Πατριάρχης Γερμανός Α΄
Ο Γερμανός Α΄ διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατά τα έτη 715 έως 730, που αναγνωρίζεται ως άγιος τόσο από την Ορθόδοξη, όσο και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Πατριάρχης Γερμανός Α΄ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 634 Κωνσταντινούπολη ή Κωνσταντινούπολη[1] |
Θάνατος | 733 ή 730 Κωνσταντινούπολη[1] |
Τόπος ταφής | Μονή της Χώρας |
Χώρα πολιτογράφησης | Βυζαντινή Αυτοκρατορία |
Θρησκεία | Χαλκηδόνιος Χριστιανισμός |
Eορτασμός αγίου | 12 Μαΐου |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | μεσαιωνική ελληνική γλώσσα αρχαία ελληνικά[1] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ιερέας συγγραφέας[2] |
Αξιοσημείωτο έργο | On synods and heresies |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η ζωή του
ΕπεξεργασίαΚαταγόταν από επιφανή οικογένεια. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, πιθανότατα το 634. Το 668 ο πατέρας του, πατρίκιος Ιουστινιανός, δολοφονήθηκε για πολιτικούς λόγους και ο ίδιος εξαναγκάστηκε να ευνουχιστεί[3] και να καταταγεί στον κλήρο.
Επί Πατριάρχη Κύρου, περί το 705 ή 706, χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Κυζίκου. Το διάστημα εκείνο, ο Αυτοκράτορας Φιλιππικός Βαρδάνης επιχειρούσε να καταδικαστούν οι αποφάσεις της Στ' Οικουμενικής Συνόδου κατά του Μονοφυσιτισμού και του Μονοθελητισμού. Για το σκοπό αυτό συνεκάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, τα πρακτικά της οποίας όμως έχουν χαθεί, και δεν υπάρχει άλλη μαρτυρία για το εάν ο Γερμανός υπέγραψε ή όχι. Πάντως, το γεγονός ότι δεν ήταν Μονοθελήτης φαίνεται και από το ότι αμέσως μετά την εκλογή του στον Πατριαρχικό Θρόνο συνεκάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία επικύρωσε τις αποφάσεις της Στ΄ Οικουμενικής Συνόδου και αναθεμάτισε τον Κύρο και τον Σέργιο.
Εξελέγη Πατριάρχης στις 11 Αυγούστου του 715[4]. Από τις πρώτες προτεραιότητες του Γερμανού ήταν η προσέγγιση με την Αρμενική Εκκλησία. Ήταν τόσο ειλικρινής η επιθυμία του για ένωση των δύο εκκλησιών, και τόση η συμβολή του στην κατεύθυνση αυτή, ώστε η Αρμενική Εκκλησία να τον τιμήσει συνεορτάζοντας τη μνήμη του με την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Επί των ημερών της Πατριαρχίας του ξέσπασε η εικονομαχική έριδα. Στους πρωταιτίους της, επισκόπους Νακωλείας Κωνσταντίνο, Εφέσου Θεοδόσιο και Κλαυδιουπόλεως Θωμά, ο Γερμανός απέστειλε τρεις επιστολές, προσπαθώντας να τους μεταπείσει. Το 724 ή το 725 κάλεσε μάλιστα στην Κωνσταντινούπολη τον Νακωλείας Κωνσταντίνο, για να τον επιπλήξει για την καταστροφή των εικόνων[5]. Όταν όμως ο Αυτοκράτορας Λέων Γ' ο Ίσαυρος υιοθέτησε εικονομαχική πολιτική, η σύγκρουση μαζί του ήταν αναπόφευκτη. Ο Λέων προσπάθησε να αποφύγει τη σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου, η οποία θα καταδίκαζε τους Εικονομάχους, και για το λόγο αυτό συγκάλεσε ευρεία σύσκεψη (σιλέντιο) από επιφανείς πολιτικούς και θεολόγους, ζητώντας τη συμμετοχή και του Πατριάρχη Γερμανού. Αυτός όμως αρνήθηκε οποιαδήποτε συμμετοχή, υποστηρίζοντας ότι «χωρὶς οἰκουμενικῆς συνόδου καινοτομῆσαι πίστιν ἀδύνατον»[6]. Κατόπιν, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την ενέργεια αυτή του Αυτοκράτορα, άφησε το ωμοφόριό του στην Αγία Τράπεζα του ναού των Ανακτόρων, δηλώνοντας με αυτό τον τρόπο την παραίτησή του. Αυτό συνέβη στις 6 Ιανουαρίου του 730 και έκτοτε ο Γερμανός αποσύρθηκε στο πατρικό του στο Πλατάνιο, όπου και πέθανε στις 11 Μαΐου του 740[7]. Ετάφη στη Μονή της Χώρας. Ανακηρύχθηκε άγιος και η μνήμη του τιμάται στις 12 Μαΐου[8].
