Καθολική Εκκλησία στην Αλβανία

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία της Αλβανίας αποτελεί τμήμα της παγκόσμιας Καθολικής Εκκλησίας, πνευματικός ηγέτης της οποίας είναι ο Πάπας και η κουρία της Ρώμης.

Ένας από τους Καθολικούς Καθεδρικούς των Τιράνων.

Ποσοστό περίπου 16.8%-17% επί του αλβανικού πληθυσμού είναι καθολικού θρησκεύματος — η τρίτη μεγαλύτερη θρησκευτική κοινότητα μετά το Ισλάμ και τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό.[1][2] Περισσότεροι από 10,000 Αλβανοί Καθολικοί εντοπίζονται στο Νότιο Μαυροβούνιο, υπό αλβανική διοίκηση. Η συγκεκριμένη περιοχή θεωρείται τμήμα της περιοχής της Ορεινής Μαλσίας, όπου εντοπίζονται πέντε κοινότητες Καθολικών. Η περιοχή διασπάστηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στη χώρα υπάρχουν πέντε διακονίες, στις οποίες περιλαμβάνονται και δύο αρχιδιακονίες μαζί με μια Αποστολική Διοίκηση που καλύπτει το νότιο τμήμα της Αλβανίας.

Επί τέσσερεις αιώνες, οι Αλβανοί Καθολικοί υπερασπίστηκαν την πίστη τους με την βοήθεια:

  • Των Φραγκισκανών ιεραποστόλων, κυρίως από τα μέσα του 17ου αιώνα, όταν ξεκίνησαν οι θρησκευτικές διώξεις από τον Οθωμανικό ζυγό, προκαλώντας κινητοποιήσεις στα χωριά της Αλβανίας, κυρίως εντός του ελληνικού πληθυσμού.
  • Του Κολλεγίου της Προπαγάνδας στην Ρώμη, το οποίο δραστηριοποιήθηκε έντονα στην θρησκευτική και πνευματική υποστήριξη των Αλβανών Καθολικών. Στη διάρκεια του 17ου και του 18ου αιώνα, πιο συγκεκριμένα, εκπαίδευε νέους κληρικούς, ώστε αυτοί να υπηρετήσουν σε αποστολές στην Αλβανία, συμβάλλοντας στην βοήθεια του τοπικού πληθυσμού, αλλά και στην χρήση των εκκλησιών.
  • Της Αυστριακής Κυβέρνησης, η οποία χορηγούσε, περίπου, πέντε χιλιάδες δολλάρια ετησίως για τις αλβανικές ιεραποστολές, στα πλαίσια του ρόλου της ως Προστάτιδας Δύναμης των Χριστιανικών Κοινοτήτων υπό Τουρκικό ζυγό. Σχετικά με το ενδιαφέρον της Αυστρίας για την Αλβανία, αξίζει να αναφερθεί πως ήταν ο Αυστριακός πρέσβης αυτός που πέτυχε να εξασφαλίσει από τον Σουλτάνο το Berat, ή δημόσιο έγγραφο διορισμού, για τους Καθολικούς επισκόπους της Αλβανίας.[3]

Η εκκλησιαστική νομοθεσία των Αλβανών μεταρρυθμίστηκε από τον Πάπα Κλήμη ΙΑ΄, ο οποίος πραγματοποίησε εκκλησιαστική επίσκεψη (1763) στην Αρχιεπισκοπή του Αντιβάρι, με το τέλος της οποίας διεξήχθη εθνική σύνοδος. Οι αποφάσεις της τυπώθηκαν από την Προπαγάνδα (1705), και ανανεώθηκαν το 1803.[4] Το 1872, ο Πίος Θ΄ συγκάλεσε μία δεύτερη εθνική σύνοδο, η οποία έλαβε χώρα στο Σκουτάρι, με θέμα την βελτίωση της λαϊκής και εκκλησιαστικής ζωής.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Μαΐου 2013. Ανακτήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2012. 
  2. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Μαΐου 2008. Ανακτήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2012. 
  3. Neber, in K. L., XI, 18, 19
  4. Coll. Lucensis Conc. Recent., I, 283 sq