Ο Σιντ (θεατρικό έργο)

θεατρικό έργο του Πιέρ Κορνέιγ

Ο Σιντ (γαλλικός τίτλος: Le Cid) επίσης στα ελληνικά και με τον τίτλο Ελ Σιντ είναι έμμετρη πεντάπρακτη τραγικωμωδία του Πιέρ Κορνέιγ, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 1636 στο θέατρο του Μαραί στο Παρίσι και εκδόθηκε την ίδια χρονιά.[2]

Ο Σιντ
Εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης (1636)
ΣυγγραφέαςΠιέρ Κορνέιγ
ΤίτλοςLe Cid
ΓλώσσαΓαλλικά[1]
Ημερομηνία δημιουργίας1636[1]
Πολιτιστικό κίνημακλασικισμός
Μορφήθεατρικό έργο
ΘέμαΕλ Σιντ
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το έργο είχε τεράστια επιτυχία στο κοινό, αν και αποτέλεσε αντικείμενο έντονης πολεμικής σχετικά με τους κανόνες της δραματικής πρακτικής γνωστή ως Διαμάχη του Σιντ. Η Γαλλική Ακαδημία του καρδιναλίου Ρισελιέ αναγνώρισε την επιτυχία του έργου, αλλά έκρινε ότι ήταν προβληματικό, εν μέρει επειδή δεν σεβόταν τον κανόνα των τριών ενοτήτων.[3]

Βασίζεται στο έργο του Γκιγιέν ντε Κάστρο Τα νεανικά χρόνια του Σιντ (Lοs Mocedades del Cid) (1612). Το έργο του Κάστρο με τη σειρά του βασίζεται στον θρύλο του Ισπανού εθνικού ήρωα Ροδρίγο Ντίαθ δε Βιβάρ γνωστού ως Ελ Σιντ.

Οι κύριοι χαρακτήρες του έργου βιώνουν μια εσωτερική σύγκρουση, χαρακτηριστική στα έργα του Κορνέιγ: αντιμετωπίζουν ένα περίπλοκο και άλυτο ηθικό δίλημμα και αναγκάζονται να επιλέξουν ανάμεσα στον έρωτα ή την τιμή και το καθήκον. [4]

Σήμερα θεωρείται ευρέως ως το καλύτερο έργο του Κορνέιγ που σηματοδοτεί το ξεκίνημα του χρυσού αιώνα της γαλλικής δραματουργίας και ένα από τα σημαντικότερα έργα της γαλλικής λογοτεχνίας του 17ου αιώνα.[5]

Υπόθεση Επεξεργασία

Το έργο διαδραματίζεται στη Σεβίλλη στην περιοχή της Καστίλης της Ισπανίας κατά το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα. Το όνομα Σιντ, που σημαίνει Άρχοντας, το δίνουν αιχμάλωτοι Μαυριτανοί στον Ροδρίγο, όπως αναφέρεται στην τέταρτη πράξη.

Πρώτη πράξη

 
Η ηθοποιός Ρασέλ στο ρόλο της Σιμένης

Το έργο αρχίζει με τη νεαρή αρχόντισσα Σιμένη να μαθαίνει από την Ελβίρα, τη βάγια της, ότι ο πατέρας της συμφωνεί με τον γάμο της με τον αγαπημένο της Ροδρίγο και ότι ο δον Διέγο, πατέρας του Ροδρίγο, θα τη ζητήσει σύντομα για σύζυγο του γιου του. Η Σιμένη χαίρεται, ωστόσο εκφράζει τους φόβους της μήπως η μοίρα αλλάξει τη γνώμη του πατέρα της.

Η ινφάντα (κόρη του Φερδινάνδου Α΄ του Λεόν) εκμυστηρεύεται στη βάγια της Λεονώρα ότι είναι ερωτευμένη με τον Ροδρίγο, αλλά καθώς η ίδια δεν θα μπορούσε ποτέ να τον παντρευτεί επειδή δεν είναι πρίγκιπας, αποφάσισε να υποστηρίξει τον γάμο των δυο ερωτευμένων για να σβήσει το δικό της πάθος και την ηρεμήσει η ίδια.

