Τα απομνημονεύματα του Μπάρρυ Λύντον

μυθιστόρημα του Ουίλλιαμ Θάκερυ

Τα απομνημονεύματα του Μπάρρυ Λύντον (αρχικός αγγλικός τίτλος: The Luck of Barry Lyndon) είναι μυθιστόρημα του Βρετανού συγγραφέα Ουίλλιαμ Θάκερυ, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες σε λογοτεχνικό περιοδικό το 1844 ως Η τύχη του Μπάρρυ Λύντον. Το βιβλίο εκδόθηκε σε δύο τόμους το 1852–53 με τον οριστικό τίτλο, αν και συχνά εκδίδεται με τον αρχικό ή ως Μπάρρυ Λύντον. [2]

Τα απομνημονεύματα του Μπάρρυ Λύντον
ΣυγγραφέαςΟυίλλιαμ Θάκερυ
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1844
LC ClassOL16307W[1]

Πρόκειται για ένα ιστορικό, σατιρικό, πικαρέσκο και περιπετειώδες μυθιστόρημα που αφηγείται, σε μορφή φανταστικών απομνημονευμάτων, την κοινωνική άνοδο και πτώση ενός αριβίστα και ανήθικου ανθρώπου, πρόθυμου να κάνει τα πάντα, ακόμη και τη χειρότερη βαρβαρότητα, για να πετύχει τους σκοπούς του, του Ιρλανδού τυχοδιώκτη Ρέντμοντ Μπάρρυ που ονομάστηκε Μπάρρυ Λύντον μετά τον γάμο του με την κόμισσα Λύντον. Η ιστορία και τα κατορθώματά του διαδραματίζονται το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα.

Το μυθιστόρημα αφηγείται ο ίδιος ο Μπάρρυ Λύντον, που είναι πεπεισμένος ότι είναι ο σπουδαιότερος και καλύτερος των ανθρώπων και παρουσιάζει τα γεγονότα όπως τα αντιλαμβάνεται, με συνεχή καυχησιολογία σε σημείο αφέλειας και ακούσιο αυτοσαρκασμό. Ωστόσο, χρησιμοποιώντας τον ως αφηγητή, ο Θάκερυ σατιρίζει την κοινωνία και ταυτόχρονα τον ίδιο τον αδίστακτο αντι-ήρωά του. Έτσι, ο Μπάρρυ εμφανίζεται και ως αντικείμενο και ως υποκείμενο της σάτιρας.

Το τελευταίο μέρος της ιστορίας, που αφορά τον ταραχώδη γάμο του, είναι σε μεγάλο βαθμό εμπνευσμένο από τη ζωή ενός πραγματικού χαρακτήρα, του Ιρλανδού τυχοδιώκτη Άντριου Ρόμπινσον Στόνει.[3]

Το 1975 το μυθιστόρημα διασκευάστηκε στην ταινία Μπάρι Λίντον σε σκηνοθεσία Στάνλεϊ Κιούμπρικ.[4]

Περίληψη υπόθεσης Επεξεργασία

Ο Ρέντμοντ Μπάρρυ του Μπάλιμπαρι, γόνος μια αριστοκρατικής αλλά κατεστραμμένης οικονομικά ιρλανδικής οικογένειας, φαντάζεται τον εαυτό του ως κύριο. Με την προτροπή της μητέρας του, μαθαίνει ό,τι μπορεί από ευγενικούς τρόπους και ξιφομαχία, αλλά αποτυγχάνει σε πιο επιστημονικά θέματα και τα Λατινικά, αποβάλλεται από το σχολείο μετά από έναν ακόμη καβγά. Σε ηλικία 15 ετών, στην αρχή του έργου ερωτεύεται παράφορα την ξαδέρφη του Νόρα, λίγα χρόνια μεγαλύτερή του, η οποία όμως αναζητά έναν προσοδοφόρο γάμο για να πληρωθούν τα οικογενειακά χρέη. Ο νεαρός καλεί σε μονομαχία τον υποψήφιο μνηστήρα της Νόρας, έναν ευκατάστατο Άγγλο αξιωματικό. Για να τον απομακρύνουν, τον κάνουν να πιστέψει ότι σκότωσε τον άνδρα, αν και το πιστόλι του είχε στην πραγματικότητα ψεύτικες σφαίρες, και έτσι αναγκάζεται να φύγει. [5]

Ο Ρέντμοντ καταφεύγει στο Δουβλίνο, όπου συναναστρέφεται με απατεώνες και σύντομα χάνει όλα του τα χρήματα. Καταδιωκόμενος από πιστωτές, κατατάσσεται στρατιώτης σε ένα σύνταγμα πεζικού του βρετανικού στρατού που κατευθύνεται στη Γερμανία κατά τη διάρκεια του Επταετούς Πολέμου.[6]

Όταν φθάνει στη Γερμανία, παρά την προαγωγή του σε δεκανέα, δεν θέλει να παραμείνει στον στρατό και προσπαθεί να λιποτακτήσει. Όταν ο υπολοχαγός του τραυματίζεται, ο Ρέντμοντ τον βοηθά να πάει σε ένα γερμανικό χωριό για θεραπεία. Πείθει τους ντόπιους ότι είναι ο πραγματικός υπολοχαγός και ο τραυματίας ο δεκανέας Μπάρρυ και ξεφεύγει. Ο Ρέντμοντ Μπάρρυ ταξιδεύει προς ένα ουδέτερο γερμανικό έδαφος, ελπίζοντας για καλύτερη τύχη.[7]

Η κακή του τύχη όμως συνεχίζεται, καθώς τον συνοδεύει στο δρόμο ένας Πρώσος αξιωματικός. Ο Γερμανός σύντομα συνειδητοποιεί ότι ο Ρέντμοντ είναι λιποτάκτης, αλλά αντί να τον παραδώσει στους Βρετανούς για να τον κρεμάσουν, τον φέρνει στον πρωσικό στρατό. Ο Ρέντμοντ υποφέρει στον πρωσικό στρατό ακόμη περισσότερο από όσο στον βρετανικό, αλλά οι στρατιώτες παρακολουθούνται προσεκτικά για να αποτραπεί η λιποταξία. Ο Ρέντμοντ συμμετέχει αναγκαστικά με τον στρατό του Φρειδερίκου στη Μάχη του Κούνερσντορφ, επιζώντας από θαύμα από μια καταστροφική επίθεση που διέλυσε τον πρωσικό στρατό. Γίνεται υπηρέτης του λοχαγού Πότσντορφ και εμπλέκεται στις ίντριγκες αυτού του κυρίου.

Μετά από αρκετούς μήνες, ένας άγνωστος που ταξιδεύει υπό αυστριακή προστασία φτάνει στο Βερολίνο. Ο Ρέντμοντ καλείται να κατασκοπεύσει τον άγνωστο, τον ηλικιωμένο ιππότη του Μπάλιμπερι. Καταλαβαίνει αμέσως ότι αυτός είναι ο θείος του, ένας τυχοδιώκτης που εξαφανίστηκε πριν από πολλά χρόνια. Ο θείος κανονίζει να φυγαδεύσει μυστικά τον ανιψιό του από την Πρωσία, κι αυτό γίνεται σύντομα. Οι δύο Ιρλανδοί και ένας συνεργός τους περιφέρονται στους αριστοκρατικούς κύκλους της Ευρώπης, ως επαγγελματίες χαρτοπαίκτες, κερδίζοντας χρήματα σε τυχερά παιχνίδια με τα πιο ανυπόληπτα μέσα και ξοδεύοντας αφειδώς.

Τελικά, καταλήγουν σε ένα δουκάτο της Ρηνανίας, όπου κερδίζουν σημαντικά χρηματικά ποσά και ο Ρέντμοντ καταστρώνει έξυπνα ένα σχέδιο για να παντρευτεί μια νεαρή κόμισσα. Και πάλι, η τύχη στρέφεται εναντίον του και μια σειρά περιστάσεων υπονομεύει το περίπλοκο σχέδιό του. Ο θείος και ο ανιψιός αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη Γερμανία.

Ενώ βρίσκονται στη Γαλλία, ο Ρέντμοντ γνωρίζει τη νεαρή κόμισα του Λίντον, μια εξαιρετικά πλούσια αρχόντισσα παντρεμένη με έναν πολύ μεγαλύτερο άνδρα με κακή υγεία. Έχει κάποια επιτυχία στις επιδιώξεις του, αλλά ο σύζυγός της δεν βιάζεται να εγκαταλείψει τη ζωή. Τελικά, επιστρέφει στην Αγγλία. Ο Ρέντμοντ είναι αναστατωμένος, αλλά περιμένει υπομονετικά. Όταν μαθαίνει ότι ο σύζυγος πέθανε, σπεύδει.

 
Στην ταβέρνα, πίνακας του Ουίλλιαμ Χόγκαρθ (περ. 1735)

Μέσα από μια σειρά από περιπέτειες, ο Ρέντμοντ γίνεται εραστής της κόμισσας του Λίντον, η οποία τον παντρεύεται προς μεγάλη δυσαρέσκεια της οικογένειάς της. Μετά τον γάμο, μετακομίζει στο οικογενειακό κάστρο της κόμισσας, το οποίο ανακαινίζει πλήρως με τεράστια έξοδα. Ο Ρέντμοντ παραδέχεται πολλές φορές κατά τη διάρκεια της αφήγησής του ότι δεν ελέγχεται από κανέναν και ξοδεύει ελεύθερα τα χρήματα της συζύγου του. Φροντίζει μερικούς που τον ευεργέτησαν στην παιδική ηλικία του στην Ιρλανδία και μερικούς συγγενείς του και μεταμορφώνεται στον πιο μοδάτο άντρα της περιοχής. Ωστόσο, κακομεταχειρίζεται τη γυναίκα του, τιμωρεί σκληρά και αλύπητα τον νεαρό γιο της λόρδο Μπούλινγκντον και ξοδεύει και στοιχηματίζει τα χρήματά της ενώ συγχρόνως διατηρεί διάφορες ερωτικές σχέσεις.[8]

Καθώς ο Αμερικανικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας ξεσπά, ο Μπάρι Λίντον (όπως αυτοαποκαλείται τώρα) δημιουργεί μια ομάδα στρατιωτών που θα σταλούν στην Αμερική. Κερδίζει επίσης μια θέση στο Κοινοβούλιο, εις βάρος των αριστοκρατών ξαδέρφων της γυναίκας του. Ωστόσο, η καλή του τύχη τον εγκαταλείπει ξανά: ο Μπάρρυ κατηγορείται ότι προσπάθησε να σκοτώσει τον θετό του γιο. Στη συνέχεια, το δικό του παιδί - ο 10χρονος Μπράιαν - σκοτώνεται σε ένα τραγικό ατύχημα στην ιππασία. Αυτό, σε συνδυασμό με τις άσκοπες και ασυλλόγιστες δαπάνες του Μπάρι, οδηγούν στην καταστροφή του.

Καθώς τα «απομνημονεύματα» τελειώνουν, η γυναίκα του, με τη βοήθεια του γιου της λόρδου Μπούλινγκντον, που τώρα έχει μεγαλώσει και θέλει να απαλλαγεί από τις θηριωδίες του πατριού του, τον χωρίζει. Τον αναγκάζουν να εξοριστεί στο εξωτερικό και του παραχωρείται ένα μικρό επίδομα που του επιτρέπει να ζει σε μέτρια πολυτέλεια με την ηλικιωμένη μητέρα του που τον φροντίζει. Μετά τον θάνατο της γυναίκας του, το επίδομα διακόπτεται, επιστρέφει στην Αγγλία, φυλακίζεται λόγω των χρεών του και περνά το υπόλοιπο της ζωής του στη φυλακή στο Λονδίνο, όπου πεθαίνει αλκοολικός και πρόωρα γερασμένος.[9]

Μετάφραση στα ελληνικά Επεξεργασία

  • Μπάρρυ Λύντον, μετάφραση: Ευαγγελία Σολωμού, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, 1981[10]

Παραπομπές Επεξεργασία