Στην ελληνική κοινή ναυτική γλώσσα αρμίδι (επίσημα: ορμίδιον) ή βιλάι[1] ονομάζεται το λεπτό ιδίως σχοινί (το πεισμάτιον) που χρησιμοποιείται από τους ναυτικούς δια της έλξης του στην άρση ή καθαίρεση βαρέων αντικειμένων ή προσδένοντάς το στην άκρη των κάβων για τον ευκολότερο χειρισμό τους στη πρόσδεση των πλοίων.

Αρμίδι επίσης ή ορμιά λέγεται η πετονιά δηλαδή το λεπτό και ισχυρό νήμα στην άκρη του οποίου έχει προσδεθεί αγκίστρι που αποτελεί αλιευτικό εργαλείο, για αλιεία από βράχο ή λέμβο.

Τέλος αρμίδι ή ορμίδιο ονομάζεται και το βλήμα που εκτοξεύεται από την ορμιδοβόλο συσκευή διάσωσης.

Σημειώσεις

Επεξεργασία
  1. Το βιλάι είναι αγγλικό και προέρχεται από το heaving line. Παλιότερα, όταν οι Έλληνες ναυτικοί κατέπλεαν σε αγγλικό λιμάνι άκουγαν τους Άγγλους καβοδέτες να τους ζητάνε το αρμίδι, το heaving line . Οι Έλληνες που δεν γνώριζαν αγγλικά το άκουγαν χηβιλάι και αργότερα το απλοποίησαν περισσότερο σε βιλάι.