Έργα του
ΕπεξεργασίαΟ Γερμανός υπήρξε αξιόλογος συγγραφέας και υμνογράφος. Τα σημαντικότερα έργα του είναι: Περὶ αἱρέσεων καὶ συνόδων, Διάλογοι περὶ ὅρου ζωῆς, Ἐπιστολαὶ δογματικαί, Ἐγκώμιον εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου. Η επιστημονική έρευνα δεν έχει ακόμη επιλύσει το θέμα της πατρότητας πολλών έργων του, κυρίως υμνογραφικών, που αποδίδονται σε αυτόν ή στον ομώνυμό του Γερμανό Β΄.
Μία εκδοχή, η οποία υποστηρίζεται μεταξύ άλλων και από τον καθηγητή Βυζαντινής Φιλολογίας Ν. Β. Τωμαδάκη[9], αναφέρει το όνομά του ως μελωδού του Ακάθιστου Ύμνου, η ακολουθία του οποίου ολοκληρώθηκε επί Πατριαρχίας του, το 718[8]. Η εκδοχή αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι μία λατινική μετάφραση του ύμνου, η οποία έγινε γύρω στο 800 από τον επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, τον αναφέρει ως δημιουργό του ύμνου (Incipit Hymnus de Sancta Dei Genetrice Maria, Victoriferus atque Salutatorius, a Sancto Germano Patriarcha Constantinopolitano)[10]. Το πρόβλημα της πατρότητας του ύμνου όμως παραμένει μέχρι σήμερα άλυτο.
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 1,2 Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. mub20241236976. Ανακτήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 2024.
- ↑ Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2019.
- ↑ Μανουήλ Γεδεών, σελ. 256.
- ↑ Μανουήλ Γεδεών, σελ. 255.
- ↑ Runciman 2005, σελ. 71.
- ↑ (Ρ.Ο., 98, 156)
- ↑ Μανουήλ Γεδεών, σελ. 257.
- ↑ 8,0 8,1 Μανουήλ Γεδεών, σελ. 258.
- ↑ Ο Ακάθιστος Ύμνος, Θανάση Σαμαρά, Δασκάλου Αρχειοθετήθηκε 2021-06-02 στο Wayback Machine., εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα» Κομοτηνής, 9/3/2001
- ↑ Γρ.Θ.Στάθης, Δρ. Θεολογίας-Μουσικολόγος
Πηγές
Επεξεργασία- GERMANO DI COSTANTINOPOLI, Storia ecclesiastica e contemplazione mistica. Traduzione, introduzione e note a cura di Antonio Calisi, Independently published, 2020. ISBN-13 : 979-8689839646
- Γεδεών, Μανουήλ (1885). Πατριαρχικοί Πίνακες: Ειδήσεις ιστορικαί βιογραφικαί περί των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως: από Ανδρέου του Πρωτοκλήτου μέχρις Ιωακείμ Γ' του από Θεσσαλονίκης, 36-1884. Κωνσταντινούπολη: Lorenz & Keil.
- Runciman, Steven (2005). Η Βυζαντινή Θεοκρατία. Εκδόσεις Δόμος. ISBN 9607217225.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Επεξεργασία- Σταυριανός, Κυριάκος, Ο άγιος Γερμανός Α' ο Ομολογητής Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως: Βίος - Έργα - Διδασκαλία, Διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Σχολή Θεολογική, Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας, 1998