Οι Εργένηδες (μυθιστόρημα)

μυθιστόρημα του Ανρί ντε Μοντερλάν

Οι Εργένηδες (γαλλικός τίτλος: Les Célibataires) είναι μυθιστόρημα του Ανρί ντε Μοντερλάν, που δημοσιεύθηκε σε γαλλικό λογοτεχνικό περιοδικό το 1934 και την ίδια χρονιά εκδόθηκε σε βιβλίο.[1]

Οι Εργένηδες
Το εξώφυλλο έκδοσης του 1963
ΣυγγραφέαςΑνρί ντε Μοντερλάν
ΤίτλοςLes Célibataires
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1934
Μορφήμυθιστόρημα

Αναφέρεται στη ζωή δύο εκκεντρικών αριστοκρατών που ζουν αποκομμένοι από την κοινωνία και αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν το ζοφερό μέλλον μετά την κατάρρευση της περιουσίας τους. Ο Μοντερλάν παρουσιάζει με ένα μείγμα ειρωνείας και συμπάθειας και τρομακτικό ρεαλισμό τον παράξενο κόσμο των δύο ηρώων του απεικονίζοντας συγχρόνως και το τέλος της κοινωνικής τους τάξης.[2]

Όταν δημοσιεύθηκε, θεωρήθηκε μια αξιοσημείωτη ανανέωση του συγγραφέα, του οποίου τα δύο προηγούμενα μυθιστορήματα, Το Όνειρο (1922) και Οι θηριομάχοι (1926), ήταν σχεδόν αυτοβιογραφικά.

Το 1934, έλαβε το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας της Γαλλικής Ακαδημίας και το αγγλικό Βραβείο Northcliffe, που επιβεβαίωσαν την εκδοτική επιτυχία του μυθιστορήματος.[3]

Παρουσίαση Επεξεργασία

Οι Εργένηδες είναι ένας ρεαλιστικός και σκληρός πίνακας μιας παρακμάζουσας αριστοκρατίας. Με καυστικό χιούμορ και κωμικοτραγικά στοιχεία, ο συγγραφέας, με συγκλονιστική ψυχολογική διείσδυση, σκιαγραφεί ένα εντυπωσιακό πορτρέτο αυτών των ηλικιωμένων ανθρώπων, γελοίων και μικροπρεπών, αλλά και αξιολύπητων στην εγκατάλειψη και τη συναισθηματική τους δυστυχία. Το ύφος του έργου είναι αξιοσημείωτο, χαρακτηριστικό του Ανρί ντε Μοντερλάν, για τη σχολαστικότητα της περιγραφής του, την υποβλητική του δύναμη, τις αιχμηρές μεταφορές και τον κυνισμό. Κάθε χαρακτήρας απεικονίζεται παραστατικά με αδίστακτο τρόπο, κάθε ελάττωμα υπογραμμίζεται με ακρίβεια και οξύτητα. [4]

Υπόθεση Επεξεργασία

Στην αρχή του μυθιστορήματος, στο Παρίσι της δεκαετίας του 1920, δύο ηλικιωμένοι άγαμοι αριστοκράτες, ο κύριος Ελί ντε Κοετκιντάν και ο κύριος Λεόν ντε Κοαντρέ, που ζουν και οι δύο στο τεράστιο οικογενειακό σπίτι τους στο Παρίσι, έρχονται αντιμέτωποι με το θάνατο της μητέρας του Λεόν, κυρίας ντε Κοαντρέ, η οποία έπαιξε πάντα προστατευτικό ρόλο και για τους δυο τους. Πριν πεθάνει, αυτή παρακάλεσε τον γιο της να φροντίσει τον θείο του Ελί, τον οποίο η ίδια φρόντιζε πάντα μέχρι τότε. Ωστόσο, εκτός από το οικογενειακό σπίτι που κληρονόμησε, ο Λεόν δεν έχει άλλα περιουσιακά στοιχεία. Παρά τη συμβουλή του συμβολαιογράφου του κ. Μπουρντιγιόν, που τον προτρέπει να αρνηθεί τα χρέη της περιουσίας της μητέρας του, ο Λεόν αποφασίζει να τα αναλάβει. Πολύ γρήγορα βρίσκεται κατεστραμμένος οικονομικά και αναγκάζεται να φύγει από το σπίτι με τον θείο του Ελί. Το μυθιστόρημα αφηγείται τις διάφορες δυσκολίες (οικονομικές, συναισθηματικές κ.λπ.) που συναντούν οι δύο ηλικιωμένοι εργένηδες. Πολύ λυπηρό στο τέλος, απεικονίζει το τέλος ενός ατόμου εγκαταλειμμένου από όλους αλλά και το τέλος μιας κοινωνικής τάξης, της αναχρονιστικής αριστοκρατίας.[2]

Χαρακτήρες Επεξεργασία

Το μυθιστόρημα απεικονίζει δύο ηλικιωμένους ανύπαντρους και άχαρους αριστοκράτες, που ζουν μαζί στο οικογενειακό σπίτι, στη λεωφόρο Αραγκό, στο Παρίσι. Ο Ελί είναι ένας εβδομήνταχρονος, μισάνθρωπος, τεμπέλης, γκρινιάρης και ανέραστος, που ασχολείται περισσότερο με τις γάτες του παρά με τη ζωή γύρω του. Ο Λεόν είναι ένας ντροπαλός πικραμένος πενηντάχρονος, φοβισμένος από τον έξω κόσμο και τους ανθρώπους, που ζούσε πάντα στη σκιά της μητέρας του, κάτι που τον εμπόδισε να φύγει από το σπίτι τα «καλά χρόνια» και δεν αναζήτησε ποτέ να βρει μια εργασία ή μια θέση στον κόσμο. Και οι δύο προέρχονται από τη βρετονική αριστοκρατία, αλλά δεν έχουν πλέον περιουσία ή κύρος στην κοινωνία. Στην πραγματικότητα, και οι δύο εξαρτώνται οικονομικά από τον άλλο θείο του Λεόν και αδελφό του Ελί, τον Οκτάβ ντε Κοετκιντάν, ο οποίος, σε αντίθεση με τον ανιψιό και τον αδερφό του, έχει πετύχει στη ζωή του εργαζόμενος στον τραπεζικό τομέα χάρη στην υποστήριξη ενός παιδικού φίλου και έχει δημιουργήσει μεγάλη περιουσία και κοινωνική θέση. Σ' αυτούς τους χαρακτήρες προστίθεται και η Σιμόν ντε Μπωρέ, ανιψιά του Λεόν, μια ανεξάρτητη νεαρή γυναίκα που περιφρονεί τους γέρους θείους της.[5]

Τηλεοπτική μεταφορά Επεξεργασία

  • Το 1962 το μυθιστόρημα διασκευάσθηκε σε τηλεοπτική ταινία σε σκηνοθεσία Ζαν Πρα. [6]

Παραπομπές Επεξεργασία