Πλάγιος μέσος
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Οι όροι πλάγιος μέσος ή πλευρικός μέσος ή ακραίος μέσος ή εξτρέμ (αγγλικά: wide midfielder και winger) είναι σχεδόν συνώνυμοι όροι που αναφέρονται σε θέση του ποδοσφαίρου. Ένας παίχτης μπορεί να περιγράφεται πιο συγκεκριμένα ως δεξιός μέσος ή αριστερός μέσος, ανάλογα αν παίζει κυρίως στη δεξιά ή αριστερή πλευρά του γηπέδου. Ο όρος (δεξί ή αριστερό) «εξτρέμ» είναι παλιότερος και χρησιμοποιείται περισσότερο αναφορικά με επιθετικούς πλάγιους παίχτες. Επίσης συχνά χρησιμοποιούνται στην ελληνική γλώσσα και οι όροι «δεξί χαφ» και «αριστερό χαφ» γενικά για τους (δεξιούς και αριστερούς) μέσους, το οποίο μπορεί να προκαλέσει μια κάποια σύγχυση ή ασάφεια αφού ένας μέσος μπορεί να παίζει π.χ. στον κεντρικό άξονα και όχι στα άκρα. Ο όρος «χαφ» είναι άλλωστε και κάπως αναχρονιστικός. Προέρχεται αρχικά από παλαιότερα συστήματα όπως το ευρέως χρησιμοποιούμενο μέχρι και τη δεκαετία του 1960 σύστημα WM με δύο "full-back" και τρία "half-back" (όπως επικράτησαν να λέγονται αρχικά στην αγγλική γλώσσα) και πέντε "forward". Από τους όρους αυτούς καθιερώθηκαν αργότερα - και στην ελληνική - οι όροι back, half και forward (μπακ, χαφ και φόργουορντ) για τους αμυντικούς, μέσους και επιθετικούς παίχτες αντίστοιχα. Σήμερα έχουν προστεθεί και αρκετοί ακόμα πιο «ειδικοί» ρόλοι και θέσεις, και η αντίστοιχη ορολογία (βλέπε και σχήμα δεξιά όπου δίνονται 18 διαφορετικές θέσεις και τα αρχικά της αντίστοιχης ορολογίας που χρησιμοποιείται).[1]
Ο πλάγιος είναι συνήθως μεσοεπιθετικός που παίζει στα άκρα του γηπέδου κοντά στη γραμμή του πλαγίου άουτ. Πολλές φορές απαιτείται να παίζει τόσο επιθετικά όσο και αμυντικά από το ένα κόρνερ ως το άλλο. Είναι μια θέση με μεγάλες απαιτήσεις τόσο σε φυσική κατάσταση όσο και σε τεχνική κατάρτιση. Παραδοσιακά, ο πλάγιος ήταν καθαρά επιθετικός παίκτης που έκανε επιθέσεις με τη μπάλα στα πόδια από τα πλάγια με σκοπό να βγάζει σέντρες προς τον κεντρικό επιθετικό και δεν αναμενόταν να γυρίζει πίσω για να υπερασπιστεί την άμυνα. Αυτό άρχισε να αλλάζει τη δεκαετία του 1960. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο 1966 η Αγγλία έπαιξε χωρίς ακραίους επιθετικούς από την ημιτελική φάση και μετά. Μια τακτική που οδήγησε στο σύγχρονο 4-4-2 σχηματισμό. Στις πιο σύγχρονες τακτικές οι πλάγιοι παίκτες έχουν ένα πιο απαιτητικό ρόλο, υπό την έννοια ότι αναμένεται να παρέχουν αμυντική κάλυψη στους κεντρικούς αμυντικούς, να γυρίζουν πίσω για να πάρουν τη μπάλα, και επιπρόσθετα να είναι ικανοί να περνάνε στην επίθεση με τρίπλες καθώς και με διαγώνιες μπαλιές προς τους κεντρικούς επιθετικούς και τους κρυφούς (δεύτερους) επιθετικούς. Σε συστήματα με τρεις παίκτες στη μεσαία γραμμή οι πλάγιοι μέσοι ορισμένες φορές αναπτύσσονται από τα πλευρά παράλληλα με το κεντρικό μέσο ή playmaker. Ακόμη πιο απαιτητικός είναι ο ρόλος του πλαγίου-αμυντικού. Ο πλάγιος-αμυντικός αναμένεται να καλύπτει τόσο την άμυνα (είναι ο τελευταίος παίχτης στα πλευρά της άμυνας) όσο και να προωθείται στην επίθεση. Ο ρόλος λοιπόν των πλαγίων μπορεί γενικά να συνδυάζει το ρόλο του πλευρικού επιθετικού και του πλευρικού μέσου ή να συνδυάζει το ρόλο του πλευρικού μέσου και του πλευρικού αμυντικού, ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε παιχνιδιού και του συστήματος που επιδιώκει να παίξει η ομάδα.
Ορισμένοι από τους σπουδαιότερους ακραίους της δεκαετίας 2001-10 ήταν, μεταξύ άλλων, οι Λουίς Φίγκο, Ράιαν Γκιγκς.
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ R. Rees, Cor van der Meer, Coaching Soccer Successfully, 2003.
Αυτό το λήμμα σχετικά με το ποδόσφαιρο χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |