Το ξυστόν ήταν ένας τύπος λόγχης μήκους μεταξύ 3,5 έως 4,25 μέτρων που το χρησιμοποιούνταν στην αρχαία Ελλάδα. Η χρήση του πιθανολογείται πως γινόταν από το ιππικό, με τη χρήση και των δύο χεριών. Αποτελείται από ένα μακρύ κοντάρι, ξύλου κρανιάς, με μεταλλικές αιχμές και στις δύο άκρες. Το ξυστόν συνήθως αναφέρεται σε συνάρτηση με τους εταίρους, του αρχαίου Μακεδονικoύ ιππικού. Μετά το θάνατο του Αλέξανδρου, οι εταίροι μετονομάστηκαν σε ξυστοφόροι. Στην δική του ελληνική εκδοχή Περί του Ιουδαϊκού πολέμου, ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος Φλάβιος χρησιμοποιεί τον όρο ξυστόν για να περιγράψει τα Ρωμαικά ακόντια Pila.

Ήταν επίσης γνωστό με την ονομασία Κοντός, που ήταν το ξύλο που χρησιμοποιούσαν για να σπρώχνουν τις βάρκες, το κουπί. Η λέξη πιθανόν προέκυψε ως αργκό ονοματοδοσία. Το όπλο υιοθετήθηκε, σε μια δική τους εκδοχή, ως Contum από τους Ρωμαίους που το χρησιμοποιούσαν κι εκείνοι με τα δύο χέρια. Το μεταγενέστερο Κοντάριον, των Βυζαντινών κατάφρακτων, χρησιμοποιούνταν με το ένα χέρι.