Ο πατέρας του Σιμένης, ο κόμης δον Γομές, μαθαίνει ότι ο βασιλιάς ανέθεσε στον ηλικιωμένο πατέρα του Ροδρίγου, τον δον Διέγο, να γίνει παιδαγωγός του πρίγκιπα της Καστίλλης. Ο κόμης πιστεύει ότι η θέση άξιζε περισσότερο στον ίδιο, και ότι ο βασιλιάς την έδωσε στον δον Διέγο σεβόμενος μόνο την ηλικία και όχι την αξία του. Του το λέει και ο δον Διέγο ανταπαντά ότι οι δυο τους πρέπει να γίνουν φίλοι και να παντρέψουν τα παιδιά τους. Ο κόμης αρνείται και χαστουκίζει με το γάντι τον δον Διέγο, ο οποίος τραβάει το σπαθί του αλλά είναι πολύ αδύναμος για να το κρατήσει. Ο κόμης τον αφοπλίζει και τον προσβάλλει πριν φύγει.

Ο δον Διέγο αισθάνεται ότι ατιμάστηκε και ζητά από τον γιο του να ξεπλύνει τη ντροπή μονομαχώντας με τον κόμη. Ο Ροδρίγος συνειδητοποιεί ότι αν μονομαχήσει και σκοτώσει τον κόμη, θα χάσει τον έρωτα της Σιμένης, αλλά επιλέγει να εκδικηθεί για την τιμή του πατέρα του.[4]

Δεύτερη πράξη

 
Η σκηνή της μονομαχίας στην όπερα Ο Σιντ του Ζυλ Μασνέ (1885)

Ο δον Αρίας ενημερώνει τον δον Γομές ότι ο βασιλιάς απαγορεύει τη μονομαχία ανάμεσα σ' αυτόν και τον Ροδρίγο, και μάλιστα ζητά να τον τιμωρήσει για την προσβολή που έκανε στον δον Διέγο, αλλά ο κόμης αλαζονικά δεν υπακούει και επιμένει. Ο δον Γομές προκαλεί τον Ροδρίγο σε μονομαχία αλλά συγχρόνως τον επαινεί για το θάρρος και του ζητά να παραιτηθεί, ο Ροδρίγος αρνείται.

Η Σιμένη εκφράζει στην ινφάντα τη θλίψη της για τη μονομαχία ανάμεσα στον αγαπημένο της και τον πατέρα της. Ένας ακόλουθος τους ειδοποιεί ότι οι δύο άνδρες έφυγαν από το παλάτι. Η Σιμένη καταλαβαίνει ότι φεύγουν για τη μονομαχία και πηγαίνει να τους βρει. Η ινφάντα θεωρεί ότι εάν ο Ροδρίγος κερδίσει στη μονομαχία, η Σιμένη θα τον απορρίψει και ίσως η ίδια μπορέσει να τον κερδίσει τελικά.

Εν τω μεταξύ, ο βασιλιάς συζητάει με ευγενείς και εκφράζει τον θυμό του σχετικά με τη σκληρότητα του κόμη δον Γομές. Ανησυχεί επίσης για μια πιθανή επικείμενη επίθεση από το μαυριτανικό ναυτικό που κινείται προς τα εδάφη του. Ένας ευγενής μπαίνει και ανακοινώνει ότι ο Ροδρίγο σκότωσε τον δον Γομές.

Η Σιμένη ζητά εκδίκηση από τον βασιλιά για τον φόνο του πατέρα της, ο δον Διέγο υποστηρίζει πως η δίκαιη εκδίκηση δεν επισύρει νέα εκδίκηση, αλλά και σ’ αυτήν την περίπτωση ζητεί από τον βασιλιά να πάρει τη δική του ζωή, αφού εκείνος ζήτησε από τον γιο του να εκδικηθεί. Ο βασιλιάς αναβάλλει την απόφασή του γι’ αργότερα.[6]

Τρίτη πράξη

 
Ο Ροδρίγος επιλέγεται να ηγηθεί του στρατού εναντίον των Μαυριτανών

Ο Ροδρίγος πηγαίνει στο σπίτι της Σιμένης και λέει στην Ελβίρα ότι θέλει να σκοτωθεί από το χέρι της Σιμένης. Η βάγια τον διώχνει κι αυτός κρύβεται καθώς πλησιάζει η Σιμένη, η οποία εκφράζει στη βάγια της τα αντικρουόμενα συναισθήματά της: παρόλο που αγαπά ακόμη τον Ροδρίγο οφείλει να ζητήσει τον θάνατό του. Σχεδιάζει να τον ακολουθήσει στο θάνατο. Ο Ροδρίγος αποκαλύπτεται και δίνει στη Σιμένη το σπαθί του για να τον σκοτώσει, αλλά εκείνη αρνείται.

