Σεκούτωρ
Ο σεκούτωρ (λατιν. Secutor) ήταν τύπος μονομάχου στην Αρχαία Ρώμη.
Η ονομασία προέρχεται από το ρήμα sequor, που σημαίνει ακολουθώ ή καταδιώκω. Ο τύπος του σεκούτορα αποτελούσε εξέλιξη και ήταν παρόμοιος στον εξοπλισμό με τον μυρμίλλων. Ήταν εξοπλισμένος με κράνος, σκούτουμ (ασπίδα), περικνημίδα στο αριστερό πόδι, χάλκινο προστατευτικό μανίκι στο δεξί χέρι και σπαθί. Η διαφορά μεταξύ τους βρισκόταν στο κράνος το οποίο φορούσαν. Το χαρακτηριστικό κράνος ενός σεκούτορα ήταν ωοειδές στο σχήμα με λεία επιφάνεια και με πολύ μικρές οπές για τα μάτια ώστε να αποφεύγονται τα χτυπήματα του αντιπάλου. Το σχήμα του θύμιζε κεφάλι ψαριού.[1]
Οι σεκούτορες στους αγώνες ήταν ειδικευμένοι να αντιμετωπίζουν τους ρετιάριους, οι οποίοι ήταν οπλισμένοι με τρίαινα, δίχτυ και ξιφίδιο. Εμφανίστηκαν στο πρώτο μισό του 1ου αιώνα μ.Χ., οπότε αναφέρεται από τον ιστορικό Σουητώνιο πως ο αυτοκράτορας Καλιγούλας απολάμβανε να παρακολουθεί αγώνες μεταξύ σεκουτόρων και ρετιάριων γιατί μπορούσε να βλέπει τα πρόσωπα των ρετιάριων όταν σκοτώνονταν. Σκοπός του ρετιάριου ήταν να εκμεταλλευτεί την ευλυγισία του και την ταχύτητά του ώστε να παγιδέψει το σεκούτορα με το δίχτυ του και στη συνέχεια να τον αποτελειώσει. Ο σεκούτωρ προσπαθούσε να καταδιώξει και να πιέσει τον αντίπαλό του με την ασπίδα του και στη συνέχεια να τον χτυπήσει με το σπαθί του, πολεμώντας δηλαδή με τον τρόπο ενός Ρωμαίου λεγεωνάριου. Ο σεκούτωρ ήταν ο τύπος μονομάχου που αγαπούσε ιδιαίτερα ο αυτοκράτορας Κόμμοδος, ο οποίος συμμετείχε συχνά ο ίδιος σε αγώνες πολεμώντας ως τέτοιος. Αναφέρεται ότι κατόρθωσε να νικήσει σε χίλιους αγώνες αντιμετωπίζοντας ρετιάριους.[2]