Το πρόστιμο

μυθιστόρημα του Ζαν-Μαρί Λε Κλεζιό

Το πρόστιμο (γαλλικός τίτλος: Le Procès-verbal) είναι το πρώτο μυθιστόρημα του βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας Ζαν-Μαρί Λε Κλεζιό, που εκδόθηκε το 1963 από τις εκδόσεις Γκαλιμάρ. Αναφέρεται στις σκέψεις ενός μοναχικού, περιθωριακού άνδρα, και είναι μια ποιητική καταγγελία της κοινωνίας που αρνείται όποιον που δεν τηρεί τους κανόνες της.[1][2]

Το πρόστιμο
Εξώφυλλο έκδοσης του 1973
ΣυγγραφέαςΖαν-Μαρί Γκυστάβ Λε Κλεζιό
ΤίτλοςLe Procès-Verbal
ΓλώσσαΓαλλικά
Αγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1963
Πολιτιστικό κίνημαΝέο Μυθιστόρημα
Μορφήμυθιστόρημα
ΤόποςΝότια Γαλλία
ΒραβείαΤα 100 βιβλία του Αιώνα
LC ClassOL8837173M
Πρώτη έκδοσηAtheneum Books
Penguin Books
Simon & Schuster
ΕπόμενοLe Jour où Beaumont fit connaissance avec sa douleur

Το έργο εντάσσεται στο λογοτεχνικό κίνημα του Νέου Μυθιστορήματος και έλαβε το βραβείο Ρενοντό το έτος έκδοσής του. Περιλαμβάνεται στη θέση 72 στα 100 βιβλία του Αιώνα της εφημερίδας Le Monde.

Υπόθεση Επεξεργασία

Ένας τριαντάχρονος άνδρας, ο Αντάμ Πόλο, περιθωριοποιημένος από επιλογή, ζει μόνος σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι κοντά στην παραλία, ένα ζεστό καλοκαίρι στη Νότια Γαλλία. Τα μακριά μαλλιά και τα γένια του τον κάνουν να φαίνεται ζητιάνος. Πάσχει από αμνησία και δεν μπορεί να θυμηθεί αν ήταν ίσως λιποτάκτης από το στρατό ή αν έχει δραπετεύσει από ψυχιατρείο. Επισκέπτεται την πόλη σπάνια, περνάει την ώρα του κάνοντας ηλιοθεραπεία, παρατηρώντας το περιβάλλον και, κατά καιρούς, κατεβαίνει στη θάλασσα για να κάνει μπάνιο και να δει τους παραθεριστές. Συγχρόνως γράφει, γεμίζει ολόκληρα τετράδια, στα οποία εκφράζει τις φιλοσοφικές και μεταφυσικές του εμμονές (που αποτελούν το ουσιαστικό υλικό της ιστορίας). Μια σχέση τον δένει με μια νεαρή γυναίκα που ονομάζεται Μισέλ, αυτή θα ήθελε πολύ να τον βοηθήσει, αλλά δεν φαίνεται να μπορεί. Στη συνέχεια, η ιστορία εμβαθύνει στην περιγραφή πολλών καθημερινών γεγονότων: παιχνίδι μπιλιάρδου, συλλογισμοί, μπύρα σε καφέ, περπάτημα στην παραλία, περιπλανήσεις στους δρόμους.[3]

Η έλλειψη ανθρώπινης επαφής τον επηρεάζει και βιώνει άλλους τρόπους ύπαρξης μέσα από τα μάτια ενός σκύλου ή ενός αρουραίου, που του δημιουργούν έναν τρομακτικό κόσμο κραυγαλέων παραισθησιογόνων εμπειριών.

Μια μέρα, κατεβαίνει στη λεωφόρο και βγάζει λόγο. Η ανησυχητική του ρητορική καταλήγει στη σύλληψή του και τον εγκλεισμό του σε ένα ψυχιατρικό άσυλο. Εδώ δεν αισθάνεται πολύ άσχημα, μια επίσκεψη από φοιτητές ψυχολογίας γίνεται ευκαιρία για συζήτηση για θέματα μεταφυσικής, λογοτεχνίας και άλλα, αλλά κάθε προσπάθειά του να εξηγηθεί για άλλη μια φορά δεν βρίσκει την επιθυμητή αποδοχή. Αυτή είναι προφανώς η μοίρα του. Η ιστορία τελειώνει με τη θλιβερή και απελπιστική κατάσταση του Αντάμ Πόλο, ο οποίος αφού προσπάθησε μάταια να ζήσει, κατέληξε να τρελαθεί και να απορριφθεί από την κοινωνία. [4]

Απόσπασμα Επεξεργασία

Αποκομμένος από το παρελθόν του, από το μέλλον και τους ανθρώπους ελπίζει ότι θα πληρώσει για την «παραξενιά» του (παραξενιά που επιτρέπει μια νέα ματιά στον κόσμο) μέσω ενός «προστίμου»:

«Σίγουρα θα με κατηγορήσουν για πολλά πράγματα. Ότι έχω κοιμηθεί εκεί, στο πάτωμα, για μέρες, ότι λέρωσα το σπίτι, σχεδίασα στους τοίχους.... Θα κατηγορηθώ ότι έκοψα τριαντάφυλλα στον κήπο, ότι ήπια μπύρα σπάζοντας το λαιμό των μπουκαλιών στο περβάζι του παραθύρου: δεν έχει μείνει σχεδόν καθόλου κίτρινο χρώμα στο ξύλινο περβάζι. Φαντάζομαι ότι σύντομα θα πρέπει να βρεθώ στο δικαστήριο. Τους αφήνω αυτά τα σκουπίδια για διαθήκη. Χωρίς περηφάνια, ελπίζω ότι θα καταδικαστώ σε κάτι, ώστε να πληρώσω με όλο μου το σώμα για το λάθος της ζωής. Αν με ταπεινώσουν, αν με μαστιγώσουν, αν με φτύσουν στα μούτρα, θα έχω επιτέλους ένα πεπρωμένο, θα πιστέψω επιτέλους στον Θεό».[5]

Μετάφραση στα ελληνικά Επεξεργασία

Το πρόστιμο, εκδόσεις Σύγχρονη εποχή, 1992.

Παραπομπές Επεξεργασία