Το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Λιθουανίας (λιθουανικά: Lietuvos Respublikos Konstitucija) αποτελεί την ανώτατη νομοθετική πράξη της χώρας και εγκρίθηκε με δημοψήφισμα στις 25 Οκτωβρίου 1992.[1]

Το Ανώτατο Σοβιέτ της Λιθουανικής ΣΣΔ διακήρυξε την ανεξαρτησία της Λιθουανίας από τη Σοβιετική Ένωση στις 11 Μαρτίου 1990. Την ίδια ημέρα εξέδωσε ένα προσωρινό σύνταγμα, την λεγόμενη Προσωρινή Βασική Νομοθεσία.[2] Η Νομοθεσία αυτή θέσπισε ένα πλαίσιο για το νέο κράτος, με εγγύηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και θέσπιση κανόνων δημοκρατικών διαδικασιών. Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο ετών, πραγματοποιήθηκαν οι εργασίες για την κατάρτιση ενός νέου συντάγματος. Στα τέλη του 1991, το Ανώτατο Συμβούλιο θέσπισε μια επιτροπή επιφορτισμένη να προετοιμάσει το σχέδιο του συντάγματος. Η προκύπτουσα πρόταση εγκρίθηκε από το Ανώτατο Συμβούλιο τον Οκτώβριο του 1992 και ακολούθησε δημοψήφισμα που επικύρωσε την υιοθέτησή του.[3]

Θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και δημοκρατικές αρχές, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας της σκέψης, της πίστης και της συνείδησης, κατοχυρώνονται στο σύνταγμα, το οποίο επιτρέπει τη θρησκευτική διδασκαλία στα δημόσια σχολεία. Εκτός από τα προσωπικά, πολιτικά και θρησκευτικά δικαιώματα, το Σύνταγμα διασφαλίζει και τα κοινωνικά δικαιώματα. Σε αυτά περιλαμβάνονται η δωρεάν ιατρική περίθαλψη, οι συντάξεις γήρατος, τα επιδόματα ανεργίας και η υποστήριξη προς οικογένειες και παιδιά.[4]

Παραπομπές Επεξεργασία