Η τσίκλα chicle (αγγλ. chicle) είναι φυσικό κόμμι που χρησιμοποιείται παραδοσιακά στην κεντρική Αμερική για την παρασκευή τσίχλας και άλλων προϊόντων. Μετά από πλήγωση, το κόμμι αυτό συλλέγεται -από την εποχή ακόμη των Αζτέκων και των Μάγια- από είδη μεσοαμερικανικών δέντρων του γένους Manilkara, ιδίως των ειδών M. zapota, M. chicle, M. staminodella και M. bidentata.[1][2]

Ώριμο δένδρο του γένους Manilkara, που έχει πληγωθεί από ιθαγενείς για την εκχύλιση και συλλογή της τσίχλας chicle (Μπελίζ 1917).

Στην αρχή κάθε δέντρο πληγώνεται περιφερειακά με χιαστί τύπου λαξεύσεις. Αυτό προξενεί παροξυσμό στο δέντρο και άμεση εκροή του φυσικού κόμμεος που συλλέγεται σε μικρές σακούλες στη βάση του.

Το ακατέργαστο συλλεχθέν κόμμι -που είναι λευκωπό και παχύρευστο ως υγρό- υφίσταται καταπόνηση και χτυπιέται συνεχόμενα (όπως γίνεται με το φυσικό λατέξ από το καουτσουκόδεντρο Hevea brasiliensis), για να αποδώσει τελικά την τσίκλα chicle.

Στη συνέχεια αυτή βράζεται μέχρι να αποκτήσει το σωστό μέγεθος και ιξώδες. Οι ντόπιοι της κεντρικής Αμερικής που συλλέγουν την chicle ονομάζονται τσικλέροι (ισπ. chicleros).

Ετυμολογία Επεξεργασία

Η λέξη chicle προέρχεται από τη λέξη Nahuatl για την τσίκλα, tzictli [ˈt͡sikt͡ɬi], το οποίο μπορεί να μεταφραστεί ως "κολλώδες υλικό", και στη λαϊκή γλώσσα ως τσίχλα. Εναλλακτικά, μπορεί να προέρχεται από τη λέξη των Μάγια, tsicte.[3]

Το chicle ήταν πολύ γνωστό στους Αζτέκους και στους Μάγια, ενώ οι πρώτοι Ευρωπαίοι άποικοι το εκτιμούσαν ιδιαίτερα για την ωραία του γεύση και την υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη. Η λέξη χρησιμοποιείται στην Αμερική και την Ισπανία για να αναφέρεται στην τσίχλα, chicle, κοινός όρος για αυτό στα ισπανικά και chiclete επίσης στα πορτογαλικά (τόσο στη Βραζιλία όσο και σε μέρη της Πορτογαλίας· άλλες περιοχές χρησιμοποιούν επίσης τον όρο chicla). Η λέξη έχει εξαχθεί και σε άλλες γλώσσες όπως την ελληνική, που αναφέρεται απλά ως τσίχλα (tsichla).

Ιστορική αναδρομή Επεξεργασία

Τόσο οι Αζτέκοι όσο και οι Μάγια την μασούσαν παραδοσιακά. Μασιόταν -καταρχήν- ως ένας τρόπος για να αποτρέψει την πείνα, να φρεσκάρει την αναπνοή αλλά και να διατηρήσει τα δόντια καθαρά.[4] Αυτή η τσίκλα χρησιμοποιήθηκε επίσης από τους Μάγια ως σφράγισμα για τις κοιλότητες των δοντιών.[5]

Ιστορικά, η εταιρεία Adams Chewing Gum Company υπήρξε εισαγωγέας και καταναλωτής αυτής της φυσικής πρώτης ύλης ώστε να το επεξεργαστεί για την παραγωγή τσίχλας.

Σε απάντηση ενός νόμου για τη μεταρρύθμιση της γης που ψηφίστηκε στη Γουατεμάλα το 1952, ο οποίος τερμάτισε τις φεουδαρχικές εργασιακές σχέσεις και απαλλοτρίωσε μη καλλιεργήσιμες εκτάσεις και τις απέδωσε στους ιθαγενείς και τους αγρότες, η εταιρεία William Wrigley διέκοψε το εμπόριο αγοράς των τσικλών στη Γουατεμάλα. Δεδομένου ότι αυτό προκάλεσε κοινωνική αναταραχή, η κυβέρνηση της χώρας αναγκάστηκε τότε να δημιουργήσει ένα μεγάλο πρόγραμμα βοήθειας για τους ντόπιους καλλιεργητές - συλλέκτες της τσίκλας.[6]

Μέχρι τη δεκαετία του 1960, οι μεγαλύτερες εταιρείες τσίχλας παγκοσμίως είχαν μεταπηδήσει από τη χρήση τσικλών chicle στην συνθετική που έχει με βάση το βουταδιένιο - το οποίο ήταν και φθηνότερο στην παρασκευή. Μόνο λίγες μικρές εταιρείες εξακολουθούν σήμερα να αξιοποιούν chicle - κυρίως για την εμπορική παραγωγή των Glee Gum, Simply Gum και Tree Hugger Gum.[7]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Mathews, Jennifer P. (2009). Chicle: The Chewing Gum of the Americas, From the Ancient Maya to William Wrigley. Tucson: University of Arizona Press. σελίδες 19–21. ISBN 0-8165-2821-7. 
  2. Chicle, Merriam-Webster.com. Retrieved 17 March 2011.
  3. Mexicolore article on chicle
  4. Mathews, Jennifer P. (2009). Chicle: The Chewing Gum of the Americas, From the Ancient Maya to William Wrigley. Tucson: University of Arizona Press. σελίδες 1–11. ISBN 0-8165-2821-7. 
  5. Harris, Kate (2009). Trees of Belize. Belize: Bay Cedar Publishing. σελ. 94. ISBN 978-0-9927582-0-2. 
  6. LaFeber, Walter (1993). Inevitable revolutions: the United States in Central America. New York: W.W. Norton. σελίδες 119. ISBN 0-393-30964-9. 
  7. Burks, Raychelle (6 August 2007). Chewing Gum: Popular confection began as a not-so-sweet treat from trees. 85, σελ. 36. doi:10.1021/cen-v085n032.p036. http://cen.acs.org/articles/85/i32/Chewing-Gum.html. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία

  •   Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Chicle στο Wikimedia Commons