«Σκυφάτο» είναι όρος ο οποίος χρησιμοποιείται συχνά στη νομισματολογία για να περιγράψει τα κοιλόκυρτα βυζαντινά νομίσματα του 11ου-14ου αιώνα.[1]

Η χρήση αυτή ξεκίνησε κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα, όταν ο όρος, που εμφανίζεται σε νοτιοϊταλικά έγγραφα χρονολογούμενα από τον 11ο και 12ο αιώνα, εσφαλμένα ερμηνεύτηκε ως προερχόμενος από την ελληνική λέξη «σκύφος». Στην πραγματικότητα, ο συγκεκριμένος όρος πιθανώς προέρχεται από την αραβική λέξη shafah, «άκρη, χείλος», ενώ αναφέρεται στα διακριτικά και εμφανή άκρα των πρώιμων ισταμένων χρυσών νομισμάτων.[2] Λόγω της συγκεκριμένης παρανόησης, ο όρος «σκυφάτο» χρησιμοποιήθηκε έκτοτε σε ευρεία κλίμακα για τον ορισμό των κοίλων χρυσών, αργυρών και χάλκινων νομισμάτων της ύστερης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καθώς και παρόμοια νομίσματα από άλλα κράτη που βασίστηκαν στα βυζαντινά νομίσματα. Ο ορθός όρος για τα εν λόγω νομίσματα είναι «τραχέα»,[3] που ήταν και ο σύγχρονος όρος που χρησιμοποιούσαν και οι Βυζαντινοί.[4]

Δείγματα σκυφάτων Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Grierson, Philip (2007). Βυζαντινή νομισματοκοπία. Μτφρ. Μαλαδάκης, Βαγγέλης. Αθήνα: ΜΙΕΤ. σελ. 82. 
  2. Grierson 1999, σελ. 59; Kazhdan 1991, σελ. 1857.
  3. Kazhdan 1991, σελίδες 1857, 2101.
  4. Grierson, Philip (2007). Βυζαντινή νομισματοκοπία. Μτφρ. Μαλαδάκης, Βαγγέλης. Αθήνα: ΜΙΕΤ. σελ. 15. 

Πηγές Επεξεργασία