Οι Γελοίες Κομψευόμενες

Θεατρικό του Μολιέρου, 1659

Οι Γελοίες Κομψευόμενες (γαλλικά: Les Précieuses ridicules) είναι μονόπρακτη κωμωδία του Μολιέρου σε πεζό, που παίχτηκε για πρώτη φορά το 1659 στο Παρίσι.[1]

Γελοίες Κομψευόμενες
Σκηνή από το έργο
ΣυγγραφέαςΜολιέρος
ΤίτλοςLes Précieuses ridicules
Γλώσσαγαλλικά
Ημερομηνία δημιουργίας1659
Ημερομηνία δημοσίευσης1659
ΜορφήΚωμωδία
ΘέμαΠολύτιμες
LC ClassOL19931058W
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το έργο διακωμωδεί ήθη και χαρακτήρες του γαλλικού λογοτεχνικού κύκλου των Περισπούδαστων, που ήταν υπερβολικά πνευματώδεις κυρίες που επιδίδονταν σε ζωηρές συζητήσεις, παιχνίδια λέξεων κλπ με στόχο την εκλέπτυνση των γαλλικών ηθών και της γαλλικής γλώσσας.

Συγχρόνως, σατιρίζει τον μιμητισμό της ανερχόμενης αστικής τάξης ως προς τις συνήθειες, την εμφάνιση και τον τρόπο ομιλίας της αριστοκρατίας. [2]

Το έργο γνώρισε σημαντική επιτυχία και προσέλκυσε την υποστήριξη του Λουδοβίκου ΙΔ΄ στον Μολιέρο και τον θίασό του.

 
Η Μαντλέν Μπεζάρ στον ρόλο της Μαγκντελόν, 1659

Το έργο παίχτηκε για πρώτη φορά στις 18 Νοεμβρίου 1659 στο θέατρο του Πετί Μπουρμπόν στο Παρίσι, στο δεύτερο μέρος μιας παράστασης. Ο Μολιέρος έπαιζε τον ρόλο του Μασκαρίλ και η διάσημη ηθοποιός της εποχής και σύντροφός του Μαντλέν Μπεζάρ έπαιζε την Μαγκντελόν.

Η επίθεση και γελοιοποίηση των Περισπούδαστων και των ανθρώπων των γραμμάτων που σύχναζαν στα σαλόνια τους, ήταν από την πλευρά του Μολιέρου μια πολύ θαρραλέα πράξη, αφού έτσι καταφέρονταν αφενός σε συγγραφείς που απολάμβαναν μεγάλη εύνοια και αφετέρου σε γυναίκες των οποίων η κοινωνική θέση τους εξασφάλιζε το απυρόβλητο. Έτσι, για να απαλύνει ό,τι θα φαινόταν ενοχλητικό στην κριτική του, φρόντισε στον τίτλο του έργου να προσθέσει το επίθετο Γελοίες, δίνοντας έτσι την εντύπωση ότι διαχώριζε δύο κατηγορίες των Περισπούδαστων: αποδέχονταν, μαζί με το κοινό της εποχής του, τον όρο, ως τιμητικό για μια γυναίκα όταν υπονοούσε την ιδέα της ευγενούς υπερηφάνειας, τη λεπτότητα των συναισθημάτων, τη φινέτσα του μυαλού και τη μόρφωση, αλλά αντιμετώπιζε με ειρωνεία και σαρκασμό τον μιμητισμό, τις υπερβολές, την υποκρισία και τη ματαιοδοξία των «όμορφων πνευμάτων».[3]

Για να αποτρέψει την εκτύπωση του έργου χωρίς την έγκρισή του, η Μολιέρος συμφώνησε να επιτρέψει να εκδοθεί από βιβλιοπωλεία της επιλογής του και έτσι ήταν το πρώτο έργο του συγγραφέα που εκδόθηκε.

Περίληψη της υπόθεσης

Επεξεργασία
 
Εξώφυλλο της έκδοσης του 1682.

