Υπόθεση Νταούτ Χότζα (1940)

Η υπόθεση της δολοφονίας του αμφιλεγόμενου Αλβανού Νταούτ Χότζα (Camil Mulla Mulla Νταούτ Κεμάλ, Ήπειρος, Οθωμανική Αυτοκρατορία, 1895 – Αλβανία, 14 Ιουνίου 1940) αποτέλεσε, ως πρόσχημα, μία από τις αφορμές για την Ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας. Έως και τώρα οι συνθήκες του θανάτου του δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένες.

Ποιος ήταν ο Νταούτ Χότζα Επεξεργασία

Σύμφωνα με την κρατούσα εκδοχή, ο Χότζα ήταν ένας φυγόδικος επικίνδυνος κακοποιός τον οποίον η ελληνική κυβέρνηση είχε επικηρύξει, αφού ήταν καταζητούμενος για φόνους και ληστείες που διέπραξε κυρίως στην περιοχή της Ηπείρου, επί 20 συνεχή έτη.

Η δολοφονία του Χότζα Επεξεργασία

Στις 14 Ιουνίου 1940, ο Χότζα, ο οποίος φέρεται να συνεργαζόταν ως πληροφοριοδότης με τις Ιταλικές αρχές κατοχής στην Αλβανία, μετέβη μαζί με τον σωματοφύλακά του σε ένα βοσκότοπο του οποίου είχε την ευθύνη της φύλαξης (ήταν δασοφύλακας), πιθανότατα κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα. Εκεί συνάντησε δύο νεαρούς Αλβανούς τσοπάνους που φύλαγαν τα μαντριά των ζώων, τον 24χρονο Ηλία Φότο και τον ανήλικο (17 ετών) Πίλο Κότσο, που κατάγονταν από το χωριό Μούρσι. Κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες ο Χότζα καυγάδισε με τους δύο νεαρούς, οι οποίοι εν-συνεχεία, τον σκότωσαν χτυπώντας τον, ενώ εκείνος κοιμόταν, με μπαλτάδες. Οι δύο δράστες, μετά την πράξη τους, κατέφυγαν μέσω θαλάσσης στην Κέρκυρα, όπου παραδόθηκαν στις ελληνικές αρχές. Κατά την ανάκριση ομολόγησαν το έγκλημά τους και η Ελλάδα ενημέρωσε, άμεσα, τις Ιταλικές αρχές της Αλβανίας, ενώ οι δολοφόνοι παραδόθηκαν σε αυτές μαζί με τα στοιχεία της δικογραφίας τους, κατόπιν σχετικού αιτήματος έκδοσης που υπέβαλε το Αλβανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης.

Προπαγάνδα από την Ιταλική πλευρά Επεξεργασία

Σχεδόν δύο μήνες μετά το περιστατικό, στις 10 Αυγούστου 1940, η Αλβανία ανακοίνωσε με λιτό τρόπο την είδηση, όμως την επόμενη μέρα ξεκίνησε η εκμετάλλευση της δολοφονίας από τα προπαγανδιστικά όργανα των Ιταλικών αρχών, μέσω πρωτοσέλιδων δημοσιευμάτων των Ιταλικών εφημερίδων[1] [2]. Σε αυτά, αναφερόταν ότι ο Νταούτ Χότζα, ένας «μεγάλος Αλβανός πατριώτης» (ουσιαστικά περιγραφόταν ως διωκόμενος πολιτικός πρόσφυγας) που αγωνιζόταν για την απελευθέρωση της Τσαμουριάς, είχε δολοφονηθεί μέσα σε Αλβανικό έδαφος και πλησίον της μεθορίου από δύο πράκτορες της Ελλάδας[3]. Μάλιστα, στα άρθρα περιγράφονταν η διαπόμπευση του κομμένου κεφαλιού του νεκρού στα χωριά της Ηπείρου. Επίσης, στα δημοσιεύματα περιέχονταν απειλές κατά της Ελλάδας, με παραπομπή στα γεγονότα της Κέρκυρας (1923) μετά τη δολοφονία του μέλους της επιτροπής χάραξης Ελληνο-Αλβανικών συνόρων, Ιταλού αξιωματικού Ενρίκο Τελίνι και μελών της συνοδείας του. Στις 14 Αυγούστου το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων απάντησε στα Ιταλικά δημοσιεύματα με μακροσκελή ανακοίνωση, στην οποία αναφερόταν ότι η Ελλάδα δεν είχε σχέση με τη δολοφονία, ενώ δημοσιεύονταν το βεβαρυμένο ποινικό μητρώο του θύματος που αποτελούνταν από επτά συνολικά, καταδίκες του για φόνους και άλλα εγκλήματα. Καθώς οι Ιταλοί δημοσιογράφοι του πρακτορείου «Στέφανι» άφηναν σαφείς αιχμές για καταπάτηση των δικαιωμάτων των μειονοτικών Αλβανικών πληθυσμών της περιοχής της Ηπείρου, η Ελλάδα απάντησε ότι σεβόταν τις συμφωνίες που είχαν υπογραφεί περί καθορισμού των συνόρων της με την Αλβανία και επισήμαινε επιπλέον ότι οι μουσουλμάνοι της Ηπείρου είχαν, για ανθρωπιστικούς λόγους, εξαιρεθεί από τη συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας[4].

Παραπομπές Επεξεργασία