Η επιστημονική διαχείριση είναι θεωρία διαχείρισης που αναλύει και συνθέτει ροές εργασίας, και αποτελεί τη βάση της μαζικής παραγωγής. Ο κύριος στόχος του είναι η βελτίωση της οικονομικής αποδοτικότητας, ιδίως της παραγωγικότητας της εργασίας. Ήταν μια από τις πρώτες προσπάθειες εφαρμογής της επιστήμης στη μηχανική των διαδικασιών και στη διαχείριση. Η επιστημονική διαχείριση είναι μερικές φορές γνωστή ως Τεηλορισμός από τον ιδρυτή της, Φρέντερικ Τέηλορ, [1] που την εφάρμοσε στο εργοστάσιο παραγωγής αυτοκινήτων Ford.[2]

Ο Φρέντερικ Τέηλορ (1856–1915), κύριος εκπρόσωπος της επιστημονικής διαχείρισης

Ο Τέηλορ άρχισε την ανάπτυξη της θεωρίας στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1880 και της δεκαετίας του 1890 στο πλαίσιο των μεταποιητικών βιομηχανιών, ιδίως του χάλυβα. Η αιχμή της επιρροής της ήρθε το 1910.[3] Ο Τέηλορ πέθανε το 1915 και από τη δεκαετία του 1920, η επιστημονική διαχείριση ήταν ακόμα επιδραστική, αλλά είχε εισέλθει σε ανταγωνισμό και συγκρητισμό με αντιτιθέμενες ή συμπληρωματικές ιδέες. Η συγκεκριμένη θεωρία σχετίζεται με τον καταμερισμό των εργασιών με σκοπό την εξειδίκευση, την ταχύτερη παραγωγή, με όσο το δυνατόν μικρότερο κόστος και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Οι υπεύθυνοι παραγωγής- διευθυντές των εργοστασίων, αναλάμβαναν το διαχωρισμό των ρόλων, δηλαδή το αντικείμενο με το οποίο έπρεπε να ασχοληθεί ο κάθε εργάτης. Το κάθε άτομο εργαζόταν σε ένα συγκεκριμένο πόστο (π.χ. κατασκευή ρόδας αυτοκινήτου), μην έχοντας εικόνα για το υπόλοιπο έργο, μη γνωρίζοντας τι συμβαίνει στην υπόλοιπη παραγωγική διαδικασία και χωρίς να αντικρίζει ολοκληρωμένο το αποτέλεσμα[4].

Αν και η επιστημονική διαχείριση ως ξεχωριστή θεωρία ή σχολή σκέψης ήταν παρωχημένη από τη δεκαετία του 1930, τα περισσότερα από τα θέματα της εξακολουθούν να αποτελούν σημαντικά τμήματα της βιομηχανικής μηχανικής και διαχείρισης σήμερα. Αυτά περιλαμβάνουν τα παρακάτω: ανάλυση, σύνθεση, λογική, αισθησιαρχία, ηθική εργασίας, αποτελεσματικότητα και την εξάλειψη των αποβλήτων και άλλα.

Αξίζει να αναφερθεί ότι η συγκεκριμένη θεωρία πέρασε στα εκπαιδευτικά πλαίσια. Αναλυτικότερα, ο Τεϊλορισμός αποτελεί τα θεμέλια της Συμπεριφοριστικής προσέγγισης (μπιχεβιορισμός). Αναφορικά, στον συμπεριφορισμό συναντάμε τον θρυμματισμό της γνώσης, με σκοπό να παρέχεται στο υποκείμενο σε κομμάτια, δηλαδή μεμονωμένα και όχι ολοκληρωτικά. Έπειτα, στην συμπεριφοριστική προσέγγιση συναντάμε το φαινόμενο το άτομο που δέχεται τις γνώσεις να μην γνωρίζει εξ ολοκλήρου τη διαδικασία μάθησης και ο έλεγχός του να εξαρτάται μόνο από αυτούς που ορίζουν τα κομμάτια που θα μάθει. Ακόμη, η μάθηση επιτυγχάνεται όταν το υποκείμενο καταφέρει να ισορροπήσει τις αντιδράσεις του με τα ερεθίσματά του. Τέλος, για του λάτρεις του μπιχεβιορισμού δεν υπάρχου σχολικά φαινόμενα, όπως η βούληση, το υποκείμενο για αυτούς αντιμετωπίζεται ως άβουλο ον[5].

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Mitcham 2005, σελ. 1153 Mitcham, Carl and Adam, Briggle Management in Mitcham (2005) p. 1153
  2. Giddens, Anthony (2009). Κοινωνιολογία. Θεσσαλονίκη: Gutenberg. σελ. 420. 
  3. Woodham 1997, σελ. 12
  4. Coriat, Benjamin (1985). Ο εργάτης και το χρονόμετρο: Τεϊλορισμός - Φορντισμός και μαζική παραγωγή. Αθήνα: Εναλλακτικές Εκδόσεις. σελ. 194. 
  5. Μαρβάκης, Αθανάσιος (2014). Στρατηγικές και Πρακτικές Μάθησης. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο. σελ. 79-96.