Η Μαγκντελόν και η Κατός (Οι Γελοίες Κομψευόμενες) είναι δύο νεαρές γυναίκες από την επαρχία που έχουν έρθει πρόσφατα στο Παρίσι αναζητώντας τον έρωτα και πνευματικές αναζητήσεις.

Ο Γκόρζιμπους, πλούσιος αστός, πατέρας της Μαγκντελόν και θείος της Κατός, αποφασίζει ότι θα πρέπει να παντρευτούν με δύο νέους άνδρες που θεωρεί απόλυτα κατάλληλους, αλλά οι δύο γυναίκες δεν βρίσκουν τους δύο υποψήφιους μνηστήρες που τους παρουσιάζει αρκετά εκλεπτυσμένους και τους χλευάζουν. Αυτοί, πολύ δυσαρεστημένοι με την περιφρονητική υποδοχή που δέχθηκαν, ορκίζονται ότι θα εκδικηθούν τις νεαρές περήφανες «διανοούμενες».[4]

Ο Γκόρζιμπους τους ζητά εξηγήσεις για τη συμπεριφορά τους απέναντι στους σοβαρούς νέους και οι κοπέλες του λένε ότι αποκλείεται να παντρευτούν ανθρώπους «ασυμβίβαστους με την ευγένεια της ψυχής» και ότι θέλουν να ζήσουν μια αβρή και ρομαντική περιπέτεια σαν αυτές που αναφέρονται στα μυθιστορήματα της Μαντλέν ντε Σκυντερύ. Δεν καταλαβαίνει τίποτα από ό,τι του λένε, αλλά επιμένει: ή θα παντρευτούν το συντομότερο δυνατόν, αλλιώς θα τις στείλει στο μοναστήρι.

Μόλις ο Γκόρζιμπους έφυγε, η Μαγκντελόν και η Κατός συνεχίζουν την ονειροπόλησή τους και φαντάζονται ότι δεν είναι στην πραγματικότητα η κόρη και η ανιψιά αυτού του πεζού ανθρώπου και ότι η «πιο λαμπρή καταγωγή τους» θα αποκαλυφθεί κάποια μέρα.

Στη σκηνή έρχονται δύο νεαροί, ο Μασκαρίλ και ο Ζοντλέ, που παριστάνουν τους αριστοκράτες και εκλεπτυσμένους ανθρώπους της καλής κοινωνίας. Οι κοπέλες θαυμάζουν τα ρούχα τους και τη συμπεριφορά τους. Αυτοί υπόσχονται να τις εισάγουν σε «μια ακαδημία καλών πνευμάτων». Μοιράζονται μαζί τους τα κοινά τους ενδιαφέροντα, απαγγέλλουν στίχους και τραγουδούν αυτοσχέδια τραγούδια που συνέθεσαν, χορεύουν με τις οικοδέσποινες και γενικά προκαλούν τον θαυμασμό των δύο κοριτσιών. Επίσης, συγχαίρουν ο ένας τον άλλον για τα κατορθώματά τους στον πόλεμο, δείχνοντας τα σημάδια τους στις κοπέλες, οι οποίες τους ερωτεύονται.[5]

Σύντομα αποκαλύπτεται ότι αυτοί οι δύο άντρες, ο Μασκαρίλ και ο Ζοντλέ, είναι απατεώνες, των οποίων η πραγματική ταυτότητα είναι υπηρέτες των δύο πρώτων ανδρών που περιφρονήθηκαν και απορρίφθηκαν.

Καθώς η αυλαία πέφτει, οι κοπέλες συνειδητοποιούν το λάθος τους και ντρέπονται που εξαπατήθηκαν. Παραπονιούνται στον Γκόρζιμπους για το «αιματηρό παιχνίδι» που τους έπαιξαν, αλλά αυτός απαντά ότι όλα αυτά συνέβησαν λόγω των υπερβολών τους και, θυμωμένος, στέλνει τα μυθιστορήματα, τους στίχους, τα τραγούδια, τα σονέτα και τις ολέθριες ψυχαγωγίες των αδρανών πνευμάτων «να πάνε στο διάβολο», θεωρώντας τα την αιτία της τρέλας και της ανοησίας τους. [6]

Παραπομπές

Επεξεργασία