Πύλη:Γεωλογία/Επιλεγμένη εικόνα
Ο σιδηροπυρίτης (αγγλ. pyrite) είναι θειούχο ορυκτό του σιδήρου. Η ονομασία του προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις «σίδηρος» και «πυρ», επειδή πιστευόταν ότι γεννά πυρ (φωτιά), καθώς παρήγαγε σπίθες, όταν τριβόταν σε σκληρές μεταλλικές επιφάνειες. Ο όρος παρέμεινε και διεθνοποιήθηκε, αν και παλαιότερα αναφερόταν σχεδόν σε όλα τα μικτά θειούχα. Παλαιότερα ονομαζόταν και ψευδοχρυσός (αγγλ. "fools gold"), λόγω του χρώματός του, που μοιάζει με αυτό του αυτοφυούς χρυσού, από τον οποίο, ωστόσο, διακρίνεται εύκολα λόγω της πολύ μεγαλύτερης σκληρότητάς του (6,5 έναντι 2,5 του χρυσού) και της μέλαινας γραμμής κόνεως (η του χρυσού είναι κίτρινη).