Πασάς

ανώτερος τίτλος στην οθωμανική διοικητική και στρατιωτική ιεραρχία

Ο πασάς (τουρκικά paşa, από το padeshah) ήταν ανώτερος τίτλος στην οθωμανική διοικητική και στρατιωτική ιεραρχία, καθώς και στο Βασίλειο της Αιγύπτου. Προέρχεται κατ΄ άλλους από τον πρωτοτουρκικό όρο bash ağa που σήμαινε αρχηγός ή φύλαρχος, ενώ κατ΄ άλλους, περισσότερο βάσιμα, προέρχεται από την περσική λέξη padeshah =πους+βασιλεύς, πόδι βασιλέως, δηλαδή ο πλησιέστερος ιεραρχικά στον βασιλέα ή αυτοκράτορα και η οποία χρησιμοποιούνταν από τους σουλτάνους ως επίσημος συμπληρωματικός τίτλος επιμέρους περιοχών που υπάγονταν σ΄ αυτούς. Τόσο η άσκηση εξουσίας όσο και η διοικητική περιφέρεια του πασά λεγόταν ομοίως πασαλίκι.

Διακριτικό (tui) Οθωμανού πασά με δύο ιππουρίδες (1877).

Στην οθωμανική διοίκηση ο τίτλος του πασά ήταν ανώτερος του μπέη και κατώτερος του μεγάλου βεζίρη με διοικητικό χωροταξικό χαρακτήρα, αντίστοιχο με τον σημερινό περιφερειάρχη με περισσότερες όμως εξουσίες. Κατά την περίοδο της παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συχνά ο τίτλος αυτός συνδεόταν με αυτόν του βεζίρη. Ο τίτλος του πασά έπαψε να ισχύει επίσημα μετά τη κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πλην όμως οι Τούρκοι συνεχίζουν να χρησιμοποιούν τη λέξη αυτή και σήμερα προς ένδειξη σεβασμού σε διάφορα καταξιωμένα πρόσωπα. Τον τίτλο του πασά έφερε και ο Κεμάλ Ατατούρκ. Στην Αίγυπτο ο τίτλος διατηρούνταν μέχρι το 1952 και λίγο αργότερα.

Εκφράσεις Επεξεργασία

Στις σύγχρονες ελληνικές δημώδεις εκφράσεις ο χαρακτηρισμός πασάς αποδίδεται περισσότερο σε πρόσωπα που χαίρουν άνεσης π.χ. "Πασάς στα Γιάννενα". Στα λαϊκά τραγούδια αποδίδεται τόσο προς τον αγαπημένο σύντροφο όσο και για τον χαρακτηρισμό μιας πληθωρικά ευπαρουσίαστης θηλυκής ύπαρξης. Χαρακτηριστικοί είναι οι ακόλουθοι χαριτωμένοι στίχοι:

Νάνι - νάνι, νάνι - νάνι, νάνι - νάνι του Πασά μου,
που του κάνω ότι θέλει, και μου κάνει τα δικά μου.
-----------------------------------------------------------------------
Έτσι την περνάνε όλοι οι Πασάδες του ντουνιά,
μ΄ αργιλέδες και τσιμπούκια, μ΄ αγκαλιές και με φιλιά.