Ως νοησιαρχία αποδίδεται στα ελληνικά ο λατινικός όρος intellectualismus (από το intellectus = νους). Ο όρος γενικά σημαίνει την κυριαρχία ή προτεραιότητα του νου, της νόησης έναντι των άλλων αρχών ή στοιχείων που καθορίζουν στην ουσία τους τον κόσμο, την γνώση, τον ψυχικό και πρακτικό βίο.

Ειδικότερα στην περιοχή της οντολογίας, ως νοησιαρχική χαρακτηρίζεται κάθε φιλοσοφική στάση που θεωρεί τον νου ως ουσία και πρώτη αρχή των όντων και κατά συνέπεια υποστηρίζει ότι ο υλικός κόσμος είναι αναγώγιμος σε νοητικά στοιχεία (ιδέες, απόλυτες αλήθειες).

Η νοησιαρχία, δίδοντας προτεραιότητα στον νου, βρίσκεται σε ριζική αντίθεση προς τον βολουνταρισμό, ο οποίος θεωρεί την βούληση κυρίαρχο στοιχείο της πραγματικότητας.

Στην ακραία εκδοχή της - όπως αυτή, για παράδειγμα, που υποστηρίχθηκε από τον Λάιμπνιτς και αργότερα από τους εκπροσώπους του γερμανικού ιδεαλισμού - η θέση αυτή ταυτίζει απολύτως το είναι με το νοείν. Σε μία μετριοπαθέστερη εκδοχή της - όπως αυτή, για παράδειγμα, που διατυπώθηκε από τον Καρτέσιο - η νόηση (res cogitans) διαφέρει ως προς την ουσία της από τον υλικό κόσμο (res extensa) αλλά η res cogitans νοεί την res extensa) και έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει πλήρη και ακριβή εικόνα της. Στην ριζική της αντίθεση προς τον βολουνταρισμό, η νοησιαρχία υποστηρίζει ότι η πραγματικότητα ως προς το βαθύτερο είναι της και αιτία της είναι νους ή λόγος και όχι βούληση.

Στην περιοχή της ψυχολογίας, η νοησιαρχία υποστηρίζει την προτεραιότητα της νόησης έναντι των άλλων ψυχικών ιδιοτήτων είτε από την άποψη ότι αυτή καθορίζει την ουσία της ευδαιμονίας (Αριστοτέλης, Θωμάς ο Ακινάτης) είτε από την εσφαλμένη άποψη ότι οι ψυχικές λειτουργίες - βούληση, συναίσθημα κ.α. - μπορούν να αναχθούν σε νοητικές γιατί είναι συγκεχυμένα νοητικά φαινόμενα ή αποτελέσματα νοητικών φαινομένων είτε γιατί είναι μεν μη αναγώγιμα αλλά δευτερεύουσας σημασίας.