservation of hulled wheats. In Padulosi, S., K. Hammer and J. Heller, editors. 1996. Hulled wheats. Promoting the conservation and use of underutilized and neglected crops. 4. Proceedings of the First International Workshop on Hulled Wheats, 21-22 July 1995, Castelvecchio Pascoli, Tuscany, Italy. International Plant Genetic Resources Institute, Rome, Italy, pp. 120-127.
  • Παπαδάκης Σ. Ιωάννης (1929). Ελληνικοί τύποι σίτου. Επιστημονικό Δελτίο του «Ειδικού Σταθμού Καλλιτερεύσεως Φυτών εν Θεσσαλονίκη». Θεσσαλονίκη.  Έκδοση με δαπάνη της Γενικής Διεύθυνσης Εποικισμού της Μακεδονίας.
  • Perrino P., G. Laghetti, L.F. D’Antuono, M. Al Ajlouni, M. Kanbertay, A.T. Szabó and K. Hammer. (1996). Ecogeographical distribution of hulled wheat species. In Padulosi, S., K. Hammer and J. Heller, editors. 1996. Hulled wheats. Promoting the conservation and use of underutilized and neglected crops. 4. Proceedings of the First International Workshop on Hulled Wheats, 21-22 July 1995, Castelvecchio Pascoli, Tuscany, Italy. International Plant Genetic Resources Institute, Rome, Italy, pp. 100-118.
  • Σφήκας Α. Γ. (1984). Ειδική Γεωργία. Τόμος πρώτος. Σιτηρά, ψυχανθή και χορτοδοτικά φυτά. Έκδοση Τρίτη, Θεσσαλονίκη 1984, 248 σελ.
  • Χρηστίδης, Βασίλειος (1963). Χειμωνιάτικα σιτηρά (2η έκδοση). Θεσσαλονίκη.