Πολεμικές αποζημιώσεις, είναι, σύμφωνα με τους κανόνες του Διεθνού Δικαίου, το συνήθως χρηματικό ποσό που καλείται να καταβάλλει ο υπαίτιος της παράνομης πρόκλησης πολέμου, ο οποίος συνήθως είναι και ο ηττημένος της σύγκρουσης. Το κράτος που παράνομα ξεκίνησε πολεμική δράση οφείλει να καταβάλλει ως αποζημίωση για τις ζημιές που προκλήθηκαν ένα -συνήθως- χρηματικό ποσό, με σκοπό τον περιορισμό των ζημιών και των απωλειών που υπέστη το αμυνόμενο κράτος.[1]

Περιπτώσεις πολεμικών αποζημιώσεων

Επεξεργασία

Η Ρώμη επέβαλε μεγάλες αποζημιώσεις στην Καρχηδόνα μετά τον Πρώτο και Δεύτερο Καρχηδονιακό Πόλεμο.[2]

Ορισμένες πολεμικές αποζημιώσεις προκάλεσαν αλλαγές στη νομισματική πολιτική. Για παράδειγμα, οι αποζημιώσεις που κατεβλήθησαν από τη Γάαλλία μετά τον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην απόφαση της Γερμανίας να υιοθετήσει τον κανόνα του χρυσού.

Μετά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, η ηττημένη Ελλάδα αναγκάστηκε να καταβάλλει υπέρογκα ποσά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (4 εκατομμύρια λίρες). Η Ελλάδα, η οποία είχε ήδη χρεοκοπήσει, αναγκάστηκε να προβεί στην εποπτεία των δημόσιων οικονομικών της από τη ΔΟΕ.

Η Γερμανία ήταν η κατ’ εξοχήν ηττημένη χώρα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και έφερε την υποχρέωση να καταβάλλει αποζημιώσεις στους συμμάχους, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Στη Παρισίου, το 1945, η Ελλάδα έλαβε ποσοστό 7,05% επί των συγκεκριμένων αποδόσεων (25.000.000$) τα οποία κατεβλήθησαν κατά κόρον σε μηχανολογικό εξοπλισμό. Το 1953 αποφασίστηκε το κούρεμα του Γερμανικού χρέους προς την Ελλάδα κατά 60%.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. https://dspace.lib.uom.gr/bitstream/2159/24826/1/TsagiaEiriniMsc2020.pdf σελ.
  2. Livy. Ab urbe condita (The Early History of Rome, books I–V, and The History of Rome from its Foundation, books XXI–XXX: The War with Hannibal), London; Penguin Classics, 2002 and 1976.