Η κωμόπολη βρίσκεται στο εσωτερικό του Πόντου, στα σύνορα με την ιστορική Αρμενία, και θεωρείται διάδοχος της ρωμαϊκής Κολώνειας ή, πιο σωστά, του βυζαντινού Μαυρόκαστρου. Πάντως, δεν είναι σαφές αν η αρχαία Νικόπολη βρισκόταν στο σημερινό Σεμπινκαραχισάρ ή στο γειτονικό Κογιουλχισάρ, ούτε ποια πόλη αποτελεί συνέχεια της ρωμαϊκής Κολώνειας. Οι Έλληνες ονόμαζαν την πόλη και Γαράσαρη (παραφθορά της τουρκικής ονομασίας Καραχισάρ).

Η Νικόπολη ήταν έδρα σαντζακιού του βιλαετιού της Σεβάστειας και έδρα της Ιεράς Μητροπόλεως Κολωνείας.[1] Η πόλη είχε κυρίως αρμενικό πληθυσμό αλλά και Έλληνες, οι οποίοι μιλούσαν ποντιακά ή ήταν τουρκόφωνοι, και διατηρούσαν δύο ενοριακούς ναούς και τρία εκπαιδευτήρια. Στις αρχές του 20ού αι. η πόλη είχε 2.000 οικογένειες, από τις οποίες οι 650 ήταν ελληνικές. Κοντά στην πόλη υπήρχε το μοναστήρι της Παναγίας της Σταυροπηγιανής, που αποτελούσε παμποντιακό προσκύνημα, Πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στη Νέα Νικόπολη του Νομού Κοζάνης, στη Νικόπολη Θεσσαλονίκης, στον Αμυγδαλεώνα Καβάλας, αλλά και αλλού.[2] [3] [4]

  1. «ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΚΟΛΩΝΕΙΑΣ». 
  2. Ζώνας, Λουκάς (2018). Υμηττός, 90 χρόνια ζωής, η πόλη και οι οδοί. Αθήνα. σελ. 79. ISBN 978-618-00-0629-2. 
  3. «Γαράσαρη». 
  4. Χατζηαντωνίου, Κώστας (2011). Μικρά Ασία, Ιστορία των νέων χρόνων. Αθήνα. σελ. 468-470. ISBN 978-960-6826-30-6.