Ο Ροδρίγος επιστρέφει στο σπίτι του και ο πατέρας του του λέει ότι οι Μαυριτανοί πρόκειται να επιτεθούν. Ο Ροδρίγος ορίζεται επικεφαλής των στρατευμάτων και φεύγει για τον πόλεμο. Σκέφτεται ότι αν επιστρέψει ζωντανός και νικητής, ο βασιλιάς θα τον συγχωρέσει και ίσως ξανακερδίσει την αγάπη της Σιμένης.

Τέταρτη πράξη

Ο Ροδρίγος στον πόλεμο θριαμβεύει, ακόμη και οι αιχμάλωτοι Μαυριτανοί τον σέβονται και τον αποκαλούν «Ελ Σιντ» (ο Άρχοντας). Η Ελβίρα εξυμνεί τα κατορθώματά του αλλά η Σιμένη είναι βυθισμένη στο πένθος για τον πατέρα της. Η ινφάντα παρακαλεί τη Σιμένη να πάψει να επιζητά τον θάνατο του Ροδρίγου, πλέον σωτήρα του λαού, αλλά η Σιμένη αρνείται. Ο βασιλιάς για να δοκιμάσει τη Σιμένη της ανακοινώνει ότι ο Ροδρίγος έχει σκοτωθεί και η αντίδρασή της αποδεικνύει σε όλους ότι τον αγαπάει ακόμα. Ωστόσο, ανεξάρτητα από τα συναισθήματά της, εξακολουθεί να επιθυμεί εκδίκηση για τον θάνατο του πατέρα της και δηλώνει ότι θα παντρευτεί όποιον τον σκοτώσει. Ο δον Σάντσο προσφέρεται να μονομαχήσει με τον Ροδρίγο για λογαριασμό της. Ο βασιλιάς δέχεται να παντρευτεί τη Σιμένη ο νικητής.[7]

Πέμπτη πράξη

 
Ο Ροδρίγος επιστρέφει νικητής από τον πόλεμο και γίνεται δεκτός με τιμές από τον βασιλιά

Ο Ροδρίγος έρχεται στη Σιμένη και της δηλώνει ότι πάει στη μονομαχία για να πεθάνει, δεν θα υπερασπιστεί τον εαυτό του. Η Σιμένη τον παροτρύνει να αγωνιστεί πραγματικά για να τη σώσει από έναν γάμο με τον δον Σάντσο.

Σε έναν μονόλογο, η ινφάντα θρηνεί τη δυστυχία της.

Η Σιμένη βλέπει τον δον Σάντσο να μπαίνει με ένα ματωμένο σπαθί και πιστεύει ο Ροδρίγος σκοτώθηκε. Κλαίει μπροστά στον βασιλιά και φανερώνει ότι ποτέ δεν έπαψε να αγαπάει τον Ροδρίγο. Παρακαλεί να μην παντρευτεί τον νικητή, αλλά να μπει σε μοναστήρι όπου θα θρηνεί για πάντα τον πατέρα της και τον αγαπημένο της. Θα αφήσει όλα τα υπάρχοντά της στον δον Σάντσο. Ωστόσο, ο βασιλιάς της ανακοινώνει ότι ο Ροδρίγος είναι ακόμη ζωντανός και στη μονομαχία αφόπλισε τον δον Σάντσο αλλά του χάρισε τη ζωή. Ο δον Σάντσο παραδέχεται ότι οι δυο τους πρέπει να παντρευτούν λόγω του μεγάλου τους έρωτα.

Ο βασιλιάς αποφασίζει ότι οι δύο νέοι θα παντρευτούν, αλλά βλέποντας ότι χρειάζεται ακόμη λίγος χρόνος για να «στεγνώσουν τα δάκρυα της Σιμένης», αναβάλλει τον γάμο για ένα χρόνο, και στο μεταξύ, στέλνει τον Ροδρίγο να συνεχίσει να πολεμά τους Μαυριτανούς που απειλούν πάλι τη χώρα.[8]

Μετάφραση στα ελληνικά Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία