Χρήστης:ΛΕΣΧΗ ΠΛΩΜΑΡΙΟΥ ΒΕΝΙΑΜΙΝ ΛΕΣΒΙΟΣ/πρόχειρο

οοοοοοοοοοοοο Επεξεργασία

Από κει η Φάλαγγα κατευθύνθηκε στη Θερμή, όπου και στρατωνίστηκε σε σχολεία, εκκλησίες και σπίτια. Την επομένη η Φάλαγγα στράφηκε δυτικά και ύστερα από εξαντλητική πορεία μέσω δύσβατων λόφων στρατοπέδευσε στην περιοχή των Λάμπου Μύλων, όπου και εντάχθηκε στο αριστερό κέρας κρούσεως υπό τις διαταγές του ταγματάρχη πεζικού Αλ. Μανουσάκη

Το σχέδιο προέβλεπε, η επίθεση εναντίον του οθωμανικού στρατοπέδου στον Κλαπάδο να γίνει με τη μέθοδο της «τανάλιας», τη μία λαβή της οποίας θα αποτελούσε το αριστερό κέρας υπό τον Μανουσάκη, και την άλλη το δεξιό κέρας υπό τον ταγματάρχη πεζικού Παυλόπουλο. Πράγματι το αριστερό κέρας με τη Λεσβιακή Φάλαγγα στις τάξεις της μέσω Λάμπου Μύλων, Κρυονερίου, και Αρίσβης, όπου απώθησε τουρκικά αποσπάσματα προκαλύψεως, εισήλθε θριαμβευτικά στην Καλλονή. Ένας δραστήριος ιερέας της εποχής, ο παπά Γιώργης Ράλλης, καταγράφει το εξής συγκλονιστικό στιγμιότυπο που έλαβε χώρα κατά την είσοδο της Λεσβιακής Φάλαγγας στην Καλλονή: «Εμείς, μικρά παιδάκια, από το παράθυρο φωνάζαμε ζήτω - ζήτω σαν τρελά με κίνδυνο να πέσουμε απ’ το παράθυρο. Ένας μέσα απ’ τη Λεσβιακή Φάλαγγα, που με είδε στο παράθυρο και με άκουσε να φωνάζω σήκωσε το χέρι του και με χαιρέτισε «γεια σου μικρέ μου γειά σου» Ο παππούς μου καθόταν όρθιος στο μαγαζί του, χειροκροτώντας και φωνάζοντας και κείνος ζήτω. Ένας έφιππος αξιωματικός, που περνούσε δίπλα του, έσκυψε από το άλογό του και αρπάζοντας βιαστικά το φέσι απ’ το κεφάλι του γέρου παππού μου, το πέταξε κάτω στο καλντερίμι λέγοντας: «δεν είσαι Τούρκος πια πατέρα. Είσαι Έλληνας ελεύθερος». Και λίγο πιο κάτω ένας άλλος πατέρας αναγνώριζε ανάμεσα στους στρατιώτες της Λεσβιακής Φάλαγγας τον ξενιτεμένο του γιο. Στο ημερολόγιο καταγράφοταν η ημερομηνία 4 Δεκεμβρίου 1912. 
Την ίδια μέρα το δεξιό κέρας εισερχόταν στην Αγία Παρασκευή και στρατοπέδευε στην περιοχή Παλαιόκαστρο,  ενώ το αριστερό καταλάμβανε τα Δάφια και στρατοπέδευε στην περιοχή της Μονής Λειμώνος, όπου την επόμενη μέρα διεξήχθησαν αψιμαχίες μεταξύ της Φάλαγγας και τουρκικών δυνάμεων. 
Στις 6 Δεκεμβρίου εκδόθηκε η διαταγή της έναρξης των τελικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με την οποία τα δύο στρατιωτικά σώματα άρχισαν να προωθούνται προς το οθωμανικό στρατόπεδο του Κλαπάδου, το δεξιό τμήμα του καταλαμβάνει τη στρατηγική θέση Πετσοφά και λίγο αργότερα το λόφο Σκοτεινοβούνι, απ’ όπου οι θέσεις των τουρκικών δυνάμεων βομβαρδίζονταν συνεχώς από  τα ελληνικά πυροβόλα.   
Ο ανηλεής βομβαρδισμός, τον οποίο συμπλήρωναν και οι βολές των κανονιών των ελληνικών πολεμικών πλοίων που είχαν αγκυροβολήσει στον όρμο της Πέτρας, συνεχίστηκαν και την επόμενη μέρα, με αποτέλεσμα στις 12.30 μετά τα μεσάνυχτα της 8ης Δεκεμβρίου 1912 ο διοικητής των τουρκικών δυνάμεων ταγματάρχης Αβδούλ Γκανή μπέης να αποστείλει στα ελληνικά στρατεύματα αίτηση παραδόσεως. Το πρωτόκολλο παραδόσεως των δυνάμεων κατοχής υπογράφηκε το Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 1912 στις 11.00 π.μ. στο ύψωμα Πετσοφάς. 

(ΕΔΩ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΠΕΙ Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΓΡΑΦΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΛΕΙΜΏΝΟΣ) Ωστόσο η τελευταία εκκαθαριστική επιχείρηση του 1912 στην οποία έλαβαν μέρος οι άνδρες της Λεσβιακής Φάλαγγας, πραγματοποιήθηκε στις ευρύτερες περιοχές του Πλωμαρίου και του Πολιχνίτου μετά τις 16 Δεκεμβρίου, με στόχο των αφοπλισμό τουρκικών ανταρτικών ομάδων που είχαν καταφύγει στις περιοχές αυτές. Συγκεκριμένα 65 περίπου άνδρες με τον διοικητή τους υπολοχαγό Π. Δρίτσα, παρέμειναν στο Πλωμάρι, άλλοι 50 περίπου υπό τη διοίκηση ενός λοχία μετέβησαν στο Μεγαλοχώρι και τέλος άλλοι 75 περίπου υπό τη διοίκηση ενός επιλοχία στρατοπέδευσαν στον Πολιχνίτο. Η υποδοχή που επιφυλάχθηκε στους άνδρες της Φάλαγγας στο Πλωμάρι ήταν για μια ακόμα φορά μεγαλειώδης. Για να σχηματίσει κανείς εικόνα των στιγμών αυτών, αρκεί ένα μικρό απόσπασμα από την προσφώνηση του διδασκάλου Ι. Πόρτογλου προς το διοικητή και τους άνδρες της Φάλαγγας, που αντανακλά την ευγνωμοσύνη όλων των Λεσβίων, προς όλους εκείνους τους άνδρες, πολίτες και στρατιώτες, αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, επώνυμους και ανώνυμους, Λέσβιους και μη Λέσβιους, που έχασαν ή ρίσκαραν τη ζωή τους στον απελευθερωτικό αγώνα του 1912, αγώνα, που αν δεν ήταν νικηφόρος, δεν θα απολαμβάναμε εμείς σήμερα τα αγαθά της ελευθερίας. «Τιμή και Δόξα εις σας, ότι υπείκοντες εις την φωνήν της μητρός πατρίδος εγκαταλείψατε τα πάντα, διαπλεύσατε τον ατέρμονα ωκεανόν , σπεύδοντες μετ’ ενθουσιασμού να χύσετε το αίμα σας υπέρ της ελευθερίας μας, υπέρ του μεγαλείου και της δόξης της Ελλάδος μας…. Τιμή και Δόξα εις σας, ευγενείς βλαστοί της ευάνδρου Λέσβου, ότι ήλθετε να συμπολεμήσετε με τας λεγεώνας των γενναίων της δοξασμένης Ελλάδος μας,,, Γενναίοι Αξιωματικοί της Λεσβιακής Φάλαγγος η πόλις μας θεωρεί υψίστην τιμήν υποδεχομένη υμάς και σας χαιρετίζει θερμώς ευγνωμονούσα εκ βάθους καρδίας ότι ανελάβετε με τοιούτον ζήλον την στρατιωτικήν διαπαιδαγώγησιν των φιλτάτων μας τέκνων και ωδηγήσατε αυτούς εις τα πεδία των μαχών υπέρ της λεσβιακής ελευθερίας…. Ζήτω η λεσβιακή Φάλαγξ… Ζήτω ο ένδοξος στρατός μας και το γενναίον ναυτικόν μας». (Το παραπάνω κείμενο βασίσθηκε σε στοιχεία που λήφθηκαν από διάφορα ιστορικά κείμενα μεταξύ των οποίων εκείνα που παραχώρησε ευγενώς το 2007 για τον εορτασμό της επετείου ο δρ φιλολογίας Στρατής Αναγνώστου.) (Η ΑΠΟΒΑΣΗ ΤΟΥ ΣΤΟΛΟΥ ΣΤΗ ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΚΑΙ Η «ΛΕΣΒΙΑΚΗ ΦΑΛΑΓΞ», του Ξενοφώντα Ε. Μαυραγάνη) Ενότητα 6η : Χρονογράφοι και αναφορές για τα γεγονότα της Λέσβου και γραπτές μαρτυρίες Ηλίας Βενέζης: Ο Ηλίας Βενέζης έκανε αναφορά και περιγραφή των πολεμικών γεγονότων από την Εφταλού. Αναφέρει τα έξής: «Το τουρκικό περιπολικό φάνηκε σήμερα πολύ πρωί, ανοιχτά απ’ την Εφταλού. Σε λίγο καβατζάρανε τον κάβο Μπαμπά με πλώρ τον Αδραμυτινό κόλπο, τρία ακόμα πολεμικά. Πλέανε κοντά στη στεριά της Τουρκίας και οι σιλουέτες τους γράφονταν δυσδιάκριτα πάνω στα βουνά της Ανατολής. Οι μέρες είναι δύσκολες, οι Τούρκοι απειλούν να χτυπήσουν την Κύπρο, τα νησιά του βορεινού Αιγαίου. Οι κάτοικοι της Εφταλούς έχουν κλειστεί στο Μόλυβο, για ασφάλεια. Στην Εφταλού είναι καταμόναχος ο μπάρμπα Φώτης. Κοιτά την πορεία των τουρκικών πολεμικών, δεν έχει φόβο στην καρδιά του, μόνο ψυθιρίζει: «Να έρχεται ο πόλεμος; Να κινδυνεύει το νησί μας να πέσει πάλι στα χέρια τους;» Αναθυμάται τη μέρα της ελευθερίας, όταν ο ελληνικός στόλος κατ’ έλαβε το νησί στους βαλκανικούς πολέμους. Βρισκόταν, λέει, στο Κάστρο, στη Μυτιλήνη. Αυτός πρωτοείδε τον «Αβέρωφ», που ερχόταν απ’ το Μούδρο. «Να είναι πάλι κίνδυνος να πέσουμε στα χέρια τους; Μπορεί να γίνει πάλι πόλεμος;» Αναλογίζεται τους πολέμους που έζησε, τους σκοτωμένους και τους λαβωμένους συμπολεμιστές του, τις ρημαγμένες φαμίλιες. «Παναγιά μου, Πετρανή, βοήθησέ μας…» Τον βρήκα μόνον, να περιμένει βοήθεια από την Παναγιά της Πέτρας. -Λες να γίνει πόλεμος; -Όχι δε θα γίνει. -Λες να έχει φόβο το νησί μας; Τώρα δε βρίσκεται στο νησί μήτε ένας Τούρκος. Πώς γίνεται να θένε να πάρουν ένα νησί πέρα για πέρα ελληνικό; -Δε θα το πάρουν μπάρμπα Φώτη. Δε γίνεται. Βγάλε το φόβο από πάνω σου. Βγάλε τα γεράματα από μέσα σου. -Τα γεράματα είναι στο κορμί, δεν είναι στη ψυχή. Μπορώ και ζω παντέρμος στην Εφταλού, το καταχείμωνο, μόνο γιατί η ψυχή μου είναι ολόρθη, όπως στη νιότη μου. Τότε που ανεβασμένος στο κάστρο της Μυτιλήνης, ξάγρυπνος όλη τη νύχτα, είδα τα χαράματα, εγώ πρώτος κι έτρεξα να φέρω το μαντάτο στον Δεσπότη τον Κύριλλο; « Έρχεται ο στόλος! έρχεται η Ελλάδα!» Έτσι καταμόναχοι στην Εφταλού αυτές τις μέρες, που το πνεύμα του πολέμου πνέει πάνω στο μανιασμένο Αιγαίο, ο μπάρμπα Φώτης κι εγώ ανασκαλεύουμε το χρονικό των λεσβιακών εκείνων ημερών του 1912: Ώρα 7 μ.μ. της 7ης Νοεμβρίου 1912. Ο Στόλος υπό τον ναύαρχον Παύλον Κουντουριώτην ξεκίνησε απ’ το ορμητήριο του Μούδρου. Έπλεε κατά την ακόλουθη τάξη, όπως τα αφηγείται ο αντιναύαρχος Φωκάς, νεαρός τότε αξιωματικός, που ήταν πάνω στον «Αβέρωφ»; «Εμπρός και εις απόστασιν δύο μιλίων τα αντιτορπιλικά Νίκη και Ασπίς. Τα θωρηκτά Αβέρωφ, Ύδρα και Ψαρά εις μίαν στήλην εν γραμμή παραγωγής, εις άλλην στήλην δεξιά ο Κανάρης και ο Πέλοψ, τα τορπιλοβόλλα 12 και 14. Αριστερά της γραμμής των θωρηκτών ο Ιέραξ. Αι Σπέτσαι έπλεαν έξω της παρατάξεως, μέχρις επισκευής του πηδαλίου των, οπότε ανέλαβον την θέσιν των εις την γραμμήν». Ενώ ο Στόλος έπλεε προς τη Λέσβο, την ίδια εκείνη νύχτα ο Μητροπολίτης Κύριλλος αγρυπνούσε. Μυστικός απεσταλμένος του ναυάρχου, ένας μηχανικός – που το είχε αποβιβάσει μυστικά στην παραλία της Παναγιούδας το αντιτορπιλικό Νίκη- είχε φθάσει στις 11.30 τη νύχτα και ειδοποίησε τον Δεσπότη ότι την επαύριον, ανήμερα των Ταξιαρχών, έφθανε ο Στόλος για να λευτερώσει το νησί. Οι Τούρκοι δεν ήξεραν τίποτα. Γράφει Μυτιληναίος χρονογράφος. «Εις τους δρόμους της πόλεως επικράτει βαθυτάτη σιγή. Αργά και που ηκούετο το βήμα κάποιου νυκτοφύλακος, ή διεκρίνετο κάτωθεν των φανών το σώμα του εξηπλωμένον επί του λιθοστρώτου κατά το ήμισυ. Όσον αφορά την χωροφυλακήν ή τας στρατιωτικάς περιπόλους, αύται ουδαμού εφαίνοντο. Οι Τούρκοι εώρταζον το Κουρμπάν Βαϊράμιον και ήτο η πρώτη νύχτα καθ’ ήν μπορεί να ισχυρισθεί κανείς ότι ευωχούντο ή εκοιμώντο ευχαριστημένοι. Αι ειδήσεις από τον πόλεμον ήσαν δι αυτούς πλέον ή ενθαρυντικαί. Και οι Τούρκοι της Μυτιλήνης, επίσημοι και ανεπίσημοι εκοιμώντο ήσυχοι. Η κιγκλιδωτή μεγάλη θύρς της μητροπόλεως ήτο ανοικτή. Εις τα παράθυρα της κατοικίας του Σεβασμιωτάτου επέχυνεν, αμυδράν την λάμψιν της μία κανδύλα. Ανήλθομεν. Μας υπεδέχθη ο πρωτοσύγγελος του Μητροπολίτου μας Βασίλειος, ο οποίος δεν είχε πλαγιάσει ακόμη , καθώς μας είπε. Πράγματι η κλίνη ήτο εντελώς άθικτος, επ’ αυτής δε ανεπαύετο. Τυλιγμένη εις μέγα κύλινδρον, μία πελωρία ελληνική σημαία. Εκεί κάπου εις μίαν γωνίαν του δωματίου, τρία μικρά γκρα επερίμεναν. Ηρωτήσαμεν περί της αληθείας της χαρμοσύνου ειδήσεως. Αι απαντήσεις ήσαν καταφατικαί. Η Α.Σ. ο Μητροπολίτης ηγρύπνει εις τα δωμάτιά του». Χάραζε η 8η Νοεμβρίου ρου 1912. Ο Λέσβιος χρονογράφος αφηγείται εις το ύφος του καιρού του: «Το ωρολόγιον της Μητροπόλεως αντήχει μίαν μίαν τας ώρας. Εκυλίοντο σημαίνουσαι το τέλος της τουρκικής κυριαρχίας επί της ωραίας νύμφης του Αιγαίου, της πατρίδος της Σαπφούς, της πατρίδος του Βερναρδάκη. Και ήσαν καθώς ρο ξεψύχισμα του τέρατος της τυραννίας οι ήχοι του ωρολογίου, ποι κυλιόμενοι εις της αιωνιότητος την άβυσσον. Απωλεσθέτω η μνήμη των διά παντός. Η αυγή-ομοία ταύτης ποτέ άλλοτε δεν θ’ ανατείλει- επρόβαινεν εις τοπν ορίζοντα και ήρξατο διαλύουσα τα βαθέα σκότη του ορίζοντος. Και υπό το χλωμόν φως, το ολονέν εντονώτερον καθιστάμενον . από την παρά την Πετρόσκαλαν ακτήν, εχαιρετίσαμεν την εμφάνισιν του ελληνικού στόλου καθ’ όσον η προ ημών θάλασσα εφωτίζετο περισσότυερον με την ανατολήν της εθνικής ημέρας». Στο δικό του ύφος περιγράφει την ίδια στιγμή, ο νεαρός σημαιοφόρος του Αβέρωφ, αντιναύαρχος Φωκάς: «Η γραφική παραλία της Μυτιλήνης εκαλύπτετο ακόμη υπό τους πέπλους της πρωινής ομίχλης και εις το παλαιόν φρούριον της πόλεως ματαίως ανεζήτησαν οι ναύται του στόλου κάποιαν κίνησιν αντιστάσεως, που θα ήσαν υπερήφανοι να την σιγήσουν με τα πυροβόλα των. Ησυχία και εγκατάλειψις. Αντθέτως κάτω εις την παραλίαν κόσμος πολύς. Τα αντιτορπιλλικά προχωρούν προς τον παλαιόν λιμένα, τα οπλιταγωγά κρατοτούν, ενώ τα θωρηκτά προχωρούν ακόμη ολίγον ηρέμα, κρατούν και εκείνα και εις τας 7.30 π.μ. αγκυροβολούν εις την γραμμήν διοπτεύσεως. Συγχρόνως καθαιρείται μία ατμάκατος του Αβέρωφ και με λευκήν σημαίαν πλέει ολοταχώς προς το εσωτερικόν του μικρού λιμένος, προς την αποβάθραν. Το συγκεντρωμένον πλήθος εις την θέαν της ατμακάτου της ναυαρχίδος αναταράσσεται και εκσπά εις ενθουσιώδεις ζητωκραυγάς και αλαλαγμόν χαράς. Πυροβολισμοί χαιρετιστήριοι βροντούν, μανδήλια σείονται, καπέλλα πετούν υψηλά, ενώ από τα παραλιακά καταστήματα και τα σπίτια άπειροι ελληνικαί σημαίαι προβάλλουν άξαφνα και ανεμίζουν υπερήφανα. Εις την στιγμήν γαλανόλευκος εμφανίζεται η πόλις. Οι κώδωνες των εκκλησιών ηχούν χαρμόσυνα και ο ήλιος, ένας θερμός φθινοπωρινός ήλιος, φωτίζει την πανεύμορφον αγκάλην του όρμου της Μυτιλήνης και σμίγει την λάμψιν του με την λάμψιν των ψυχών που χαιρετούν την ελευθερίαν». Την ίδια στιγμή οι αρχές της Μυτιλήνης είχαν συγκεντρωθεί ν’ αποφασίσουν τι θα πράξουν. Γράφει ο Λέσβιος χρονογράφος: «Εις το γραφείον του Τούρκου νομάρχου Αρχιπελάγους Εκρέμ Βέη, όπου είχε φθάσει και ο διοικητής Εράμ, συνήρχοντο οι Α.Σ. ο Μητροπολίτης μας, ο Τούρκος Μουφτής, πλείστοι πρόκριτοι οθωμανοί , ο δήμαρχος Βασίλειος Βασιλείου, οι δημογέροντες και οι πρόξενοι των ξένων κρατών, όπως συσκεφθώσιν επί της καταστάσεως , τούτο μετ’ ιδιαιτέραν της τουρκικής νομαρχίας πρόσκλησιν. Εκεί λαβών τον λόγον ο νομάρχης, επί παρουσία καιτου Τούρκου χιλιάρχου, εξέθηκεν εις αυτούς τα συμβαίνοντα και εζήτησε την γνώμην των προσκληθέντων. Πάντες απεφάνθησαν υπέρ της αμέσου παραδόσεως της πόλεως προς αποφυγήν, ανωφελούς άλλως αιματοχυσίας. Με την γνώμην ταύτην συνετάχθησαν αμέσως ο νομάρχης και ο Αρμένιος διοικητής Εράμ Βέης. Ζητηθείσης όμως και της γνώμης του χιλιάρχου, ούτος εδήλωσεν ότι δεν είχε καμίαν προς τούτο διαταγήν παρά της κυβερνήσεώς του και ότι συνεπώς υπεχρεούτο να αντιτάξει άμυναν. Επί τω ακούσματι τούτω σφοδραί ηγέρθησαν διαμαρτυρίαι, καθ’ ότι ο Τούρκος χιλίαρχος αφήκε να υπονοηθεί ότι την άμυναν ταύτην θα αντέτασσε εντός της πόλεως. Η ατμάκατος του Αβέρωφ άραξε στην παραλία. Επέβαινε ο αξιωματικός Καραμούζος, απεσταλμένος του ναυάρχου. Ζήτησε τον εκπρόσωπο της τουρκικ΄’ης διοικήσεως. Παρουσιάσθηκε ο Εκρέμ Βέης. «Ο Έλλην ναύαρχος ζητεί την παράδοσιν της Μυτιλήνης, εντός δύο ωρών !»ο Εκρέμ Βέης μετέφερε την εντολήν του ναυάρχου στους άλλους Τούρκους. Ο στρατιωτικός διοικητής επέμενε ότι θα αντιτάξει άμυνα. Η ατμάκατος του Αβέρωφ επέστρεφε τώρα στη ναυαρχίδα. Μετέφερε τον Μητροπολίτην Μυτιλήνης τον δήμαρχον Βασιλείου και τον Τούρκο Μουτασερίφη. Την ίδια στιγμή ένα σωρό βάρκες και καϊκια γεμάτα κόσμο, έπλεαν κι αυτά προς τον Αβέρωφ «εις αληθινήν πλωτήν διαδήλωσιν». Η μπάντα της ναυαρχίδος έπαιζε :

«Μαύρ’ είν’ η νύχτα στα βουνά…»

Οι Αρχές της Μυτιλήνης ανέβηκαν στον Αβέρωφ. Μαζί τους κλαι ο μουτεσαρίφης. Παρουσιάσθηκαν στο ναύαρχο. Ο Παύλος Κουντουριώτης ζήτησε ααπό τον μουτεσαρίφη την άμεση παράδοση του νησιού. Ο Τούρκος: Δεν έχω αντίρρησιν, εφόσον δεν έχω αρκετήν δύναμιν δια να αντιστατθώ. Δεν γνωρίζω όμως αποφάσεις θα λάβει η τουρκική φρουρά. Ζητώ εικοσιτετράωρον προθεσμίαν δια να συνεννοηθώ με τον στρατιωτικός διοικητήν και να ζητήσω οδηγίας από την Κωνσταντινούπολιν». Ο Παύλος Κουντπουριώτης απέρριψε ασυζητητί την αίτηση του μουτεσαφίρη. Του υπεβλήθη τότε άλλο αίτημα από τουρκικής πλευράς: Να επιτραπεί στον τουρκικό στρατό και τις τουρκικές αρχές να επιβιβασθούν σε αυστριακό πλοίο και να φύγουν για τη Σμύρνη χωρίς να παραδοθούν. Κι έτσι εγκαταλειμένο το νησί, να περιέλθει χωρίς αιματοχυσία στους Έλληνες. Ο ναύαρχος: «Όχι θα παραδοθείτε αμέσως!» Τότε μπήκαν στη μέση οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων και πρότειναν συμβιβαστική λύση: να δώσει ο ναύαρχος προθεσμία μόνο τεσσάρων ωρών για να απομακρυνθεί από την πόλη της Μυτιλήνης η τουρκική στρατιωτική δύναμη: 400 άνδρες. Ο ναύαρχος, για ν’ αποφύγει την αιματοχυσία του αμάχου πληθυσμού δέχτηκε. Έτσι ενώ ο τουρκικός στρατός αποτραβιόταν στο εσωτερικό του νησιού, τα πλοία άρχισαν να αποβιβάζουν το άγημα που θα καταλάμβανε το νησί. Η απόβαση έγινε σε διάφορα σημεία, στο λιμάνι, στην Πετρόσκαλα, στην τούρκικη συνοικία της Επάνω Σκάλας, όπου είχε αράξει το Ψαρά. Το παραλήρημα του πλήθους δεν περιγράφεται. Οι νησιώτες που είχαν κατακλύσει την προκυμαία αγκάλιαζαν και φιλούσαν τους ελευθερωτές τους, αυτοί έπεφταν και φιλούσαν το χώμα. Γράφει ο Λέσβιος χρονογράφος: «Εν μέσω των ζητωκραυγών και των αλαλαγμών του εξάλλου πλήθους από τον ενθουσιασμόν, απεβιβάσθη εις την Πετρόσκαλαν άγημα. Προηγούντο αυτού δύο μυδραλιοβόλα «Μαξίμ» και είπετο το άγημα με μίαν πελωρίαν σημαίαν. Ηγείτο δε αυτού ο κ. Καραμούζος, ο συμπαθής γνώριμος των νήσων του Αιγαίου και καλός μας φίλος. Υπό την οδηγίαν του κ. Δεμέστιχα, υποπλοιάρχου, το άγημα ηκολούθησε την παραλιακήν οδόν, την άγουσαν προς το Καστράκι και εκείθεν ανήλθε προς το κλειστόν θέρετρον του νομάρχου. Πάραυτα το άγημα έκαμε κατοχήν του κυβερνητικού κτιρίου και επί του εξώστου αυτού, του βλέποντος προς την θάλασσαν, υψώθη υπερήφανος, ως εν εξαίσιον σύμβολον πολιτισμού και ελευθερίας, η σημαία του αιωνίου, του αθανάτου ελληνικού έθνους, χαιρετισθείσα υπό του στόλου δι’ είκοσι και ενός κανονιοβολισμών, υπό τας επευφημίας του πλήθους και τα δάκρυά του». Ήταν η ώρα 13.00 της 8ης Νοεμβρίου 1912. Μεσάνυχτα της 8ης Νοεμβρίου. Το αποβατικό ελληνικό σώμα είχε πια τώρα καταλάβει όλα τα υψώματα της Μυτιλήνης και τμήματά του προχωρούσαν προς εσωτερικό του νησιού για να αντιμετωπίσουν τη στρατιωτική τουρκική δύναμη, που είχε αποσυρθεί εκεί. Την ίδια ώρα, μεσάνυχτα, τα τέσσερα ελληνικά θωρηκτά, υπό τον ναύαρχον Κουντουριώτην, ακολουθούμενα από τα αντιτορπιλικά Βέλος, Νίκη και Ασπίς απέπλεαν με κατεύθυνση το Μούδρο, όπου τα καλούσε άλλη επείγουσα ανάγκη. Στη Μυτιλήνη παρέμειναν η Εσπερία, η Μακεδονία, η Νέα Γενεά και ο Κεραυνός. Στην επιστροφή του ο στόλος συνάντησε φοβερή τρικυμία. Γράφει ο ιστορικός του «Στόλου του Αιγαίου»: «τα πλοία, ιδίως τα αντιτορπιλικά, υπέφεραν πολύ και περί την 4ην πρωινήν τόση ήτο η έντασις του κυματισμού, ώστε ο ναύαρχος έκρινεν όπως τα Βέλος και Νίκη ποδίσουν και προφυλαχθούν περί τον Μόλυβον, έως ότου βελτιωθεί ο καιρός. Κατά τον νυκτερινόν αυτόν τρικυμιώδη πλουν ελήφθη επί του Αβέρωφ εγκριτική διαταγή του Υπουργείου όπως τα νέα αντιτορπιλικά Κεραυνός και Νέα Γενεά ενωθούν μετά του Στόλου του Αιγαίου, αποσπασθούν δε εις αντικατάστασιν αυτών, αυτών εις την μοίραν των ευδρόμων, τα τορπιλοβόλα 12 και 14. Την διαταγήν αυτήν ο ναύαρχος ετηλεγράφησε δια του ασυρμάτου προς την Μακεδονίαν δια να την μεταβιβάσει αφ’ ενός μεν προς την στερουμένην ασυρμάτου Εσπερίαν δια τον αρχηγόν της μοίρας των ευδρόμων, αφ’ ετέρου δε προς τον Κανάρην, δια να την μεταβιβάσει εις τα επίσης στερούμενα ασυρμάτου τορπιλοβόλα 12 και 14». Το τηλεγράφημα του ναυάρχου, το προοριζόμενο για τον Κανάρη, ανέφερε επί λέξει: «Αβέρωφ προς Μακεδονίαν. Μεταβιβάσατε παρακαλώ εις Κανάρην: Κανάρην. Λίαν επείγον. Διατάξατε 12 και 14 να επαναπλεύσωσι Μυτιλήνην τασσόμενα υπό διαταγάς μοιράρχου ευδρόμων. 12 και 14 να προβώσιν, αν δύνανται, Αϊβαλί. Κουντουριώτης» Το τηλεγράφημα αυτό δεν έφτασε στον Κανάρη. Έτσι τα τορπιλοβόλα 12 και 14 εξηκολούθησαν να πλέουν προς την Λήμνο, δοκιμαζόμενα από την φοβερή τρικυμία. Ποια όμως ήταν αυτή η επιχείρηση του Αιβαλιού, που διέταξε ο ναύαρχος να εκτελέσουν τα τορπιλοβόλα 12 και 14, με το τηλεγράφημα που δεν μεταβιβάσθηκε; Γράφει στο βιβλίο του «Ο Στόλος του Αιγαίου» ο ναύαρχος Φωκάς: «Ήτο γνωστόν ότι, εκτός του Φετίχ Μπουλέν, το οποίον ήταν αγκυροβολημένον εις την Θεσσαλονίκης και το οποίον ετροπιλίσθη υπό του τορπιλοβόλου 11, ώρμουν εις μεν την Σμύρνην το κατά τι μικρότερον παλαιόν επίσης και αφωπλισμένον τουρκικόν θωρηκτόν Μουίν Ζαφέρ, εν τορπιλοβόλον και μία τροχήλατος θαλαμηγός, εις δε τας Κυδωνίας (Αϊβαλί) μία μικρά κανονιοφόρος 140 περίπου τ5όννων με εν ταχυβόλον των 47 χιλ. Φαίνεται ότι ο κυβερνήτης του τορπιλοβόλου 14 υποπλοίαρχος Π. Αργυρόπουλος, αφής ηνώθη τούτο με τον στόλον του Αιγαίου (13 Οκτωβρίου), είχε ζητήσει από τον ναύαρχον Κουντουριώτην να του αναθέσει νυκτερινήν τορπιλικήν επιχείρησιν κατά τινος των εχθρικών αυτών πλοίων. Το κατόρθωμα του τορπιλοβόλου 11, υπό τον Βότσην, ήλθε να κεντρίση έτι περισσότερον την ευγενή φιλοδοξίαν του κυβερνήτου του 14 και αι αιτήσεις του απέβαιναν εντονώτεραι. Ο ναύαρχος με δικαιολογημένην ικανοποίησιν τας ήκουεν. Αλλά την επίθεσιν κατά των εν Σμύρνη τουρκικών πλοίων δεν ενέκρινε τελικώς και διότι την εθεώρει άσκοπον , αλλά και διότι είχε πληροφορίας ότι το, άχρηστον άλλως τε και αφωπλισμένον Μουϊν Ζαφέρ, είχε καταφύγει εντός του εσωτερικού λιμένος της Σμύρνης και επομένως η εναντίον του επιχείρησις παρουσιάζετο πλήρης ανυπερβλήτων κινδύνων, όσους βέβαια δεν άξιζε το ασήμαντον εκείνο σκάφος. Υπεσχέθη οπωσδήποτε εις τον υποπλοίαρχον Αργυρόπουλον να τον διατάξει εν καιρώ να προβεί εις την επιχείρησιν εναντίον της κανονιοφόρου των Κυδωνιών». Τώρα ο στόλος βρισκόταν σ’ αυτά τα νερά. Το Αϊβαλί ήταν απέναντι στη Μυτιλήνη. Γιατί να μη γίνει το εγχείρημα της αιχμαλωσίας της κανονιοφόρου; Ο κυβερνήτης του τορπιλοβόλου 14, τη μέρα που ο στόλος καταλάμβανε τη Μυτιλήνη, είχε απευθύνει προσωπική επιστολή στον ναύαρχο Κουντουριώτη. Επαναλάμβανε τη δήλωση ότι αναλάμβανε και την τορπίλιση των πλοίων της Σμύρνης και τη σύλληψη της κανονιοφόρου του Αϊβαλιού. Αυτήν λοιπόν, την επιχείρηση εναντίον της κανονιοφόρου του Αϊβαλιού ενέκρινε ο ναύαρχος με το τηλεγράφημά του, που δεν κατόρθωσε όμως να μεταβιβασθεί στα τορπιλοβόλα. Και αυτά συνέχιζαν τον πλούν των προς το Μούδρο. Ήταν καθώς είπαμε, τρικυμία σφοδρή στο Αιγαίο. Ενώ τα τορπιλοβόλα, χειμαζόμενα,έπλεαν έξω από τα μικρασιατικά παράλια, έξω απ’ το Αϊβαλί, ο κυβερνήτης του 14 υποπλοίαρχος Αργυρόπουλος πλησίασε το 12, στο οποίο επέβαινε ο αρχικυβερνήτης και του πρότεινε να πάνε μαζί στο Αϊβαλί και να συλλάβουν την κανονιοφόρο. «Ο αρχικυβερνήτης όμως ηρνήθη, διότι δεν είχε προς τούτο διαταγήν του ναυάρχου και ο πλούς των δύο τορπιλοβόλων προς τον Μούδρον εξηκολούθησε μέσα εις την θυελώδη νύκτα. Όταν όμως επροχώρησαν ολίγον, η σφοδρά τρικυμία απεχώρισε τα δύο τορπιλοβόλα και το μεν 12 εξηκολούθησε τον επίπονον και τρικυμιώδη πλούν του προς την Λήμνον, όπου επέτυχε να προσορμισθεί, το δε 14 επόδισεν εις την Πέτραν. Εκεί ο κυβερνήτης του ήλθε εις επικοινωνίαν με τα επίσης ποδισμένα κατά τα παράλια εκείνα αντιτορπιλικά, οι κυβερνήται των οποίων ανεκοίνωσαν την πρόθεσίν των να πλεύσουν εις τον Μούδρον, συμφώνως προς την διαταγήν του ναυάρχου, μόλις βελτιωθεί ο καιρός. Αλλ’ ο υποπλοίαρχος Αργυρόπουλος, ευρισκόμενος τόσον πλησίον του Αϊβαλιού και διαισθανόμενος, ορθώς, ότι θα είχε την προς τούτο έγκρισιν του ναυάρχου. Η οποία πράγματι, αν και τυπικώς ανεπίδοτος,είχεν ωστόσο εκδοθεί, απεφάσισε το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου το τολμηρόν σχέδιον». Το τορπιλοβόλο 14 ξεκίνησε για την επιχείρηση. Έφτασε στο Λιος, το νησάκι μπροστά στο Αϊβαλί. Μια ψαρόβαρκα αϊβαλιώτικη ήταν ποδισμένη εκεί απ’ την τρικυμία. Ο κυβερνήτης πήρε στο πλοίο τον Αϊβαλιώτη ψαρά για οδηγό. Τα στενά σ’ αυτά τα μέρη είναι δύσκολα και επικίνδυνα και μάλιστα τη νύχτα με σβηστούς τους φάρους. Τη μία μετά τα μεσάνυχτα το 14, με τη βοήθεια του πλοηγού εισέπλευσε στον αύλακα της εισόδου του Αϊβαλιού.

Γράφει ο ιστορικός: «Το 14 ήρχισε να ερευνά προς ανακάλυψιν της κανονιοφόρου, η οποία έπρεπε, κατά τας πληροφορίας, που είχε, να ευρεθεί ηγκυροβολημένη προ της πόλεως. Εσφαλμένη όμως απεδείχθη η πληροφορία και η κανονιοφόρος ανεκαλύφθη επί τέλους ηγκυροβολημένη εις την βορείαν άκραν του ορμίσκου Άγιος Νικόλαος. Δεν ήτο του τύπου Ορλού, αλλ’ όπως απεδείχθη εκ των υστέρων καινουργές χαλύβδινον σκάφος, μήκους 50 περίπου μέτρων, με μίαν καπνοδόχον, εν ταχύβολον κατά την πρώραν και δύο τετράκανα μυδραλιοβόλα εις την πρύμνην. Ο υποπλοίαρχος Αργυρόπουλος, μόλις ανεγνώρισε το εχθρικόν σκάφος, έπλευσε προς αυτό. Το σεληνόφως όμως ίσως και ο κρότος της μηχανής, επρόδωσαν το ελληνικός τορπιλοβόλον και το πλήρωμα της τουρκικής κανονιοφόρου, αφού ήνοιξε τους κρουνούς κατακλύσεως του σκάφους, εγκατέλειψε το πλοίον και δια της λέμβου απεβιβάσθη εις την ξηράν. Από τον τορπιλοβόλον 14 έγινεν αντιληπτή η εγκατάλειψις της τουρκικής κανονιοφόρου από το πλήρωμά της, χωρίς όμως να είναι δυνατή η πιστοποίησις αν όλον ή μέρος μόνον του πληρώματος είχεν αποβεί. Ο κυβερνήτης του 14 έβαλε τότε, μίαν βολήν ταχυβόλου και επλησίασε την πρώραν του προς αυτό. Μικρόν άγημα εξ οκτώ ανδρών υπό τον ύπαρχον σημαιοφόρον Κόνιαλην εισεπήδησεν επί του εχθρικού πλοίου, το οποίον εύρε κενόν, πλην ενός δωματίου εις το οποίον εφαίνετο να είχε κλεισθεί πιθανώτατα ο κυβερνήτης του πλοίου, ο οποίος ανθίστατο με όλας του τας δυνάμεις εις την παραβίασιν της θύρας. Εγένετο απόπειρα να κλεισθούν πάλι υπό του ελληνικού αγήματος οι κρουνοί κατακλύσεως της κανονιοφόρου, που ολονέν εβυθίζετο, αλλ’ υπήρξε ματαία, διότι μόνον του ενός κρουνού επετεύχθη η απόφραξις. Εγένετο επίσης απόπειρα να παρεαθεί η άλυσος η άλυσος της αγκύρας, ώστε να καθίστατο δυνατή η ρυμούλκησις και αιχμαλωσία του πλοίου. Αλλ’ αι κινήσεις αυταί έγιναν αντιληπταί από την ξηράν υπό του τουρκικού πληρώματος, το οποίον ήνοιξε σφοδρόν τυφεκοβολισμόν δια ν’ αποτρέψει την αιχμαλωσίαν του πλοίου. Ηναγκάσθη τγότε ο κυβερνήτης του 14 να ανακαλέσει επί του τορπιλοβόλου τους άνδρας του αγήματος εμβολής και να απομακρυνθεί ολίγον, χειρίζων μετά δυσκολίας εις τον στενόν χώρον του ορμίσκου, τον περιβαλλόμενον από ρηχά. Μετά 20 λεπτά, το 14 ετορπίλισε την τουρκικήν κανονιοφόρον , που συνετρίβη κυριολεκτικώς και ανετινάχθ. Ο άμοιρος αλλά πιστός κυβερνήτης συνεμερίσθη την τύχην του πλοίου του. Το τορπιλοβόλον 14, μετά την ωραίαν λαι τολμηράν αυτήν επιχείρησιν, πυροβολούμενον ακόμη από της ξηράς, εξήλθε του όρμου των Κυδωνιών και κατέπλευσεν εις Μούδρον, όπου ο κυβερνήτης αυτού εδέχθη τα συγχαρητήρια και την ευαρέσκειαν του ναυάρχου και του υπουργείου, εις το οποίον ανεκοινώθη το γεναίον εγχείρημα». Αυτά εγίνοντο σε τούτα τα νερά του Αιγαίου εκείνον το Νοέμβριο του 1912.

Η ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΓΑΛΛΟΥ ΝΑΥΑΡΧΟΥ LUIS RENE DARTIGE DU FOURNET:

Πέρα όμως από την ελληνική και τουρκική αφήγηση των γεγονότων, υπάρχει και η άποψη που σχημάτισαν ή προσπάθησαν να σχηματίσουν οι τρίτοι και ιδίως οι Ευρωπαίοι, που συμμετείχαν ενεργά στην εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων. Ένα δείγμα αυτών των απόψεων, όχι υποχρεωτικά αντιπροσωπευτικό, είναι και η έκθεση Γάλλου στρατιωτικού αξιωματούχου, που ακολουθεί. Ο Luis Rene Dartige du Fournet, Γάλλος διοικητής της 2ης ελαφράς μοίρας του γαλλικού στόλου της Μεσογείου, συνάντησε στις αρχές Ιανουαρίου 1913 τον Εράμ Μπέη στην Κωνσταντινούπολη, από τον οποίο ζήτησε να μάθει την εξέλιξη των πολεμικών γεγονότων στην Λέσβο το 1912. Η αναφορά που βρίσκεται στο Archives de la marine, 3eme section, serie BB3 1346, έχει στα βασικά της σημεία ως εξής. «Τα στοιχεία που ακολουθούν παρασχέθηκαν από τον Χιράμ Μπέη, Κυβερνήτη της νήσου Λέσβου, κατά τον χρόνο της κατάληψής της από τους Έλληνες. Ο Χιράμ Μπέης, ο οποίος συνελήφθη από τους Έλληνες και απεστάλη κρατούμενος στον Πειραιά, απελευθερώθηκε και έφτασε στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη του 1912. Ο ελληνικός στόλος υπό την αρχηγία του ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη και αποτελούμενος από την ναυαρχίδα καταδρομικό Αβέρωφ, τα θωρηκτά Σπέτσαι, Ψαρά και Ύδρα, δύο αντιτορπιλικά και δύο μεταγωγικά πλοία με στρατεύματα δυνάμεως 1.500 ανδρών, αγκυροβόλησε το πρωί της 21/8 Νοεμβρίου 1912, μπροστά στη Μυτιλήνη. Κατά το μεσημέρι, ο ναύαρχος έστειλε στον κυβερνήτη της νήσου, τελεσίγραφο με προθεσμία μισής ώρας, ζητώντας την παράδοση της πόλης καθώς και ολόκληρης της νήσου. Ο κυβερνήτης, που στη διήγησή του ωραιοποιεί τα πράγματα, απάντησε ότι διέθετε 2.000 καλά εξοπλισμένους άνδρες, οι οποίοι δεν επιθυμούσαν τίποτε άλλο από το να αγωνιστούν και ότι ήταν έτοιμος να δοκιμάσει την τύχη των όπλων. Οι Έλληνες γνώριζαν ότι οι Τούρκοι δεν είχαν πυροβολικό και ότι δεν διέθεταν παρά ανεπαρκή αριθμό όπλων και, κυρίως, πυρομαχικών. Εν τούτοις, δεν αποτόλμησαν μια βίαιη ενέργεια και προτίμησαν τις διαπραγματεύσεις μέχρι τις 03.00 το απόγευμα. Ο χρόνος αυτός επέτρεψε στον κυβερνήτη να απομακρύνει τα στρατεύματά του - μ’ όλο τους τον οπλισμό και τα εφόδια- στην ύπαιθρο και στα γύρω υψώματα, όπου γνώριζε καλά ότι οι Έλληνες δε θα τον ακολουθούσαν. Οι τελευταίες απειλές του ναυάρχου Κουντουριώτη ήταν ότι θα αποβίβαζε τα στρατεύματά του και ότι, αν αυτά συναντούσαν την παραμικρή αντίσταση ή αν βάλλονταν, θα επανεπιβίβαζε τη δύναμή του και9 θα την αποβίβαζε ξανά στον απέναντι όρμο, κοντά στη μουσουλμανική πόλη, την οποία θα έπνιγε στη φωτιά και το αίμα, σίγουρος ότι δεν θα επέσυρε τις διαμαρτυρίες των ξένων προξένων. Η αποβίβαση των 1.500 Ελλήνων στρατιωτών στην πόλη της Μυτιλήνης, άρχισε το βράδυ και ολοκληρώθηκε χωρίς έναν πυροβολισμό. Κατόπιν αυτού, ο ναύαρχος ήρθε σε επαφή με το Γενικό Διοικητή του Αρχιπελάγους, ο οποίος κανονικά εδρεύει στη Ρόδο, πλην όμως εγκαταστάθηκε στη Λέσβο μετά την κατάληψη της Ρόδου από τους Ιταλούς. Την επομένη ο Γενικός Διοικητής έστειλε με (τον ασύρματο) ενός ελληνικού αντιτορπιλικού εκτενές τηλεγράφημα στον υπουργό Πολέμου Ναζίμ Πασά, με το οποίο του ζητούσε να διατάξει τις οθωμανικές δυνάμεις να παραδοθούν για να αποφευχθούν σφαγές και αντίποινα. Συγχρόνως, χωρίς να αναμείνει απάντηση, έδωσε απ’ ευθείας διαταγή στη φρουρά να συνθηκολογήσει. Σε απάντηση ο Ναζίμ Πασάς επιτίμησε τον Γενικό Διοικητή για την συμπεριφορά του και όχι τον διέταξε όχι μόνο να μην παραδοθεί, αλλ’ απεναντίας, να αγωνιστεί μέχρι τον τελευταίο άνδρα. Ο Ναζίμ Πασάς επέμενε ιδιαιτέρως στην ανάγκη αντίστασης όσο το δυνατό περισσότερο, ώστε αν υπογραφόταν ειρήνη στην Τσατάλτζα η αντίσταση να επέτρεπε να αντιμετωπισθούν, κατά την συνθήκη ειρήνης, οι προθέσεις των Ελλήνων για διατήρηση της νήσου από αυτούς. Η διαταγή του Γενικού Διοικητή για κατάθεση των όπλων συνοδευόταν από προκήρυξη του Μουφτή, η οποία στηριζόμενη σε χωρία του Κορανίου, παράγγελνε στη φρουρά να συμμορφωθεί στη διαταγή του κυβερνήτη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Γενικός Διοικητής βρισκόταν σε δύσκολη θέση, πολύ περισσότερο μάλιστα, που ο κυβερνήτης της νήσου Χιράμ Μπέης τον πίεζε να εκδόσει ανακλητική διαταγή, σύμφωνα με τις εντολές του Ναζίμ Πασά. Για να ξεφύγει απ’ αυτήν τη θέση και να κερδίσει χρόνο, επιτρέποντας έτσι στους 2.000 άνδρες να συνθηκολογήσουν, που θα έθετε το Χιράμ Μπέη προ τετελεσμένου γεγονότος, o Γενικός Διοικητής συνέχισε τις συνομιλίες με το ναύαρχο, αποφεύγοντας συγχρόνως να εκδ΄’οσει την παραμικρή ανακλητική διαταγή. Συγκέντρωσε όλος τους μουσουλμάνους προκρίτους και τους οθωμανούς δημόσιους υπάλληλους και τους θρησκευτικούς ηγέτες και τους έβαλε να υπογράψουν έκκληση προς τον Βασιλέα των Ελλήνων, παρακαλώντας τον για επιείκεια, διαβεβαιώνοντάς τον ταυτοχρόνως για την πλήρη υποταγή τόσο των ιδίων όσο και των άλλων κατοίκων της νήσου και ζητώντας σε αντάλλαγμα, να αποφευχθεί η αιματοχυσία. Η έκκληση αυτή υπογράφηκε σε ξεχωριστή συγκέντρωση, και από τους χριστιανούς προύχοντες της Λέσβου. Ο Χιράμ Μπέης συνέχισε να διαμαρτύρεται γι αυτή την απόφαση και κυρίως, για τη διαταγή που είχε δοθεί στη φρουρά για παράδοση χωρίς αγώνα, υποστηρίζοντας ότι τα στρατεύματα υπάγονταν σ’ αυτόν και όχι στο Γενικό Διοικητή του Αρχιπελάγους. Σε υποστήριξη των διαμαρτυριών του αρνήθηκε να υπογράψει την έκκληση προς τον βασιλέα των Ελλήνων και πρόσφερε μεγάλο χρηματικό ποσό σ’ ένα φανατικό μουσουλμάνο για να μεταφέρει προς τα στρατεύματα επίσημη διαταγή του, να αγωνισθούν και να επιτεθούν κατά των Ελλήνων, σύμφωνα με τις επιταγές του Υπουργού Πολέμου. Την επομένη το πρωί, ο Χιράμ Μπέης συνελήφθη και οδηγήθηκε στο Αβέρωφ. Εκεί παραβρέθηκε στην υποδοχή του Έλληνα επισκόπου στο πλοίο, πράγμα το οποίο έδωσε την ευκαιρία για μια πολύ εντυπωσιακή δοξολογία. Ο επίσκοπος εκφώνησε ένα πολύ ωραίο λόγο, σημειώνοντας ότι οι Έλληνες περίμεναν επί τεσσεράμισι αιώνες αυτή τη στιγμή. Στο τέλος της τελετής ο επίσκοπος περιήλθε το πλοίο ευλογώντας ξεχωριστά κάθε πυροβόλο του Αβέρωφ. Ο Χιράμ Μπέης είναι ακόμα έκθαμβος από την ανάμνηση της τελετής, η οποία του είχε κάνει πολύ έντονη εντύπωση και σίγουρα είναι αυτό που τον έχει περισσότερο καταπλήξει. Μετά από αυτήν την εξέλιξη, ο Γενικός Διοικητής, παραμένοντας κύριος της κατάστασης, πέτυχε την παράδοση της φρουράς. Για να σωθούν τα προσχήματα συνελήφθη και ο ίδιος, μαζί με τον κυβερνήτη και μερικούς δύστροπους υπαλλήλους. Όλοι στάλθηκαν στον Πειραιά , πλην όμως στο Γενικό Διοικητή, δόθηκε συστατική επιστολή του ναυάρχου, ώστε, κατά την άφιξή του στην Ελλάδα, να έχει ειδική μεταχείριση. Πράγματι του δόθηκε η άδεια να καταλύσει στην Αθήνα, σε ξενοδοχείο της επιλογής του, ενώ οι υπόλοιποι κρατούμενοι παρέμειναν φρουρούμενοι σε χαμηλής κατηγορίας ξενοδοχεία του Πειραιά, υποχρεωμένοι να καλύπτουν οι ίδιοι τις δαπάνες τους. Δέκα μέρες αργότερα, δόθηκε άδεια επιστροφής των κρατουμένων στην Τουρκία. Συνεπώς η κατάληψη της Μυτιλήνης, την οποία ο ελληνικός τύπος παρουσίασε σαν ένα λαμπρό επίτευγμα των όπλων, περιορίζεται στην προδοσία ενός ανωτάτου Οθωμανού αξιωματούχου και πραγματοποιήθηκε χωρίς ούτε έναν εκατέρωθεν πυροβολισμό. Αναμφίβολα σ’ αυτή την διήγηση υπάρχουν υπερβολές ως προς τον ρόλο που αποδίδεται στον Γενικό Διοικητή, τον οποίο ο Χιράμ Μπέης, προσπαθεί να βαρύνει με όλη την ευθύνη για την απώλεια της νήσου. Πλην όμως κατά βάση, η ιστορία θα πρέπει να αληθεύει , θέτοντας τα πράγματα στη θέση τους. Ο ρόλος που έπαιξε ο ελληνικός στόλος στην προκείμενη περίπτωση, υπήρξε ασήμαντος. Είναι πασιφανές ότι το κείμενο περιέχει πολλές ανακρίβειες. Αυτές οφείλονται κυρίως στην προσπάθεια του Εράμ Μπέη να αποποιηθεί τις ευθύνες του και να τις επιρρίψει στον Εκρέμ Μπέη. Επίσης εντύπωση προκαλούν τα σχόλια του Γάλλου υποναυάρχου, ο οποίος υποτιμά την ελληνική νίκη, επειδή δεν αιματοκυλίσθηκε το νησί. Αντίθετα με τον Fournet, ο υποπρόξενος της Γαλλίας Α. Σημαντήρης, ως αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων, παρουσιάζει πολύ πιο πιστά τα γεγονότα, κατά τις αναφορές του προς τον Γάλλο πρόξενο στη Σμύρνη.

Βιβλίο του καθηγητή του πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης (Ισταμπούλ), Idris Bostan, που εκδόθηκε το 2010 με τίτλο «Η κατάληψη της Λέσβου (Midili κατά το τουρκικό της όνομα) 1912.

Η τουρκική ματιά των γεγονότων: Είναι η τουρκική ματιά στα γεγονότα της απελευθέρωσης του νησιού μας. Και βέβαια η διαμόρφωση, ή τουλάχιστον η προσπάθεια διαμόρφωσης της δικής της εικόνας. Έτσι παρακολουθούμε τον συγγραφέα να πολλαπλασιάζει με αυθαίρετους συλλογισμούς τους Έλληνες μαχητές σε 9.000 από 1350 που ήταν, να αποδίδει το μη αξιόμαχο του τουρκικού στρατού στις εσωτερικές έριδες των Τούρκων αξιωματούχων, να αυξάνει υπέρμετρα και εξωπραγματικά τους Έλληνες νεκρούς των μαχών και να μειώνει έως εξαφανισμού τους αντίστοιχους Τούρκους, να απονέμει τίτλους βαρβαρότητας στους αντίπαλους, προβιβάζοντας σε αγγέλους τους δικούς του. Το βιβλίο αποτελείται από 120 σελίδες, από τις οποίες προσπαθήσαμε να επιλέξουμε τις, κατά την άποψή μας, πιο ενδιαφέρουσες. Οι διαφορές που παρατηρούνται στις ημερομηνίες είναι αποτέλεσμα της χρήσης του νέου ημερολογίου από τους Τούρκους, ενώ εμείς χρησιμοποιούσαμε ακόμα το παλιό. Στο βιβλίο του αναφέρονται τα εξής: 21 (8) Νοεμβρίου-21 (8) Δεκεμβρίου 1912 Κατά την επιχείρηση κατάληψης των νησιών του Αιγαίου, εκτός από την Λέσβο (Midili σύμφωνα με την τουρκική ορολογία), δεν αντιμετώπισαν αντίσταση των τουρκικών δυνάμεων. Τα περισσότερα νησιά είχαν αφεθεί στην μοίρα τους από τις τουρκικές δυνάμεις. Η ανεμπόδιστη ουσιαστικά κατάληψη των νησιών οφείλεται αποκλειστικά στην ανυπαρξία των ναυτικών οθωμανικών δυνάμεων και στην μικρή δύναμη στρατού ξηράς που υπήρχε για την φύλαξη των νησιών. Ούτε όμως οι δυνάμεις αυτές είχαν αξιόλογη υποστήριξη από τα στρατεύματα που βρίσκονταν στα απέναντι τουρκικά εδάφη. Η μόνη φωτεινή στιγμή της περιόδου εκείνης είναι το θάρρος κάποιων τηλεγραφητών, που με κίνδυνο της ζωής τους εξέπεμψαν τηλεγραφήματα, ενημερώνοντας το κέντρο για την επιχείρηση της κατάληψης. Τα κυριότερα έγγραφα που αφορούν την επιχείρηση αυτή καταστράφηκαν ή χάθηκαν, όπως το έγγραφο με ημερομηνία 15 Μαϊου 1912 (2 Μαϊου 1328 κατά το οθωμανικό ημερολόγιο) του νομάρχη της Χίου Fenzi προς τον έπαρχο του Cesme. Σύμφωνα με τα ιστορικά αρχεία τις τουρκικές αρχές στη Λέσβο εκπροσωπούσαν οι νομάρχης (μουτασαρίφ) Φαϊκ Αλή Μπέη, και ο διοικητής της μεραρχίας της στρατοχωροφυλακής, συνταγματάρχης Εκρέμ Μπέη, που όμως διαφώνησαν για την οργάνωση της άμυνας του νησιού, οπότε ο Εκρέμ τέθηκε σε διαθεσιμότητα και αντικαταστάθηκε από τον λοχαγό Εμίν Εφέντη. Αυτό είχε ως επακόλουθο τον αποσυντονισμό της μεραρχίας και την απώλεια του αξιόμαχού της. Ο τουρκικός στρατός στο νησί αριθμούσε 1314 άνδρες, από τους οποίους οι 800 ήταν εξοπλισμένοι μα μάουζερ και οι 514 με μάρτιν. Κατά την διάρκεια της κατάληψης της Μυτιλήνης (Κάστρο σύμφωνα με την τουρκική ορολογία) οι τουρκικές δυνάμεις μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό του νησιού, μετά από τηλεγράφημα που έστειλαν στον διοικητή της Σμύρνης Ahmed Hulusi, ελπίζοντας ότι θα προσέτρεχαν σε βοήθειά τους, η δεύτερη μεραρχία της 18ης στρατιάς νήσων Αιγαίου. Στις 21 (8) Νοεμβρίου μετά την κατάληψη της πόλης της Μυτιλήνης, Έλληνες αξιωματικοί κατέλαβαν πρώτα το τηλεγραφείο και μετά την διοίκηση του λιμανιού. Οι μάχες που επακολούθησαν γινόταν απόλυτα αντιληπτές από απέναντι δηλαδή το Αϊβαλί, το Αδραμύτι και το Μποπυρχανέ. Μετά από κάποιες μέρες έφτασε στο Αϊβαλί ένα πλοίο με αγγλική σημαία, οπότε από τους Τούρκους επιβάτες του έγινε γνωστό ότι στη Λέσβο είχαν αποβιβασθεί 3.400 Έλληνες στρατιώτες που κατέλαβαν το νησί και αφού κατέλυσαν τις τουρκικές αρχές δηλαδή το νομάρχη Εκρέμ Μπέη, το νομαρχιακό συμβούλιο, τους έστειλαν ως αιχμαλώτους στον Πειραιά με το πλοίο «Πελοπόνησος». Μετά από μικρό διάστημα κράτησης αφέθηκαν ελεύθεροι και ταξίδεψαν στη Σμύρνη με ρωσικό πλοίο. Στις 4 Δεκεμβρίου (21 Νοεμβρίου), σύμφωνα με την εφημερίδα SABAH, σ’ ένα χωριό κοντά στη Μυτιλήνη, οι Τούρκοι κάτοικοι αρνήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα τους, οπότε δόθηκε μάχη, κατά την οποία όλοι έχασαν τη ζωή τους, λόγω της υπέρτερης δύναμης των ελληνικών δυνάμεων. Στον Μόλυβο κατέπλευσε στις 16(3) Δεκεμβρίου το θωρηκτό «Αρκαδία» απαιτώντας την παράδοση όλων των πλοίων που βρίσκονταν στο λιμάνι του. Οι Τούρκοι καπετάνιοι αρνήθηκαν να παραδοθούν, πυροβολώντας εναντίον του θωρηκτού, τα κανόνια όμως του οποίου απάντησαν καταστρέφοντας τα κτίρια του λιμεναρχείου και της καραντίνας. Καταπλέοντας αργότερα στην Πέτρα βρήκε δύο πλοία, τα οποία προσέδεσε και τα οδήγησε στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Στην πόλη της Μυτιλήνης, συνελήφθησαν οι Τούρκοι αξιωματούχοι Nedim, Halim,Ahmed,Bekr Fahri, Rifat, Celaleddin, Niyazi και άλλοι, που μεταφέρθηκαν στο διοικητήριο. Οι Τούρκοι κάτοικοι δέχθηκαν πολλές επιθέσεις κατά την επιχείρηση της κατάληψης, ειδικότερα από 200 Κρητικούς εθελοντές, που μοναδικό σκοπό είχαν να πάρουν τις περιουσίες τους, αλλά τελικά επενέβη και σταμάτησε της δράση τους ο Έλληνας διοικητής του νησιού. Οι Έλληνες χτύπησαν τα τζαμιά και κατέστρεψαν τον εξωτερικό χώρο του τζαμιού του Κάστρου. Ομάδες στέκονταν στις εισόδους των άλλων τζαμιών, μη αφήνοντας τους πιστούς να προσευχηθούν, διαδίδοντας ότι θα τα μετατρέψουν σε εκκλησιές. Επίσης έμπαιναν σε σπίτια, ψάχνοντας δήθεν για όπλα, αλλά έκλεβαν ό, τι πολύτιμο εύρισκαν. Στη Λέσβο παρατηρήθηκαν πολλές δολοφονίες, βασανιστήρια και πολλά άλλα. Όπως στην Αγιάσο, που σκότωσαν έναν ξυλουργό, τη γυναίκα του και τα δυο παιδιά τους. Συνολικά στην Αγιάσο σκοτώθηκαν οχτώ άτομα. Στις 10 Δεκεμβρίου (27 Νοεμβρίου), ημέρα Τρίτη, συμμορίες από το Πλωμάρι, Αγιάσο και Πολιχνίτο έφθασαν με βάρκες στο λιμάνι του Μεσοτόπου. Από κει είχε ειδοποιηθεί ο τουρκικός στρατός και τους περίμενε. Στη μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν εφτά συμμορίτες, οπότε οι άλλοι υποχώρησαν παίρνοντας μαζί τους πολλούς τραυματίες. Ένας Τούρκος αιχμάλωτος από τον Μεσότοπο, είπε ανακρινόμενος ότι ο παπάς με τον πρόεδρο της κοινότητας εξόπλιζαν τους Έλληνες χωρικούς, προτρέποντάς τους να συμπράττουν με τους συμμορίτες. Όσοι Τούρκοι αντιστέκονταν εκτελούνταν. Ακόμα πολλές ντόπιες γυναίκες, έστρωναν τουρκικές σημαίες στους δρόμους, απ’ τους οποίους περνούσαν οι Έλληνες στρατιώτες για να τις ποδοπατούνε. Η ενέργεια αυτή ενοχλούσε ιδιαίτερα τους ντόπιους Τούρκους, που ζητούσαν εκδίκηση, όπως μάλιστα διατυπώθηκε στο ποίημα του M.Ruhi «Μεγάλη Αρχή», που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Η πατρίδα μου λέει». Κατά την διάρκεια της μετακίνησης των οθωμανικών στρατευμάτων προς τον Κλαπάδο, ώστε να αποφευχθεί η αιματοχυσία, μετά από παρέμβαση του μητροπολίτη και σύμφωνη γνώμη του Τούρκου νομάρχη, περισσότεροι από 100 μη μουσουλμάνοι στρατιώτες αυτομόλησαν προς τις ελληνικές δυνάμεις. Σύμφωνα με τον λοχαγό Hakki Efenti, από τη Σαμψούντα οι Έλληνες, μαζί με τους Κρητικούς εθελοντές ήταν 4.000 και μαζί με τους 5.000 ντόπιους ένοπλους, αποτελούσαν στρατό 9.000 ανδρών. Στις 14 (1) Δεκεμβρίου ο διοικητής των ελληνικών δυνάμεων στην Καλλονή, συζήτησε την περίπτωση παράδοσης των Τούρκων με τον συνταγματάρχη Abdulgani. Στις συζητήσεις παρευρίσκονταν από την Μουφτεία οι Ριφάτ και Ιχσάν Μπέη, ο αφέντης Καβέτσος και δύο Μυτιληνιοί. Ο Τούρκος συνταγματάρχης, αρνήθηκε την παράδοση λέγοντας ότι αυτό θα συμβεί μόνο όταν τελειώσουν τα πυρομαχικά των στρατιωτών του. Και αποχώρησε δίνοντας διαταγή ν’ αρχίσει η μάχη. Δεν γνωρίζουμε από κει και πέρα λεπτομερώς πως πήγε η μάχη. Τελικά λόγω εξάντλησης των πυρομαχικών του στρατού, υπογράφηκε στις οχτώ το πρωί ημέρα Σάββατο 21 (8) Δεκεμβρίου το πρωτόκολλο παράδοσης μεταξύ του λοχαγού Ahmed Ihsan και του αθυπασιστή της στρατοχωροφυλακής Kemal αφενός και του διοικητή του ελληνικού στρατού Ελευθερίου Βερνάρδου και του λοχαγού Κωνσταντίνου Μελά αφετέρου. Οι Τούρκοι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στον Μόλυβο, για να επιβιβασθούν σε πλοίο που θα τους μετέφερε στην απέναντι πλευρά. Στο δρόμο αντίκρισαν πολλά πτώματα συμπατριωτών τους μουσουλμάνων, αλλά και άλλων που είχαν υποστεί βασανιστήρια. Όπως ο 85χρονος πατέρας του ιμάμηHafiz Niyazi Efendi , που είχε σκοτωθεί από ντόπιους. Οι στρατιώτες σταμάτησαν και τον έθαψαν. Λίγο παραπέρα βρέθηκαν κρυμμένα πενήντα άτομα, ανάμεσα στα οποία και η γυναίκα του ιμάμη, τα οποία και πήραν μαζί τους στο Μόλυβο. Κατά την διάρκεια της πορείας τους, βρήκαν ακόμα 17 πτώματα. Κατά τις πολεμικές συγκρούσεις στη Λέσβο οι δύο πλευρές είχαν πολλούς νεκρούς. Περισσότερους είχαν οι Έλληνες. Συνολικά ένα λοχαγό, τρεις αξιωματικούς και 100 στρατιώτες νεκρούς, καθώς και 172 τραυματίες, ενώ οι τουρκικές δυνάμεις είχαν 29 νεκρούς και 32 τραυματίες. Από τους αμάχους όμως πέθαναν 105 μουσουλμάνοι με βασανιστήρια και κλάπηκαν 3.486 λίρες. Ο τουρκικός πληθυσμός των χωριών Φίλια, Υψηλομέτωπο, Δάφια, Τζουμαϊλί (Αρίσβη), Τσουμλέκιόϊ (Σκαλοχώρι) εξέλιπε οριστικά, ενώ στο Μπαλυζίκι, Κώμη, Σίγρι και Παράκοιλα οι καταστροφές ήταν περιορισμένες. Στην Καλλονή είχαμε πυρπόληση τεσσάρων μουσουλμανικών κατοικιών. Τελικά κατά την διάρκεια της κατάληψης ο μουσουλμανικός πληθυσμός δέχθηκε εξευτελισμούς, δολοφονίες, βιασμούς γυναικών. Στις 24 (11) Δεκεμβρίου, ο Sadrazam Kamil Pasa, που ενημερώθηκε από τη νομαρχία Αϊδινίου έδωσε παράγγειλε στη διοίκηση του οθωμανικού στόλου να μεταβεί στην Λέσβο και τη Χίο, προκειμένου να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες, δυστυχώς όμως στο κείμενο του τηλεγραφήματος σημειώθηκε η λέξη «άκυρο» και η διαταγή δεν εκτελέσθηκε. Μια μέρα μετά την παράδοση του τουρκικού στρατού, η διοίκηση της Σμύρνης έδωσε εντολή να καταληφθεί το ελληνικό πλοίο που θα μετέφερε τους Τούρκους αιχμαλώτους, αλλά η διαταγή δεν εκτελέσθηκε αφού η μεταφορά τους δεν έγινε με ελληνικό πλοίο. Το οθωμανικό κράτος πίστευε ότι η κατάληψη ήταν προσωρινή και ότι τα νησιά θα επανέρχονταν στην τουρκική κυριαρχία, γι’ αυτό συνέχισε να πληρώνει τους δημοσίους υπαλλήλους, μέχρι και τον Δεκέμβριο του 1912».





Ενότητα 7η: Περιοχές που εκτυλίχθηκαν οι μάχες

Το χωριό Πέτρα

Το χωριό που πλήρωσε βαρύτερα από κάθε άλλο το τίμημα της λευτεριάς της Λέσβου ήταν η Πέτρα. Εκεί εκδηλώθηκαν με τη μεγαλύτερη βαρβαρότητα τ’ άγρια ένστικτα των Τούρκων. Στις 8 Νοεμβρίου 1912 το Τηλεγραφείο Μυτιλήνης ανάγγειλε στον καϊμακάμη Μήθυμνας ότι ο ελληνικός στόλος είχε καταπλεύσει στη Μυτιλήνη κι αποβίβαζε αγήματα για κατάληψη της πόλης. Η χαρμόσυνη είδηση μεταδόθηκε αμέσως μ’ αστραπιαία ταχύτητα σ’ όλη την επαρχία μας.

Κατήφεια κι απογοήτευση κατέλαβε τους μουσουλμάνους, ενώ οι χριστιανοί άρχισαν να φτιάχνουν πυρετωδώς γαλανόλευκες σημαίες, με τις οποίες θα καλωσόριζαν τους λευτερωτές.

Γύρω στις 4 π.μ. της 9ης Νοεμβρίου το τορπιλοβόλο «14», με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Περικλή Αργυρόπουλο, ενώ έπλεε προς Λήμνο, αναγκάστηκε ν’ αγκυροβολήσει στον όρμο της Πέτρας, για να προφυλαχτεί από σφοδρή θύελλα.

Η είδηση της έλευσης ελληνικού πλοίου μεταδόθηκε «εν ριπή οφθαλμού» από πόρτα σε πόρτα. Όλοι οι Έλληνες κάτοικοι του χωριού κατέβηκαν στην προκυμαία, για να το καμαρώσουν. Κουνώντας μαντίλια χαιρέτιζαν τους ναύτες, που ανταπέδιδαν με τον ίδιο τρόπο το χαιρετισμό.

Οι λίγοι Τούρκοι της Πέτρας και οι ολιγάριθμοι «ζαπτιέδες», Τούρκοι χωροφύλακες, αποσύρθηκαν στη μικρή τους συνοικία στην Αγία Μαρίνα, μακριά απ’ την παραλία, κι ελάχιστοι μόνο παρακολουθούσαν μ’ έκδηλο σκεπτικισμό τα δρώμενα απ’ το ξύλινο καφενεδάκι του Χασάν, στηριγμένο σε πασσάλους στην άμμο, δίπλα στην αποβάθρα. Τέσσερις Πετρανοί λεμβούχοι ανέβηκαν στο τορπιλοβόλο, όπου πληροφορήθηκαν την κατάληψη της Μυτιλήνης απ’ τον ελληνικό στρατό, καθώς και τη νικηφόρα προέλασή του στο εσωτερικό του νησιού για την απελευθέρωση και της υπόλοιπης Λέσβου. Παραλήρημα χαράς κι ανείπωτης ευτυχίας, άκρατος ενθουσιασμός, ουρανομήκεις ζητωκραυγές, αναστάσιμοι πυροβολισμοί ήταν το κλίμα που κυριάρχησε στην παραλία, όταν οι λεμβούχοι έφεραν τα καλά νέα στους υπόλοιπους Πετρανούς, που εναγώνια περίμεναν την επιστροφή τους. Αμέτρητες βάρκες σεργιάνιζαν τον κόσμο γύρω απ’ το τορπιλοβόλο, για να το καμαρώσουν από κοντά, ενώ λουλούδια, φρούτα, γλυκά, τσιγάρα, ένα μοσχάρι κι άλλα δώρα, που ‘χαν αγοραστεί μ’ έρανο, δόθηκαν στο πλήρωμα.

Κείνες οι στιγμές ήταν πράγματι αλησμόνητες και παρέμειναν ανεξίτηλες στη μνήμη των γερόντων Πετρανών, που τις έζησαν και είχα την τιμή να μου τις διηγηθούν, δίχως να καταφέρουν να κρύψουν ένα ζεστό δάκρυ, που αυλάκωνε το ξερακιανό πρόσωπό τους.
Στις 9 π.μ. ανέβηκαν στο πλοίο ο διαπρεπής νομικός κι εξέχων ανατολιστής Νικόλαος Ελευθεριάδης κι ο διευθυντής του Δημοτικού Σχολείου Πολυχρόνης Ιακειμόπουλος, μεταφέροντας επιστολή της Δημογεροντίας στον κυβερνήτη του σκάφους, η οποία περιείχε στρατιωτικές πληροφορίες, που ανέπτυξε και προφορικά ο Ν. Ελευθεριάδης, με την παράκληση να παραμείνει το τορπιλοβόλο στην Πέτρα για προστασία των κατοίκων μέχρι την άφιξη του ελληνικού στρατού.

Το αίτημα έγινε αρχικά δεκτό. Όμως στις 4.30 μ. μ., ύστερα από κοινή απόφαση με τη Δημογεροντία, ο κυβερνήτης έδωσε διαταγή ν’ αποπλεύσει το πλοίο, σε μια προσπάθεια να συναντήσει κάποιο αντιτορπιλικό του στόλου, με τη βοήθεια του οποίου η προστασία της Πέτρας θα γινόταν αποτελεσματικότερη. Όντως συνάντησε τ’ αντιτορπιλικά «Βέλος», «Ιέραξ» και «Νίκη» κοντά στο «Γενί Λιμάνι», που παρά τις υποσχέσεις δεν έσπευσαν τελικά για βοήθεια. Ο Π. Αργυρόπουλος, αφού τορπίλισε εχθρικό πλοίο στ’ Αϊβαλί, επέστρεφε μόνος στην Πέτρα. Στ’ ανοιχτά της Συκαμιάς συνάντησε το «Ιέραξ», ο κυβερνήτης του οποίου Αντώνιος Βρατσάνος ανακοίνωσε στον υποπλοίαρχο ότι ο Π. Κουντουριώτης διέταξε να συγκεντρωθούν όλα τα πλοία στο Μούδρο. Παρά τις σοβαρές αντιρρήσεις του Π. Αργυρόπουλου ο κυβερνήτης του «Ιέραξ» του θύμισε τις αυστηρές «ντιρεκτίβες» του ναυάρχου κι έτσι με «μισή καρδιά» ο υποπλοίαρχος χάραξε ρότα προς Μούδρο. Εκεί σε προσωπική επαφή με τον αρχηγό του στόλου τού έθεσε το θέμα της άμεσης αποστολής βοήθειας στην Πέτρα, χωρίς όμως να καταφέρει να τον πείσει. Σ’ έκθεσή του ο Π. Αργυρόπουλος, μ’ αριθμό πρωτοκόλλου 157, που έστειλε στις 19-4-1913 στους «σεβαστούς δημογέροντες της Πέτρας» Θεμιστοκλή Γ. Φραγκάτο, Αριστείδη Σ. Σέρεσλη και Μιχαήλ Σ. Τερζόπουλο, εξιστορεί όλες τις ενέργειές του και τονίζει ότι «έχει δικαίως τη συνείδησή του επαναπαυμένη και είναι ο ολιγότερον παντός ευθυνόμενος διά τα δεινά, άτινα κατόπιν ενέσκηψαν εις την γραφικήν και ωραίαν κωμόπολιν και εις τους γενναίους κατοίκους της, αφού ενήργησε παν ό,τι ήτο δυνατόν και επιτετραμμένον και πλέον μάλιστα τούτου». Οι ζαπτιέδες την επόμενη κι όλας μέρα απ’ την αναχώρηση του αντιτορπιλικού «14» περιφέρονταν πάλι ένοπλοι στους δρόμους της Πέτρας, πάλι αγέρωχοι, πάλι «κράτος εν κράτει».

Η κατάσταση επιδεινώθηκε, όταν έκανε την εμφάνισή του τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα, που συνεπικουρούμενο από Τούρκους αντάρτες, τους «φενταήδες» ή «μπασιμπουζούκους» άρχισε την τρομοκρατία. Οι ξυλοδαρμοί, οι απαγωγές, οι φόνοι αθώων πολιτών, οι λεηλασίες σπιτιών και καταστημάτων κράτησαν ένα σχεδόν μήνα. Το πρώτο θύμα ήταν ο Λευτέρης Τατάς, που τον απήγαγαν και τον κατακρεούργησαν σε ρεματιά, κι από τότε το γεφύρι που υπάρχει εκεί θα ονομαστεί απ’ το παρανόμι του Τατά «Γεφύρι του Γιαχγιά».

Την Κυριακή, 2 Δεκεμβρίου, κατέφθασαν στο χωριό, προερχόμενοι απ’ τον Κλαπάδο, ο υπολοχαγός Χικμέτ με το λόχο του, σκοπεύοντας ν’αποκρούσουν πιθανή απόβαση των ελληνικών απελευθερωτικών δυνάμεων.

Απ’ τη στιγμή, που πάτησε το πόδι του στην Πέτρα ο φανατισμένος κι αιμοχαρής Χικμέτ, η κατάσταση έγινε ακόμα πιο τραγική. Όπως δήλωσε υπεροπτικά στο Ν. Ελευθεριάδη, «είχε πυρπολήσει δυο χωριά στη Μακεδονία, που τα υπερασπίζονταν Έλληνες αντάρτες του μακεδονικού αγώνα, κι αν ήταν αναγκαίο, θα παρέδιδε στο έλεος της φωτιάς και την ίδια την Πέτρα».

Την αυγή της 4ης Δεκεμβρίου εμφανίστηκαν ανοιχτά της Πέτρας τα εξοπλισμένα επίτακτα ατμόπλοια: «Εσπερία», «Μυκάλη», «Αρκαδία» και «Αθήναι». Επικεφαλής της μοίρας ο πλοίαρχος Ιωάννης Δαμιανός, κυβερνήτης του πρώτου ευδρόμου.

Ο Χικμέτ παρέταξε το λόχο του στην παραλία, προφυλαγμένο πίσω απ’ τον υπερυψωμένο αμαξιτό δρόμο, κι άρχισε το ντουφεκίδι εναντίον των πλοίων, μ’ αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο Χαράλαμπος Σοφιός, δίοπος του «Αρκαδία», καταγόμενος απ’ τα Κύθηρα.
Βέβαια ο Χικμέτ γνώριζε ότι δεν μπορούσε να προξενήσει ζημιές στα πλοία με τα ντουφέκια ούτε να εμποδίσει μια επιχειρούμενη απόβαση. Ο στόχος του όμως ήταν να προκαλέσει μερικές βολές απ’ τα πυροβόλα των πλοίων, για ν’ αποδώσει σ’ αυτές τον εμπρησμό του χωριού, τον οποίο τελεσίδικα είχε αποφασίσει να πραγματοποιήσει.
  Μόλις λοιπόν τα πλοία έριξαν μια – δυο βολές έξω απ’ το χωριό, οι Τούρκοι σταμάτησαν τους πυροβολισμούς κι ομάδες – ομάδες μ’ άναρθρες κραυγές κι ανατριχιαστικό ποδοβολητό άρχισαν το καταστροφικό τους έργο. Πρώτα πυρπόλησαν τη Δημογεροντία και μετά τα καταστήματα και τις αποθήκες λαδιού στην αγορά. Στη συνέχεια έκαναν εφόδους στα σπίτια κι απογυμνώνοντάς τα από κάθε πολύτιμο αντικείμενο τα κατάβρεχαν με πετρέλαιο κι έβαζαν φωτιά, ενώ ταυτόχρονα πυροβολούσαν τους κατοίκους, καθώς έντρομοι έβγαιναν στο δρόμο, πηδώντας κι απ’ τα παράθυρα ακόμα, για να γλιτώσουν.
 Τ’ απόγευμα οι πυροβολισμοί σταμάτησαν και οι Τούρκοι εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς απ’ το χωριό. Κανένας Πετρανός όμως δεν ένιωθε ασφαλής, γιατί δε γνώριζε τι προμηνούσε αυτή η παράξενη σιωπή.
 Απ’ όλες τις συνοικίες πυκνοί καπνοί υψώνονταν στον ουρανό, ενώ τη νύχτα το θέαμα της καιόμενης Πέτρας ήταν πέρα για πέρα εφιαλτικό.
 Το πρωί της 5ης Δεκεμβρίου οι Πετρανοί μάθαιναν από στόμα σε στόμα τα πρώτα ονόματα των συγχωριανών τους, που «εν ψυχρώ» είχαν δολοφονηθεί την προηγούμενη μέρα απ’ τους αλλόφρονες Τούρκους : Κυριάκος Δεληγιάννης, Νικόλαος Μαλλίδης, Σταύρος Τατάς, Δημήτριος Χρυσοστόμου, γνωστότερος ως «Μήτρους τς Μήτραινας», Γεώργιος Φωτιάδης, δημογέροντας. Ο Ν.  Ελευθεριάδης τραυματίστηκε ευτυχώς ελαφρά.
 Ο Ιωάννης Δαμιανός έδωσε διαταγή να μεταφερθούν με βάρκες όλοι οι Πετρανοί στο «Αθήναι» γι’ άμεση περίθαλψή τους.
 Στις 8 Δεκεμβρίου, όταν πια είχε υπογραφεί στον «Πετσοφά» το «Πρωτόκολλο Παραδόσεως», αποβιβάστηκε στην Πέτρα ναυτικό άγημα και στη συνέχεια ακολούθησε η αποβίβαση των κατοίκων.
 Στις 9 Δεκεμβρίου κυμάτιζε περήφανα στο βράχο της Γλυκοφιλούσας η γαλανόλευκη. Παρελθόν αποτελούσαν πια για τους Πετρανούς τα «Φόβια», που είχαν βιώσει και οι πρόγονοί τους το 1823.

(Νίκος Παπαδέλλης Φιλόλογος)

Η Αγίασος Τα διαδραματισθέντα στην Αγιάσο κατά το 1912 γεγονότα καταγράφει περιληπτικά και ο αείμνηστος Στρατής Κολαξιζέλης, στο πέμπτο τεύχος του πονήματός του «Θρύλος και ιστορία της Αγιάσου της νήσου Λέσβου», το οποίο εκδόθηκε στη Μυτιλήνη το 1953 και συσσωματώθηκε αργότερα, το 1997, στη φωτομηχανική ανατύπωση του όλου έργου η οποία πραγματοποιήθηκε με δαπάνη του Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών Αθήνας. Γίνεται αναφορά στη συγκρότηση επιτροπής προκρίτων, στη μετάβασή της στις 9 του Νοέμβρη στη Μυτιλήνη για την εκδήλωση της οφειλόμενης ευγνωμοσύνης προς την ελληνική στρατιωτική διοίκηση, στην οργάνωση πολιτοφυλακής και στο διορισμό του δικηγόρου Ευστρατίου Τζανετή ως προϊσταμένου της και ως αστυνομικού σταθμάρχη, στην πραγματοποίηση συλλαλητηρίου στις 3 του Δεκέμβρη στη Μυτιλήνη από υπερχίλιους κατοίκους με αίτημα την ένωση με την Ελλάδα, στη συμμετοχή αποδήμων στη «Λεσβιακή Φάλαγγα» ενόψει της αναμενόμενης μάχης του Κλαπάδου, στα δωρήματα του Ιερού Ναού της Παναγίας για την ενίσχυση του ελληνικού στόλου, και σε άλλα. Ενδεικτικό του πλεονάζοντος ενθουσιασμού των μέχρι χθες υπόδουλων Λέσβιων είναι και το γεγονός της ανάληψης δράσης από οπλισμένες ομάδες πολιτών, οι οποίες δεν είχαν την έγκριση του στρατιωτικού διοικητή. Δέον να σημειωθεί ότι και Τούρκοι ένοπλοι, κυρίως στο βόρειο μέρος του νησιού, δρούσαν ανεξέλεγκτα, επιβάλλοντας τα «φόβια». Μια τέτοια ένοπλη ομάδα Πλωμαριτών με αρχηγό το Μανόλη Σιταρά κατέφθασε στην Αγιάσο, καταπώς γράφει η εφημερίδα «Σάλπιγξ» Μυτιλήνης, και ήθελε ν’ αφοπλίσει την περιδεή ανίσχυρη τουρκική φρουρά. Οι Αγιασώτες θεώρησαν προσβλητική αυτή την παρέμβαση και μειωτική για τους ίδιους, πράγμα που ανάγκασε τους Πλωμαρίτες ν’ αποχωρίσουν άπραχτοι. Ο συλλογέας λαογραφικού και γλωσσικού υλικού Στρατής Τσόκαρος μου ανέφερε πως οι ένοπλοι κατέλαβαν θέσεις μάχης στην Αγορά της Αγιάσου και πως είχαν στραμμένα τα όπλα τους προς το κονάκι, δηλαδή προς το διοικητήριο, το οποίο βρισκόταν στο χώρο του μέχρι τελευταία λειτουργήσαντος ιχθυοπωλείου. Κυκλοφορεί μάλιστα ευρύτατα ως τις μέρες μας το ανέκδοτο, σύμφωνα με το οποίο κάποιος ένοπλος, ονόματι Λούπος, είχε μετερίζι ένα τουλούμι και κατά διαστήματα άπλωνε το χέρι του, έπιανε τουλουμοτύρι και έτρωγε. Ένας από τους αδερφούς παντοπώλες Νουλέληδες, τις Ρουδιές, ή ο Γρηγόρης ή ο Θεμιστοκλής, βλέποντας να λιγοστεύει το περιεχόμενο του τουλουμιού, λέγεται ότι απευθύνθηκε στον «ταμπουρωμένο» και του είπε συμβουλευτικά: ε παλ’κάρ’, σακίντ’σι, γιατί γη σφαίρα τρυπά ντου του τουλούμ’ ! (ΜΑΤΙΕΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑΣΟ ΤΟΥ 1912, ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ)

Το Σκαλοχώρι

Το μέγα γεγονός της απελευθέρωσης του χωριού του Σκαλοχωρίου, περιγράφει με την αμεσότητα του ανθρώπου που τα βίωσε, ο Ανέστης Θεοδοσίου, γραμματέας της Κοινότητας, μέλος της επαρχιακής συνέλευσης της δυτικής Λέσβου και γενικώς ζωντανός παράγοντας της εποχής του. Η περιγραφή, περιέχεται στο ημερολόγιο που κρατούσε με τον τίτλο «ΚΩΔΗΞ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ Σκαλοχωρίου ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ», που εκδόθηκε το 2005 από τον Σύλλογο Σκαλοχωριτών Αθηνών, υπό την προεδρία του Αδάμ Καρέκου και την επιμέλεια του φιλολόγου Χρήστου Χατζηλία. Από το πολύτιμο αυτό ντοκουμέντο δανειζόμαστε εκείνες ακριβώς τις σελίδες που αναφέρονται στο γεγονός που μνημονεύουμε με την ανά χείρας έκδοση, διατηρώντας τη σύνταξη και την ορθογραφία του πρωτοτύπου:

 «Η Αναγένισεις της Ελλάδος εγένετω παρά του αξιοτίμου κυρίου Ελευθερίου Βενιζέλου από την ημέραν όπου εξελέχθη προθυπουργός της Ελλάδος, εκανόνισε και εκτέλεσαι θαύματα δια όλον το έθνος ημών μέγας ευεργέτης. Εκύριξε τον πόλεμον κατά της τουρκείας προς απαλευθέρωσιν πάντων των ομογενών προ πάντων δια την Μακεδονίαν & των εν τω αιγέω Νήσων, η Έναρξεις εγένετω τω 1912 Οκτωμβρίου αρχάς δια του Ισχυρού στόλου. Κατά πρώτον κυριεύσας την μεγαλόπολιν Θεσσαλονίκην, την αφεσπέρας του Αγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, το τότε  τέμενος ευθύς μετεβλίθη & πάλιν εις εκκλησιάν, μετά ταύτα εκυριεύθησαν   Η Νήσος Λήμνος, Τένεδος, Ίμβρος, Σαμοθράκη, Άγιος Στράτης, τη δε ογδόη Νοεμβρίου ημέτα των Ταξειαρχών, η ήμισος νήσος ημών Μυτιλήνης μέχρι τζαμλικιού ανεμποδίστως. Από      τσαμλίκειον  μέχρι του Σιγρίου ακόμη από τουρκεικής  φρουράς. Έχουσα ως μεγάλην αμύνην το όρος του Κλαπάδου, το ονομαζόμενον Σκοτινόν Όρος.

Εκεί επάνω ευρίσκετο ο τουρκικός στρατός και εις τα κάτωθεν περίχωρα άνω των δύο χιλιάδων με πολλά πολεμοφώδια. Την δε Τρίτη Δεκεμβρίου εγένετο έφοδος επί το αυτό όρος παρά του ελληνικού στρατού Κυριεύσας και νικήσας τους τούρκους εντός 2-3 ημερών, πολλοί εκ των τούρκων έφυγον και εθανατώθησαν εχμαλοτύσθισαν και άνω των χιλίων καθώς και ο αρχηγός αυτών επ’ ονόματι (Γαννής) την πρωίαν της έκτης 10βρίου, ημέραν του Αγίου Νικολάου ελευθερώθη όλοι η νήσος ημών από τον τουρκικόν ζυγόν. Επίσης και η πλησίον Νήσος Χίου, με πολύν αντίστασιν από πολλών ημερών, εκυριεύθη και αυτή την 11ην 9βρίου το 1912, ημέρα του Αγίου Μηνά. Ας αναφέρωμεν και ολίγα τινά περί της ημών Κοινότητος. Ήτον ο δεύτερος Κλαπάδος οι εγχώριοι Οθωμανοί φανατικοί άγριοι καθ’ ημών, Μικροί τε και Μεγάλοι Οπλισμένοι ος ίδος αστακοί σταυροηδός εις τα στύθοι με σφέρας και πολύκροτα και λόχας από 15β ετών και άνω, καθώς και πολλοί άλλοι ξένοι, καθημερινός δεν έλιπον το να περιφέρονται εις το χωρίον, φόβος μέγας και τρόμος εις ημάς τους Χριστιανούς. Όλα τα επίσημα πρόσωπα, Ιερεύς διδάσκαλοι και ευπορούντες άφηνων τας οικίας αυτών και διενυκτόρευων εις οικίας πτωχικάς και ασημάντους προς ελευθέρωσιν της ζωής ημών. Διότι εν εσπέρα πριν κυριευθή ο Κλαπάδος, συνήλθον οι Οθωμανοί εγχώριοι και ξένοι, εν τω λουτρώ (χαμάμ) δια Νυκτός έχοντας και εγγρίναντες εις το να κάνουν σφαγήν ημάς τους Χριστιανούς και λεηλατίσουν τας οικίας και πράξουν παν άτιμον, ος και έπραξαν εις Μεσώτοπον, τελώνεια και προ παντών εν τω χωριό Πέτρας εφόνευσαν ελεϊλάτησαν και έκαυσαν. Το αυτώ ήθελεν συμβεί και εις ημάς, ο Άγιος Θεός και η Χάρης του Αγίου Γεωργίου μας, διεφύλαξεν εκ του Κινδύνου. Εις Οθωμανός τους εμπόδισε του αυτού σκοπού. Μετά την πτώσειν του Όρος Κλαπάδου έρχεται πλέον η ελευθερία Σκαλοχωρίου τη εννάτη 10βρίου 1912, ημέρα Κυριακή μετά την θείαν λειτουργείαν εφάνησαν πρόσκοποι Αντάρτοι κατά πρώτον ως 10 άτομα οπλοισμένοι εν τη Σχολή το εσπέρας άλλοι 40-50 την επαύριον επληθύνθησαν έος εκατώ και άνω από διάφορα μέροι και άγνωστοι άνευ αρχηγού 2-3 και Αρχηγίον. Άρχησαν να λεϊλατούν τας τορκικάς οικίας όλα τα τουρκικά παντωπωλεία τα ερίμαξαν όλοι οι οθωμανοί εκρίβισαν από τον φόβων των ανταρτών, έμβεναν εις τας οθωμανικάς οικίας άρπαζαν εκ των οθωμανίδων τα κοσμήματα αυτών και ατίμαζων αυτάς, τα τιαύτα βλέποντες και οι εγχώριοι Χριστιανοί φαβλόβιοι, όλα τα ευπορούντα τα καταρήμαξαν δεν τους άφησαν έπιπλα και χαλκόματα, όλα τα άρπαξαν τους άφησαν ελεϊνός οι ούτοι άθλιοι. Πολλοί τινές Χριστιανοί Εύσπλαχνοι Εφύλαξαν Οθωμανούς και μερικάς οικίας και δεν έπαθον Άλλοι μόνον από χρήμα έπαθον, Αλλά και η ζωοί αυτών εσόθοι. Εκ των ανταρτών εφονεύθησαν 15-16 Οθωμανοί οι Χριστιανοί αν δεν ήτον πολλούς ακόμη ήθελον φονεύσει, Εν τη διαμονή τριών ημερών των Ανταρτών οι Κοινότης επέπσε εις έξοδα άνω των 30 λυρών προς διατίρισιν αυτών καθώς και εις χρήμμα. Τη δωδεκάτη του αυτού Μηνός, μας ήλθα Αρχιαστυνόμος με εξ , επτά πεζοναύτας εκ πέτρας, εις την εμφάνισιν αυτών πάντες οι Αντάρτοι ανεχώρισαν. Η ελληνική Σημέα ανεψόθη εν τη Ιερά Εκκλησία, η υππδοχοί αυτών εγένετω εν ενθουσμώ, εψάλη δοξολογεί, Εξεφωνείσθη λόγος και εψάλη ο Πολυχρονισμός του βασιλέος Γεωργίου και διαδόχου παρά του Αγαθαγγέλου Ανέστου Θεοδοσιάδου. Τη δε 16-17 έγθασεν ο Φρόαρχος του Μολύβου κύριος Αθ. Σαραντόπουλος με 150 στρατιώτας οι εγχώριοι Άνδρες Γυνέκες και οι Μαθηταί και Μαθήτριαι προ υπαντίσαμεν αυτούς εν τη λίμνη με τα σημέας και εν ψαλμοίς και ύμνοις εισήλθαμεν εν τω χωρίω καθώς και εν τη Ιερά Εκκλησία φωταγωγούσα, η παράταξεις εγένετω έτη ανωτέρα της πρώτης με μεγάλην τάξειν και του Στρατού. Μετά τρεις ημέρας αναχωρεί ο Φροάρχος μετά του στρατού εις το χωρίον φίλια αφήσας προς ημάς 20 στρατιώτας και 10 διά Ανεμώτιαν δεν την επεσκέφθη όμος και 10 ετέρους δια φίλιαν, πολλοί εξ ημών προεπέμψαμεν αυτούς μέχρι φίλιας. Αλλά και εκεί εγένετω μεγάλη προϊπάντισεις ανωτέρα του χωριού μας. Αλλά η εκκλησιαστική παράταξεις αυτών, ήτον πολλοί κατωτέρα της ημών». (ΣΚΑΛΟΧΩΡΙ: ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ)


Πλωμάρι Η κατά το 1912 κήρυξη του ελληνοτουρκικού πολέμου, ενέβαλε σ’ όλους τους Λεσβίους την ιδέα της απελευθέρωσής τους. Οι Λέσβιοι της Αθήνας κατάρτισαν ανταρτικό σώμα, με σκοπό να αποβιβαστούν και να δράσουν επαναστατικά. Το σώμα αυτό επιβιβάστηκε σε ιστιοφόρο και μετά από λίγες μέρες έφτασε και περιέπλεε τα νότια παράλια του νησιού.

Μια νύχτα αποβίβασε στη θέση Μελίντα, δυτικά του Πλωμαρίου, έναν απ’  αυτούς τους αντάρτες, με την εντολή να έρθει στο Πλωμάρι για να αναγγείλει την άφιξη των ανταρτών και την απόφασή τους να αρχίσουν επαναστατική δράση από την περιφέρεια Πλωμαρίου.

Οι προύχοντες βλέποντας τους κινδύνους στους οποίους υπήρχε η πιθανότητα να περιέλθουν οι κάτοικοι, υποθάλποντας τους αντάρτες, συμβούλεψαν να μην προχωρήσουν σε υλοποίηση του σχεδίου, αν προηγουμένως δεν έφτανε και ελληνικό πολεμικό πλοίο για να υποστηρίξει τους κατοίκους από ενδεχόμενες πράξεις βίας και αντεκδικήσεις εκ μέρους των Τούρκων. Ο αγγελιοφόρος των ανταρτών μετέφερε τις συστάσεις αυτές στον αρχηγό του ανταρτικού σώματος Λαγίδη και την ίδια νύχτα το σώμα αναχώρησε άπρακτο από την Μελίντα. Παράλληλα και ανεξάρτητα από τις παραπάνω ενέργειες, γίνονταν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Πρωτοσύγγελο Μυτιλήνης Βασίλειο, τον Θρασύβουλο Μελανδινό και τον Πέτρο Πετρέλλη αφ’ ενός και τους Γρηγόριο Ι.Βουλαλά και Μαλιάκα Λαίλιο (από κείμενο του οποίου αντλείται μεγάλο μέρος αυτών των πληροφοριών)αφ΄ετέρου στόχος ήταν να σταλεί βενζινάκατος που θα μετέφερε επιστολή προς τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη στον Μούδρο, όπου ναυλοχούσε ο ελληνικός στόλος. Με την επιστολή θα εκφραζόταν ο πόθος των Λέσβίων για επίσπευση της απελευθέρωσης του νησιού. Εν τω μεταξύ Πλωμάρι συνέβη ένα απρόβλεπτο επεισόδιο, το οποίο αναστάτωσε την πόλη και συνετέλεσε στην επίσπευση της δράσης του ελληνικού στόλου. Μερικοί στρατιώτες του τουρκικού αποσπάσματος που έδρευε στο Πλωμάρι, στις 29 Οκτωβρίου 1918 από περιέργεια μπήκαν στο δημοτικό σχολείο του Ταρσανά. Ο γέρος δάσκαλος Παναγιώτης Στεφανίδης, νομίζοντας πως οι στρατιώτες μπήκαν για να κακοποιήσουν τους μαθητές, άρχισε να καλεί τους πολίτες σε βοήθεια. Αστραπιαία διαδόθηκε σ’ όλη την πόλη ότι οι Τούρκοι εισέβαλαν στα σχολεία και σφάζουν τους μαθητές. Ακολούθησε πανικός. Οι γονείς έσπευδαν αλλόφρονες στα σχολεία, οι καταστηματάρχες έκλεισαν τα καταστήματά τους, ο κόσμος έτρεχε στους δρόμους πανικόβλητος. Αμέσως σχηματίστηκαν ένοπλες ομάδες πλωμαριτών που κατέλαβαν τα υψώματα γύρω από την πόλη. Αντίστοιχα οι Τούρκοι στρατιώτες πήραν τα όπλα και κατέλαβαν επίκαιρα σημεία πυροβολώντας εναντίον πολιτών που δεν υπάκουαν στις διαταγές τους. Θύμα της σύγκρουσης αυτής ήταν ο ένοπλος πολίτης Δ. Πιτσιλαδής, που πήγαινε στο σχολείο για να παραλάβει το γιο του. Ο φόνος αυτός εκτράχυνε ακόμα περισσότερο τα πράγματα, που πήραν πλέον επαναστατική μορφή. Οι ένοπλες δυνάμεις των πολιτών πυροβολούσαν κατά των Τούρκων στρατιωτών, τους οποίους και ανάγκασαν να αναχωρήσουν για τη Γέρα για να σωθούν από τη μανία των Πλωμαριτών. Δυο μέρες αργότερα, στάλθηκε στο Πλωμάρι αγγελιοφόρος από τους Έλληνες προύχοντες της Γέρας για να πληροφορήσει την Δημογεροντία πως Τούρκοι στρατιώτες προετοιμάζονταν για εχθρική επίθεση κατά της πόλης. Αμέσως σχηματίσθηκε επιτροπή αποτελούμενη από τον τότε Δήμαρχο Ιωάννη Πούλια, τον Δικαστή Γιώργο Πρωτούλη και άλλους. Η επιτροπή συνάντησε το τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα και αφού δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις, συμφώνησαν να θεωρηθεί το επεισόδιο λήξαν. Παρ’ όλ’ αυτά, το αιματηρό επεισόδιο και η γενική ένταση συνετέλεσαν πολύ στο ν’ αρχίσει να γεννιέται σε μερικούς Πλωμαρίτες σοβαρή σκέψη για το πώς θα μπορούσε να επισπευσθεί η κατάληψη του νησιού από τον ελληνικό στόλο. Έτσι οι Πλωμαρίτες Δημήτριος Λαγουμίδης, Αντώνιος Ξυπτεράς, Εμμανουήλ Χατζηβασιλείου, Γεώργιος Βότσαλος και Μαλιάκας Λαίλιος, συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του Βότσαλου (αρχές Νοεμβρίου 1912) και συνέπτηξαν κομιτάτο με σκοπό την με κάθε μέσο επίσπευση της απελευθέρωσης της Λέσβου. Το πρόγραμμα των ενεργειών τους αρχικά περιοριζόταν στα εξής σκέλη: 1.- Σύνταξη αναφοράς εκ μέρους των Δημογερόντων στην οποία θα διεκτραγωδούσαν τη δημιουργηθείσα κατάσταση και θα προσκαλούσαν το Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη να επισπεύσει την απελευθέρωση του νησιού. Επειδή η Δημογεροντία δε θα συμφωνούσε, οι υπογραφές των Δημογερόντων θα πλαστογραφούνταν και στην αναφορά θα έμπαινε η επίσημη σφραγίδα της Δημογεροντίας με παράνομο, προφανώς ( για τον κατοχικό νόμο), τρόπο. 2.- Αποφασίστηκε η αποστολή της αναφοράς με ειδικό πλοιάριο που θα διηύθυναν γενναίοι ναύτες και αποφασισμένοι για όλα. Η αναφορά συντάχθηκε από τους Δημήτριο Λαγουμίδη και Μαλλιάκα Λαίλιο και αφού πλαστογραφήθηκαν οι υπογραφές των μελών της Δημογεροντίας και σφραγίσθηκε με τη σφραγίδα της, που έκλεψαν τη νύχτα από το Κοινοτικό γραφείο (παραβιάζοντάς το), στάλθηκε στο ναύαρχο με πλοιάριο στο οποίο επέβαιναν οι Ιωάννης Πετρέλλης, Γεώργιος Λύτρας ή Ευαγγελινέλλης, Δημήτριος Τσακίρης και Γεώργιος Τόμπρας ή Πολυχνιάτης. Αυτοί μετά από δυο μέρες έφτασαν στο Μούδρο και παρέδωσαν την αναφορά προσωπικά στο ναύαρχο Κουντουριώτη. Ο ναύαρχος πείσθηκε πως επιβάλλεται η άμεση κατάληψη και απελευθέρωση της Λέσβου και συνεννοήθηκε με ασύρματο με την Κυβέρνηση, απ’ την οποία πήρε την συγκατάθεση για άμεση δράση. Διέταξε αμέσως να ετοιμαστούν μερικά πλοία του στόλου και την 7η Νοεμβρίου 1912 ο στόλος με επικεφαλής τον «Αβέρωφ» έπλευσε προς τη Μυτιλήνη, όπου έφτασε μετά τα μεσάνυχτα. Οι απεσταλμένοι Πλωμαρίτες αποβιβάστηκαν πρώτοι από τον «Αβέρωφ» και κρατώντας στα χέρια την ελληνική σημαία, την περιέφεραν από τα ξημερώματα στην προκυμαία της Μυτιλήνης. Μέσα σε φρενίτιδα ενθουσιασμού και ζητωκραυγές η μουσική του «Αβέρωφ» παιάνιζε το «Μαύρη ειν’ η νύχτα στα βουνά». Όπως έγινε γνωστό τις πρώτες πρωινές ώρες της 8ης Νοεμβρίου 1912 έγινε η αποβίβαση του ναυτικού αγήματος στη Μυτιλήνη, που κατέλαβε την πόλη και εγκατέστησε Ελληνικές Αρχές. Στο Πλωμάρι ο λαός, αφού κατέλαβε, τις αρχές και αποφυλάκισε τους κρατούμενους στις φυλακές, έθεσε υπό περιορισμό τους Τούρκους δημοσίους υπαλλήλους. Επειδή όμως λόγω των κακών διαθέσεων διαφόρων κακοποιών στοιχείων απειλείτο διασάλευση της τάξης και κακοποίηση των Τούρκων δημοσίων υπαλλήλων, τη νύχτα της 9ης προς την 10η Οκτωβρίου 1912 απεστάλη μετά από παράκληση των τοπικών αρχών το εύδρομο «Μακεδονία» με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Λυκούργο Τσουκαλά . Το «Μακεδονία» έφερε άγημα 120 πεζοναυτών υπό τον υποπλοίαρχο Ιωάννη Δεμέστιχα και τον ανθυποπλοίαρχο Νικόλαο Ρίτσο, καθώς και τον Γεώργιο Καρατζά, για να εγκαταστήσει προσωρινές αρχές στο Πλωμάρι. Κατά την 1μ.μ. ώρα το «Μακεδονία» αγκυροβόλησε ανοιχτά του Πλωμαρίου (λιμάνι ακόμα δεν διέθετε η πόλη), όπου ακούγονταν πυροβολισμοί και κωδωνοκρουσίες, ενώ μεγάλο πλήθος είχε γεμίσει την παραλία μέσα σε φρενίτιδα ενθουσιασμού. Την ίδια στιγμή το «Μακεδονία» χαιρέτιζε το Πλωμάρι με 11 κανονιοβολισμούς. Το πλήθος έξαλλο τραγουδούσε και χόρευε, ενώ λόγιος Ευστράτιος Μαραγγέλης ή Γραμματίκα, παρά την ηλικία του, γύριζε τους δρόμους κρατώντας μία τεράστια Ελληνική σημαία. Μόλις το πλοίο αγκυροβόλησε κατέφθασαν λέμβοι γεμάτες από Πλωμαρίτες που βγήκαν σε προϋπάντησή του. Ανέβαιναν στο κατάστρωμα, έκαναν το σημείο του σταυρού, φιλούσαν τα τηλεβόλα και τη σημαία με την οποία σκούπιζαν τα δάκρυα που πλημμύριζαν τα μάτια τους. Αμέσως μετά την αγκυροβολία, ο κυβερνήτης Τσουκαλάς διέταξε να κατεβεί λέμβος στην οποία επιβιβάστηκαν ο υποπλοίαρχος Φωστίνης και ο ανθυποπλοίαρχος Λ.Καμπάνης. Η Λέμβος έχοντας αναρτήσει λευκή σημαία στην πλώρη προσήγγισε στην αποβάθρα, πάνω στην οποία είχε στρωθεί πολυτελέστατο χαλί. Εκεί περίμεναν πλωμαρίτες τυλιγμένοι με γαλανόλευκες κορδέλες και δίπλα τους σε παράταξη μαθητές και μαθήτριες που κρατούσαν σημαίες και λουλούδια. Οι Έλληνες αξιωματικοί ζήτησαν να ειδοποιηθεί ο Τούρκος υποδιοικητής Πλωμαρίου και ο Φωστίνης του παρέδωσε έγγραφο με το οποίο εζητείτο η παράδοση της πόλης. Ο υποδιοικητής Μπαχά Βέης του απάντησε ότι η πόλη από διημέρου είχε παραδοθεί και συνεπώς δε θα αντιδρούσε κανείς στην κατάληψή της, από τον ελληνικό στρατό. Στη συνέχεια όλοι ξεκίνησαν για το Διοικητήριο. Σημαιοστολισμένη η πόλη περίμενε την άφιξη των στρατιωτών. Από την αποβάθρα μέχρι το Διοικητήριο, όλα τα κτίρια ήταν στολισμένα με μικρές σημαίες και θυρεούς με τα εθνικά χρώματα. Αξιωματικοί και στρατιώτες φέρονταν πάνω στους ώμους των Πλωμαριτών, ενώ συνεχείς κωδωνοκρουσίες καλούσαν το λαό στον καθεδρικό ναό του Αγίου Νικολάου, όπου τελέστηκε δοξολογία, με απερίγραπτη συρροή κόσμου. Ο αρχιμανδρίτης Παπαγεωργίου και ο δάσκαλος Ζεϊμπέκης, εκφώνησαν λόγους συγκλονιστικούς, γεμάτους πατριωτική έξαρση. Στους λόγους αυτούς ανταπάντησε ο πλωτάρχης Τσουκαλάς, που ευχαρίστησε τους Πλωμαρίτες για τον πατριωτισμό και την γενναιότητά τους. Όλο το εκκλησίασμα είχε ξεσπάσει σε δάκρυα. Δάκρυα χαράς και ανακούφισης καθώς έβλεπαν την πατρίδα τους ελληνική, μετά από 450 χρόνια δουλείας. ΄Επειτα μετέβησν στή Λέσχη Αναγνωστήριο Βενιαμίν ο Λέσβιος, όπου παρετέθηκαν αναψυκτικά και εκφωνήθηκαν και άλλοι λόγοι. Στις 7μ.μ μέσα σε φρενίτιδα ενθουσιασμού και βαθειάς συγκίνησης οι αξιωματικοί και οι ναύτες αφού χορήγησαν στους κατοίκους αρκετά όπλα γιά την άμυνα τους, επιβιβάσθηκαν στο «Μακεδονία» και ανεχώρησαν προς Μυτιλήνην. (Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΠΛΩΜΑΡΙΤΩΝ ΣΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ, Της Αμφιτρίτης Καζάζη.)

Ενότητα 8η : Το εύδρομον ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ που συνέβαλλε στην απελευθέρωση του νησιού

Το εύδρομον ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ Α/Π ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 1912. Αυτό το επιβατηγό γραμμής τύπου «closed-base» ήταν ένα από τα πρώτα ελληνικά υπερωκεάνια μεταναστών και ένα από τα πρώτα ατμόπλοια που ναυπηγήθηκαν για ελληνική ναυτιλιακή γραμμή το 1912 από την εταιρεία Sir James Laing and Sons, στο Sunderland της Αγγλίας. Είχε χωρητικότητα 6.333 τόνους γκρος, μήκος 422 πόδια (129 μ.) και πλάτος 51 πόδια (15,5 μ.). Διέθετε δύο ιστούς, δύο τσιμινιέρες, διπλές προπέλες και έπλεε με ταχύτητα 17 κόμβων με τη βοήθεια παλινδρομικών μηχανών ατμού τετραπλής διαστολής.

Στα τέλη του 1912 επιτάχθηκε ως οπλισμένο οπλιταγωγό πλοίο, βομβαρδίστηκε από το τουρκικό θωρηκτό Hamidie και βυθίστηκε κοντά στη Σύρο. Αφού ανασύρθηκε και επισκευάστηκε, πωλήθηκε το 1915 στην Ολλανδία και το 1932 διαλύθηκε. 

Εκτός από τα καταλύματα των επιβατών, το Α/Π Μακεδονία έχει τέσσερα αμπάρια για το φορτίο ενώ οι μπίγες του εμφανίζονται σε υψωμένη θέση φορτοεκφόρτωσης. Στο πλοίο υπάρχει κεραία ασυρμάτου και σύγχρονη άγκυρα χωρίς στύπο. Το αντιτορπιλικό του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού των αρχών του 20ού αι. καθώς και τα κανόνια στο κατάστρωμα του επιβατικού πλοίου αποτελούν εικονογραφική αναφορά του ρόλου που διαδραμάτισε το Α/Π Μακεδονία κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Από γραπτή μαρτυρία του Γεωργίου Δ. Μαλλιαρού έχουμε και άλλες αναφορές περί του «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» και είναι η εξής:

 Στις 10 Νοεμβρίου 1912 έφθασε  στο Πλωμάρι το εύδρομον «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Λυκούργο Τσουκαλά και αφού αποβίβασε άγημα πεζοναυτών, επισημοποίησε την απελευθέρωση του.
 Μέσα στον καθεδρικό ναό του Αγίου Νικολάου όπου είχε μαζευτεί όλος ο κλήρος και ο λαός του Πλωμαρίου έγινε δοξολογία και ο Λ. Τσουκαλάς αφού ευχαρίστησε τους Πλωμαρίτες για την συμβολή τους στην απελευθέρωση του νησιού, έδωσε εντολή στους ναύτες του να φέρουν ένα μικρό φορητό κανόνι.
Όπως δήλωσε το κανονάκι αυτό ήταν δώρο του ναυάρχου Κουντουριώτη προς τους Πλωμαρίτες, ο οποίος με τον τρόπο αυτό ανεγνώριζε  την μεγάλη προσφορά των στον αγώνα της απελευθέρωσης της Λέσβου και συνέστησε όπως κάθε Πάσχα να ρίχνουν με αυτό κανονιές και να θυμούνται την ημέρα της απελευθέρωσης.

Επειδή όμως η εκκλησία Αγίου Νικολάου ήταν στο μέσον πολλών κατοικιών και υπήρχε κίνδυνος να προκληθούν ζημιές στα σπίτια από τους κανονιοβολισμούς, αποφάσισαν να μεταφερθεί το κανονάκι στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στον Ταρσανά που βρισκόταν σε ύψωμα και είχε μεγάλο αυλόγυρο. Η παραλαβή έγινε από τον προιστάμενο του ναού Αρχιμανδρίτη Χρύσανθο, τον ιερέα Σίμο Λίγκο και τους επιτρόπους Μιλάνο Πετριανίδη και Δημήτριο Μαλλιαρό (γραμματέα της Δημογεροντίας). Οι ναύτες του «Μακεδονία» μαζί με το κανόνι έφεραν ποσότητα πυρομαχικών και έδειξαν τον τρόπο λειτουργίας του, ρίχνοντας δοκιμαστικά μερικές βολές. Ο Γεώργιος Δ. Μαλλιαρός σε δημοσίευμα του στην εφημερίδα Δημοκράτης το 2003 γράφει ότι μέχρι το 1934 που διέμενε στο Πλωμάρι, το έθιμο των κανονιβολισμών το τηρούσαν κάθε Πάσχα και με την επίβλεψη του επιτρόπου Μιλάνου Πετριανίδη , τις βολές τις εκτελούσε ο Απόστολος Βουλάς (Καβουρμάς). Το κανόνι το έστηναν δίπλα από το μνημείο του Ευεργέτη Τραγάκη με κατεύθυνση στόχου στο σπίτι Τραγάκη (Πούλια). Ο αδελφός του Γεωργίου Δ. Μαλλιαρού, Ευστράτιος θυμόταν ότι το έθιμο το τηρούσαν και μετά το 1934. Σήμερα το κανόνι αυτό έχει εξαφανιστεί και εκτός από τον Έκτορα Βουλά κανείς άλλος δεν θυμάται το έθιμο αυτό. Όπως μαρτυρά ο Έκτορας Βουλάς ο πατέρας του που έριχνε τις βολές, έδενε το κανόνι με δύο χαλκάδες στο δάπεδο του προαυλίου της εκκλησίας για να μένει σταθερό προς αποφυγή ατυχημάτων. Το έθιμο αυτό όπως βεβαιώνει ο ίδιος σταμάτησε το 1942 με την Γερμανική κατοχή. (Κειμήλια που χάθηκαν, μαρτυρία Γ. Δ Μαλλιαρού)

ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΠΟΥ ΕΦΕΡΕ ΤΗΝ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΟ ΠΛΩΜΑΡΙ ΣΤΙΣ 10 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1912 ΚΑΙ Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΤΟΥ «Εύδρομον Μακεδονία»

 Το «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» ήταν επιβατηγό ατμόπλοιο που ναυπηγήθηκε το 1912 για λογαριασμό της Εθνικής Ατμοπλοίας  της Ελλάδος των αδελφών Εμπειρίκου, στα ναυπηγεία Jane Lang & Sons στο Σάδερλαντ της Αγγλίας.
 Η χωρητικότητα του ήταν 6.333 τόνοι γκρος, το μήκος του  129 μέτρα και το πλάτος 15,5 μέτρα. Είχε 2 ιστούς, 2 καπνοδόχους πάνω σε διώροφη υπερκατασκευή, 18 σωσίβιες λέμβους, κεραία ασυρμάτου, άστυπο άγκυρα,  2 έλικες  και 2 παλίνδρομες μηχανές ατμού τετραπλής διαστολής που  έδιναν  στο πλοίο μέγιστη ταχύτητα 17 κόμβων.Το πλοίο εκτός από τα καταλύματα των επιβατών είχε και 4 αμπάρια για μεταφορά ξηρού φορτίου.
 Αρχικά δρομολογήθηκε στην υπερωκειάνειο γραμμή Ελλάδος – Βορείου Αμερικής. Στις 4 Απριλίου 1912 ξεκίνησε από την Καλαμάτα γιά το παρθενικό του ταξίδι  μέσω Πειραιά και έφθασε στις 20 Απριλίου 1912 στην Νέα Υόρκη μεταφέροντας κυρίως Έλληνες μετανάστες.
 Συνολικά έκανε 5 ταξίδια στην Β. Αμερική και στις αρχές του Οκτωβρίου 1912 με την έναρξη του Α΄Βαλκανικού πολέμου, επιτάχθηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση, αφού έγιναν οι απαραίτητες μετατροπές και εξοπλίστηκε ως βοηθητικό καταδρομικό και οπλιταγωγό.
 Στο πλοίο τοποθετήθηκαν πέραν των άλλων συστημάτων και τηλεβόλα μεγάλου βεληνεκούς αμερικανικού τύπου Bethlehem.
 Το πλοίο αποτελούσε μέρος της μοίρας ευδρόμων του Αιγαίου που είχε μοίραρχο τον πλοίαρχο Ι.Δαμιανό.
 Κυβερνήτης του «Μακεδονία» τοποθετήθηκε ο πλωτάρχης Λυκούργος Τσουκαλάς και υποπλοίαρχος  ο Βασίλειος Ρεμούνδος.Τα περισσότερα μέλη του πληρώματος προήλθαν απο την μοίρα ευδρόμων του Ιονίου.
 Το «Μακεδονία μετέφερε άγημα 120 πεζοναυτών με διοικητή τον Ιωάννη Δεμέστιχα (γνωστό από την συμμετοχή του στο κίνημα του 1909 στο Γουδί) και είχε επιτελείς τον υποπλοίαρχο Φωστίνη και τους ανθυποπλοιάρχους Νικόλαο Ρίτσο και Λ.Καμπάνη. 
 Το «Μακεδονία» μαζί με τα άλλα πλοία του στόλου και επικεφαλής  το Θωρηκτό  «Αβέρωφ» έλαβε μέρος στην κατάληψη της Μυτιλήνης στις 8-11-1912. Τό βράδυ της 9ης Νοεμβρίου και ενώ ναυλοχούσε έξω από τον κόλπο Γέρας έλαβε διαταγή να αποπλεύσει και να καταλάβει το Πλωμάρι, στο οποίο οι κάτοικοι είχαν ήδη από διημέρου εκδιώξει τις τουρκικές αρχές. Το πλοίο έφθασε στις 13.30 της 10ης Νοεμβρίου 1912 και αφού εγκατέστησε Ελληνική Διοίκηση αναχώρησε για την Χίο όπου έλαβε ενεργό μέρος στην απελευθέρωση της, βομβαρδίζοντας εχθρικούς στόχους στον «Μύλο» και αποβιβάζοντας το άγημα των πεζοναυτών, το οποίο έλαβε μέρος στη μάχη Αίπους της Χίου.
 Μετά την απελευθέρωση της  Χίου το «Μακεδονία» για λόγους επισκευής του πηδαλίου του έπλευσε προς την Σύρο, όπου το πρωί της 3ης Ιανουαρίου 1913 και ενώ βρισκόταν στην περιοχή «ψαράδικα» της προκυμαίας της Ερμούπολης, δέχθηκε αιφνίδια επίθεση από το τουρκικό θωρηκτό Hamidiye, το οποίο είχε καταφέρει να  διαφύγει της επιτήρησης του αποκλεισμού των Δαρδανελλίων από τον Ελληνικό στόλο.
 Όταν ο κβερνήτης του «Μακεδονία» αντιλήφθηκε το Hamidiye με δεδομένη την βλάβη του πηδαλίου και το ότι οι ατμολέβητες ήταν σβηστοί και δεν μπορούσε να αποπλεύσει άμεσα για να ναυμαχήσει και για να διαφυλάξει την πόλη της Ερμούπολης από  τον βομβαρδισμό, αφού αποβίβασε με ασφάλεια όλο το πλήρωμα, άνοιξε τους κρουνούς κατάκλυσης ώστε το πλοίο να αυτοβυθιστεί. Παρά ταύτα το Hamidiye έριξε 52 βολές κατά του «Μακεδονία» το οποίο είχε εγκαταλειφθεί αυτοβυθιζόμενο. Από τις βολές αυτές 6 έπληξαν την πόλη της Ερμούπολης με αποτέλεσμα το θάνατο μίας γυναίκας.
 Οι ζημιές που υπέστη το «Μακεδονία» ήταν σχετικά μικρές ανάλογα με το πυρ που δέχτηκε και χάριν της προνοητικότητας του κυβερνήτη του να το αυτοβυθίσει στην προκυμαία. Μετά από δεκαήμερο με την βοήθεια του ρυμουλκού Danemark και ιδίων μέσων, ανελκύθηκε και μετά την απάντληση των υδάτων επισκευάσθηκε προσωρινά.
 Το 1915 η Ολλανδική εταιρεία Hollandsche Algemeene Atlantische Scheepvaart (H.A.A.S) αγόρασε το «Μακεδονία» και αφού το επισκεύασε στα ολλανδικά ναυπηγεία Wilton’s το επανέφερε στην ακτοπλοία με το ίδιο όνομα και υπό ολλανδική σημαία. Λόγω οικονομικών δυσκολιών η Η.Α.A.S τον Οκτώβριο του 1921 πούλησε το πλοίο στην ιταλική εταιρεία Lloyd Latino  η οποία το μετωνόμασε σε Pincio και το δρομολόγησε στη γραμμή  Ιταλίας – Νοτίου Αμερικής μέχρι το 1932 οπότε δόθηκε προς διάλυση στα διαλυτήρια πλοίων της La Spezia Ιταλίας.
 Ο κυβερνήτης Λυκούργος Τσουκαλάς
 Ο Λυκούργος Τσουκαλάς, Ζακυνθινός στην καταγωγή γεννήθηκε το 1871 και φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων το 1885  από την οποία εξήλθε το 1889 με τον βαθμό του του σημαιοφόρου. Το 1897 διετέλεσε υπασπιστής του Υπουργού Ναυτικών Ν.Λεβίδη. 
Είχε τέλεια ναυτική κατάρτιση και ευρύτατη εγκυκλοπαιδική μόρφωση. Ήταν χαρακτήρας δημιουργικός, πλήρους ενεργητικότητας, ασυμβίβαστος, τολμηρός με θάρρος της γνώμης του που εξέφραζε δημοσίως και εγγράφως αναλαμβάνοντας  πλήρως τις ευθύνες του. Εξέφρασε εγγράφως την αντίθεση του στην αγορά του Θωρηκτού Αβέρωφ με το σκεπτικό της μεγάλης δαπάνης και της ακαταλληλότητας του πλοίου για μακροχρόνια δράση. Είχε την γνώμη ότι ήταν κατάλληλο μόνο για την πρόσκαιρη αντιμετώπιση του πεπαλαιομένου τουρκικού στόλου και πως δεν θα μπορούσε  να ανταποκριθεί σε περίπτωση που αυτός θα εκσυγχρονιζόταν. 
   Δεν δίστασε να αποκλύψει τις μεγάλες ευθύνες των αξιωματικών του ναυτικού που ενεπλάκησαν σε ατασθαλίες- καταχρήσεις  σχετικές με προμήθειες πλοίων και καυσίμων και ήταν ο κατήγορος στην πολυήμερη δίκη των «γαιανθράκων» τον Μάρτιο του 1911. Η υπόθεση αυτή σχετιζόταν με την υπερτιμολόγηση και την κακή ποιότητα  των γαιανθράκων που είχαν προσμίξεις άμμου και χώματος, με αποτέλεσμα να είναι ακατάλληλο  καύσιμο για  τα πλοία του ναυτικού.
Συνεπεία αυτών ήρθε σε ρήξη και διαπληκτίσθηκε με αρκετούς συναδέλφους του με αποτέλεσμα να μονομαχήσει με τρείς απ΄αυτούς,  μία δε μονομαχία στις 8 Απριλίου 1910 κατέληξε στον θανάσιμο τραυματισμό  του αντιπλοιάρχου Αριστοτέλη Γιωτόπουλου. Στις 18 Νοεμβρίου 1911 δέχθηκε δολοφονική επίθεση σε ενέδρα και τραυματίστηκε από σφαίρα στο πόδι.
Το 1912 παρά τις διώξεις που υπέστη από την κυβέρνηση Βενιζέλου προήχθει στο  βαθμό του πλωτάρχου και ανέλαβε κυβερνήτης του ευδρόμου «Μακεδονία» με το οποίο έλαβε μέρος στην απελευθέρωση της Λέσβου και Χίου. Στο   Πλωμάρι έφθασε στις 10 Νοεμβρίου 1912 και στην επίσημο δοξολογία που έγινε στον Άγιο Νικόλαο Πλωμαρίου έβγαλε σύντομο λόγο, ευχαρίστησε τους Πλωμαρίτες για την σημαντική συμμετοχή τους στην απελευθέρωση της Λέσβου και στο τέλος της δοξολογίας έδωσε εντολή στους ναύτες να του φέρουν μέσα στο ναό ένα μικρό φορητό κανονάκι, το οποίο όπως δήλωσε ήταν δώρο του ναυάρχου Κουντουριώτη προς τους Πλωμαρίτες για την μεγάλη συμβολή  τους στην απελευθέρωση του νησιού.
Στις 13 Δεκεμβρίου 1913 μετά από αίτηση του αποστρατεύτηκε  και πολιτεύτηκε  στον νομό Αττικοβοιωτίας. Διετέλεσε βουλευτής και υπουργός και μετά το 1932 αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική αλλά παρέμεινε ενεργός πολίτης μέχρι το 1950.

Έχει δημοσιεύσει τις παρακάτω μελέτες και βιβλία : 1) ΄Εκθεση περί των τηλεβόλων μεγάλου βεληνεκούς (προς τον υπουργό Ναυτικών Στ.Σκουλούδη), 1893. 2) Η ελλάς και η ναυτική αυτής δύναμη. Τύποις Πανελληνίου Κράτους, Αθήνα 1909. 3) Ποντοπορία και ανακάλυψις αυτής εν τοις αρχαιοτάτοις χρόνοις:ναυπηγία πλοίων και ιστορία πολεμικού ναυτικού, Αθήνα 1915. 4) Ο Γαλλογερμανικός πόλεμος, Μελέτη δημοσιευμένη σε συνέχειες στην εφημερίδα Εμπρός, Αθήνα 1915. 5) Διάφορα άρθρα και μελέτες στην μηνιαία Ναυτική Επιθεώρηση «Αλκυών», 1915

Ενότητα 9η : Μετά την απελευθέρωση του νησιού Το ξεκίνημα του Νοέμβρη βρίσκει τους Λέσβιους να γιορτάζουν, γεμάτοι περηφάνια, την απελευθέρωση του νησιού. Το κλίμα χαράς όπως αποτυπώνεται και με λυρικό τρόπο όπως: 1. Από την Ειρήνη Τυροπώλη:

«8η Νοεμβρίου 1912». Σελίδα παραπάνω από λαμπρή για την τοπική ιστορία. Σελίδα ένδοξη, που μαρτυρά κατάθεση πατριωτισμού και την παλικαριά των ανθρώπων της Λέσβου. Κείνες τις μέρες, μέσα από τον πατριωτικό ενθουσιασμό που κυριαρχεί στις καρδιές των Λεσβίων, ξεπηδά η ποιητική έμπνευση μιας απλής και αγράμματης γυναίκας. Της Ειρήνης Αριστή Τυροπώλη. Το όνομα της ταυτίστηκε με το θρυλικό θωρηκτό «Αβέρωφ», που έφερε το μήνυμα της απελευθέρωσης στο λιμάνι της Μυτιλήνης στις 8 Νοεμβρίου του 1912 το πρωί.

«Τη 8η Νοεμβρίου, ήτοι Πέμπτη το πρωί έφτασε στη Μυτιλήνη του «Αβέρωφ» η στολή» Μ΄αυτούς τους στίχους ξεκινά το «Άσμα της Ελευθέρας Μυτιλήνης», που γράφει η λαϊκή ποιήτρια, για να εκφράσει όσα νιώθει να ξεπηδούν απ΄την καρδιά της, καθώς ο τόπος της αποτινάζει τον τουρκικό ζυγό. Γεννημένη στο Πλωμάρι το 1879, η Ειρήνη Α.Τυροπώλη έχει ναυτική καταγωγή και ελάχιστες γραμματικές γνώσεις. Οι υποτυπώδεις αυτές γνώσεις που διέθετε δε στάθηκαν εμπόδιο στη σκέψη, στα αισθήματα, στο λόγο αλλά απέδειξαν πως η αγάπη για την πατρίδα και τη λευτεριά θέλει ψυχή για να μεγαλουργήσει. Λεβεντιά χρειαζόταν κι εκείνη τη διέθετε. Το πάθος της αγράμματης ποιήτριας για λευτεριά γίνεται έμπνευση τις μέρες του 1912 και δίνει ορμή στην πένα της που γράφει σε μονόφυλλα τρία στιχουργήματα. Το πρώτο «Άσμα Ελληνικής Κατοχής» κάνει λόγο για την κατάσταση πριν την απελευθέρωση της Μυτιλήνης. Το «Άσμα της Ελευθέρας Μυτιλήνης» είναι το δεύτερο στιχούργημα, που τραγουδά το χτύπο της καρδιάς για τα Ελευθέρια. Το έργο ολοκληρώνεται με το τρίτο στιχούργημα, που αναφέρεται στους εθελοντές της Λεσβιακής Φάλαγγας. Στο Πολεμικό Μουσείο στην Αθήνα φυλάσσονται πλέον σήμερα αυτά τα ποιήματα ως ιστορικά ντοκουμέντα μαζί με άλλα που έχει γράψει για τους Βαλκανικούς πολέμους αλλά και ξεσπάσματα του τόπου της. Η δράση της Ειρήνης Α. Τυροπώλη όμως, δεν περιορίζεται μόνο στο να γράφει άσματα. Δεν είναι λίγες οι φορές που τολμά και ορθώνει το ανάστημά της στους Τούρκους αντιδρώντας αγέρωχα κάθε που μάζευαν τις σοδειές των φτωχών για χαράτσι. Κρύβει όπλα στο σπίτι της που τα ρίχνει μετά στον Αγώνα. Στο διάστημα των δύο ημερών που μεσολαβούν ανάμεσα στην απελευθέρωση της Μυτιλήνης και του Πλωμαρίου, η Ειρήνη, είναι ασυγκράτητη, συνεπαρμένη από συγκίνηση και πατριωτισμό συντάσσει το στιχούργημά της ανορθόγραφά και ασύνταχτα μπορούμε να πούμε και συγκεντρώνει στο κατώγι του σπιτιού της που το έγλειφε η θάλασσα με την αρμύρα της (στη θέση του σήμερα είναι το ξενοδοχείο «Ωκεανίς») Πλωμαριτόπαιδα για να τα δασκαλέψει. Κατάφερε μέσα σε δυο μερόνυχτα να τα μάθει να τραγουδούν τους στίχους της στον σκοπό του Εθνικού Ύμνου χωρίς να σκιάζεται για τυχόν αντίποινα από τους Τούρκους και παρά τους φόβους του πατέρα και του συζύγου της. Αναπνέει μόνο για τη λευτεριά!! Και καθώς αυτή φαίνεται να πλησιάζει ,η Ρηνιώ « Αβέρωφ» αρπάζει ένα μεταξωτό λευκό σεντόνι από την προίκα της και το μετατρέπει σε Ελληνική Σημαία βάφοντάς το με μπλε μπογιά . Έτσι στις 10 Νοεμβρίου του 1912 όταν φτάνει το «Μακεδονία» στο Πλωμάρι και αρχίζει η αποβίβαση του ελληνικού στρατού, η Ρηνιώ «Αβέρωφ» με τους δασκαλεμένους μαθητές της και την αυτοσχέδια Ελληνική Σημαία στα χέρια κατεβαίνει στην προκυμαία για να υποδεχτεί το ελληνικό άγημα ανάμεσα στο πλήθος των Πλωμαριτών που την ακολουθεί με το τραγούδι της να ακούγεται από το στόμα όλων σε έναν αλαλαγμό που έφερνε ρίγη από τη συγκίνηση για τη λευτεριά. «Όσοι είχαν θέση τούρκισα και είδαν τη Σημαία ακίνητοι εμείνανε με λογικά χαμένα» Η Ειρήνη Αριστή Τυροπώλη υπήρξε η πρώτη από τις τρεις κόρες του αυστηρού γαιοκτήμονα Ιωάννη Βεκρή γιαυτό την έλεγαν και Μπεκρίδενα (Βεκρίδενα). Στα δεκαεπτά της χρόνια παντρεύτηκε τον καπετάν Αριστή Τυροπώλη με τον οποίο απέκτησαν δεκατρία παιδιά. Το τελευταίο είχε το όνομα Ελευθερία (χάριν της λευτεριάς και του ότι γεννήθηκε μετά την Απελευθέρωση) και ήταν προικισμένο με το ποιητικό ταλέντο της μητέρας Ειρήνης. Ευτύχησε να απολαύσει η Ρηνιώ «Αβέρωφ» την οικογενειακή θαλπωρή στο σπίτι της κόρης της Ελευθερίας Πολίτη στη Χρυσομαλλούσα όπου έζησε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής της για να περάσει στην αιωνιότητα τον Αύγουστο του 1960. (Μαριάνθη Βάμβουρα, 8η Νοεμβρίου 1912,Ειρήνη Τυροπώλη η εκ Πλωμαρίου «αγράμματος» λαϊκή ποιήτρια.) 2. Από τον Π. Παρασκευΐδη (Άνοιξαν οι ουρανοί) «Δεν υπάρχει συγκλονιστικότερη αλλαγή στη ζωή απ’ τον σκλάβο που γίνεται ελεύθερος», λέγει ο Ασημάκης Πανσέληνος, που από παιδί είχε την τύχη , να ζήσει αυτή την αλλαγή το 1912. Στον άνθρωπο καμιά προσφορά η κατάκτηση δεν έχει την αξία και το βαθύ νόημα, όπως η Λευτεριά. Αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι αυτός που την αποκτά έχει συνείδηση της κατάστασης μέσα στην οποία ζούσε , γιατί συμβαίνει κάποιοι να προσαρμόζονται και να βιώνουν τη δουλεία, σαν μια φυσική και αναπότρεπτη κατάσταση. Άλλοι πάλι φροντίζουν να «βολευτούν», όσο μπορούν καλύτερα μέσα σ’ αυτή, επιδιώκοντας να απαντήσουν μικρό, έστω και επισφαλές, μερίδιο στην εξουσία. Στους τεσσεράμισι αιώνες της κυριαρχίας του Σουλτάνου στη Λέσβο, όλα είχαν διευθετηθεί μέσα στη νομοθεσία και την πρακτική της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που έχριε «ραγιάδες» μεγάλες φυλετικές ομάδες, με όλες τις συνέπειες της «ραγιαδοσύνης» σ’ αυτές. Οι «ραγιάδες» σε γενικές γραμμές είχαν αποδεχθεί αδυνατώντας εξ άλλου να ανατρέψουν την κατάσταση μέσα στην οποία τους κατέτασσε η Τουρκική εξουσία. Καθ’ όλον όμως τον 19ο αιώνα η αποδοχή αυτή αμφισβητήθηκε απ’ τους Έλληνες και βέβαια απ’ τους Λεσβίους. Είχε προηγηθεί ο Διαφωτισμός, η Γαλλική Επανάσταση, η Ελληνική Επανάσταση και η δημιουργία του Ελληνικού Κράτους, που έδιναν άλλη προοπτική στους εν δουλεία τελούντες. Την ριζική και μαζική αυτή αλλαγή στάσης βλέπουμε το 1912, να επικρατεί στη Λέσβο και φυσικά και στο Πλωμάρι. Όταν στις 8 Νοεμβρίου της χρονιάς αυτής ήρθε στη Μυτιλήνη ο Ελληνικός στόλος και τη λευτέρωσε, ανάστατες έγιναν και στο Πλωμάρι όλων οι ψυχές, που καρτερούσαν την έλευση της Λευτεριάς και στο χωριό τους. Έτσι, όταν στις 10.11.12 κατέπλευσε στο Πλωμάρι το πλοίο «Μακεδονία» φέρνοντάς την, ένοιωσαν αυτά που γράφει στο κείμενό του ο πατέρας μου, ο οποίος έζησε την απελευθέρωση της Μυτιλήνης. «…Εγώ, για φαντασθείτε, να είσαι 17 χρονώ και ξαφνικά να βλέπεις ν’ ανοίγη ο ουρανός και ν’ αρχίσει ο Πανάγαθος να σε περιλούει με αγαλλίασιν και ευφροσύνην του πυλάφω, σωρηδόν, ακατάπαυστα. Τι χρονιά ήταν εκείνη!...» Γι’ αυτό ο κατάπλους της «Μακεδονίας» στο Πλωμάρι σήμανε το άνοιγμα θαλάσσης και ουρανού κι έκανε τους Πλωμαρίτες να φέρονται όπως ποτέ άλλοτε στο παρελθόν ούτε στο μέλλον, μέχρι σήμερα δηλαδή. Πολλοί με βάρκες πλησίασαν το καράβι, ανέβηκαν επάνω, σταυροκοπιούνταν σα να μπήκαν σε εκκλησία, φίλαγαν τα κανόνια του, έκλαιγαν και σκούπιζαν τα δάκρυά τους στη σημαία του. Οι ναύτες έβλεπαν το πλήθος να έχει κατακλύσει τηην προκυμαία και πολλοί να γονατίζουν καταμεσίς του δρόμου και να προσεύχονται με υψωμένα χέρια στον ανοιχτό ουρανό, άλλοι να ψέλνουν το «Χριστός Ανέστη» και να φωνάζουν «Έρχεται η Ελλάδα», «Ευλογημένο το όνομα του Θεού, χίλιες φορές ευλογημένο». Άλλοι πάλι τυλιγμένοι με ελληνικές σημαίες τραγουδούν, χορεύουν, ξεφωνίζουν. Όταν η ατμάκατος του πλοίου αποβίβασε το απελευθερωτικό άγημα, το πλήθος ανάρπασε τους αξιωματικούς και επωμάδιον τους μετέφερε στο Διοικητήριο, για την επισημοποίηση της Ελληνικής Κατοχής και Απελευθέρωσης. Στη Δοξολογία που έγινε στον Άγιο Νικόλαο, μίλησε ο δάσκαλος Ζεϊμπέκης. Όλοι έκλαιγαν μέσα στην εκκλησία. Έκλαιγαν από τη συνταρακτική ψυχική ευφορία για τη μοναδική ευτυχία, που προσφέρει η αλλαγή ζωής από τη σκλαβιά στην ελευθερία.

3. Από τον Μίλτο Κουντουρά

΄Υμνε, Ηρώων δημιουργέ και Γιγάντων, ΄Υμνε των Υπεράνθρωπων, θεοπλάστη και μεγαλόστομε, ποιοι νέοι ρυθμοί θα πλουτίσουν τη λύρα του φτωχού Τροβαδούρου;

Η αρμονική του φωνή ζαλισμένη δε θα μπορέσει να παραστήσει τα όσα έγειναν. Το στόμα του θα βουβαθεί γιατί ο θαυμασμός του κατάντησε τρέλλα!
Ωκεανοί χαράς επλημμύρισαν την ψυχή μου. Αδυνατώντας να συγκρατήσω τη σοβαρότητά μου θα χορέψω στεφανωμένος με κισσούς και θα κυλιστώ σε χώμ’ αγαπημένο κραυγάζοντας: Απέθανε ο Μύρσιλος!
Εξύπνησα, εξύπνησα! Και είδα την ανατριχίλα του γιαλού που φέρνοντας το μεγάλο μήνυμα ξέσπασε στ’ ακρογιάλια μας. Το αφρισμένο το κύμα ζωγράφισε πάλι τα ελπιδοφόρα μας χρώματα, ενώ από τα μουντά βουνά κατρακύλησε προς τη θάλασσα η βουή της Νέας Ημέρας.
Τέρατα έφτασαν από την αγαπημένη κι’ ονειρευτή μας Χώρα. Στοιχειά παραμυθένια, μες στον αχνό της Αυγής εφάνταζαν καμαρωτά και παντοδύναμα. Κ’ έβλεπες ταπεινά και φιλόστοργα ν’ ανοίγει δρόμο το κύμα σε φτερωτά λιοντάρια και σε αϊτούς με τα φτερά τ’ ατσαλένια. Μπροστά στους τέτοιους Εκδικητές οι βροντές τ’ ουρανού έχασαν την υπόληψή τους, κι ο κεραυνός τού Δία έπαψε πια να λογιέται ο τρομερώτερος τιμωρός του Κακού.

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου είτανε λυπητερά γιατί αδιάκοπα τα μόλεβε τ’ όνομα του Μυρσίλου. Τώρα το μπαλσαμωμένο κορμί του που το κρατούσε ακόμα ορθό η κατάρα της απληστίας έπεσε σύξυλο για να σαπίσει. Μύρσιλε, αλήθεψαν τα παλιά παραμύθια! Απορείς πως τέτοιο θάμα έγεινε χωρίς η στάχτη να σκεπάσει τη γη κ’ η θάλασσά μας να πάρει το κόκκινο χρώμα. Το κουφάρι σου και νεκρό ακόμα ζητεί να φαρμακώσει. Αλοίμονο στη γη που θα σε συμμαζέψει. Η μανία σου θ’ αστροποβολήσει απάνω της κ’ η τελευταία σου αναλαμπή θα γίνει φλόγα κόλασης και καταστροφής που θα ερημώσει τη θλιμμένη της άνθιση… Κανένας πόνος δεν αντήχησε στο χαμό του. Παντού ο αλαλαγμός της χαράς εξύπνησε και τους πιο βαριοκοιμισμένους και άνοιξη ανάτειλε από τριαντάφυλλα και λογιώνε – λογιών τραγούδια. Τα γάργαρα κι’ ακράτα νερά ανάβλυσαν από παντού για να θρέψουν την πλούσια ζωή των κάμπων και των βουνών, από τις θάλασσες επρόβαλαν νέοι γίγαντες, νέοι θεοί, και οι μαστοί της Μάνας Γης προτάθηκαν τροφοδότες μιας Ζωής πλατιάς και μεγάλης! Τα κουρασμένα μας τα μάτια θα ξεκουραστούν από την αγρύπνια της αγωνίας. Τα παρδαλά μας τα πόδια θα στηριχτούν στην όμορφη τη Χώρα μας για να στηλώσουν ορθά τα κορμιά μας. Τρεμουλιαστός θ’ αντικρύσω τον υπέροχον αδελφό μου Αντιμενίδη, γιατί όλο μου το είναι το συνταράσσει ακόμα η φροντίδα κι’ ο καϋμός: Απέθανε ο Μύρσιλος; Απέθανε, απέθανε! Σαν κοκκινόδερμοι άγριοι χωρίς κρασί ελάτε να μεθύσουμε. Θα στεφανώσουμε τα κεφάλια μας με δάφνες και με κισσούς και σχηματίζοντας κύκλο γύρω στο σαρακοφαγωμένο κουφάρι θα γιορτάσουμε τα τρελλά νικητήρια. Στην ευγενικιά γενιά μας δεν ταιριάζουνε βάρβαρες γιορτές. Μα σήμερα που η χαρά μάς μέθυσε όλους ελάτε μαζί μου να τραγουδήσουμε γύρω στο Βάρβαρο: Απέθανε ο Μύρσιλος! Οι καμπάνες επάψανε πια το μονότονο τραγούδι τους. ΄Ηχοι καινούργιοι χαράς επλημμύρισαν τη χώρα και την ψυχή μας. Οι ασπρομάλληδες γέροι περίτρομοι και πολυμέριμνοι στηλώσανε το κορμί τους Τα δάκρυά τους ανακατώθηκαν με το κρασί που μαύρισε τα γέννια τους. Περίτρομοι και πολυμέριμνοι ερώτησαν: Απέθανε; Κ’ οι πιο τρελλοί από μας φιλώντας τα χέρια τους ετραγουδήσαμε: Απέθανε ο Μύρσιλος!

΄Υμνε, Ηρώων δημιουργέ και Γιγάντων, ΄Υμνε των Υπεράνθρωπων, θεοπλάστη και μεγαλόστομε, ποιοι νέοι ρυθμοί θα πλουτίσουν τη λύρα του φτωχού Τροβαδούρου;
Το προφητικό τραγούδι θα σβύσει από τα μαραμένα χείλη των τραγουδιστάδων μας. Ρόδα θ’ ανθίσουν και το γέλοιο της χαράς και της ενέργειας θα εμπνεύσει παιάνες μεγαλόπρεπους σε ήρωες και σε γίγαντες.
Δε θα ονειροφαντάζεται πια ο Τραγουδιστής περασμένα μεγαλεία· ο ενθουσιασμός του θα τονε τρελλαίνει και τ’ αρμονικά του τα λόγια θα είναι ο αντίλαλος Ζωής νέας, Ζωής μεγάλης!

Το μοναδικό τραγούδι των παιδιών μας θα είναι αγάπη της Ζωής, ενώ το δικό μας πάντα θα τελειώνει στην τρελλήν επωδό: Απέθανε ο Μύρσιλος!

Με θάμπωσες, με θάμπωσες, αδελφέ μου! Αν άκουα σε παραμύθια και σε τραγούδια τα όσα έκανες θα τα τραγουδούσα κ’ εγώ κλαίοντας και ατενίζοντας σε χρόνους μακρινούς κι ανέλπιστους. Είδα, είδα με τα κοκκινισμένα μου μάτια τα κατορθώματά σου που ο αχός μονάχα του μυρολογιού και των παραμυθιών μου τα ζωγράφιζαν. Γι’ αυτό αποσβολωμένος σωριάστηκα καταγής κι αδράχνοντας φιλούσα το χώμα. Μη ξέροντας αν πρέπει κάποιον Θεόν ή τον θεάνθρωπον Εσέ να προσκυνήσω, ετρόμαξα, εμέθυσα κ’ οιστροχτυπημένος εκράυγασα: Απέθανε ο Μύρσιλος! 
Πιάστε τα χέρια να σχηματίσουμε την αλυσσίδα του χορού! Γύρω στο βωμό του τρελλού Θεού θα ξεχάσουμε τον εαυτό μας. Βάκχες, ώ Βάκχες, σήμερα θα γίνω ακόλουθος κι αγαπημένος σας σύντροφος. Πάρτε με μαζί σας για να σύρω κ’ εγώ το χορό του ιλίγγου. Θα σας οδηγήσω μόνος μου μεσ’ από τα παχιά ρουμάνια για να σκορπίσουμε την οργισμένη Χαρά στα ρογοβύζια της Πατρίδας μου. Οι Κόρφοι της θ’ ανατριχιάσουν κι ο μυρωμένος αγέρας θα ξαπλώσει τους αλαλαγμούς μας: Απέθανε ο Μύρσιλος!
Ευγενικιά Σαπφώ, στρέψε το βλέμμα σου από μένα. Ο ντροπαλός σου φίλος σήμερα θα γίνω ξώφρενος και ξετραχηλωμένος. Με στέφανα θα στολιστώ από κισσό και μπρούζικο κρασί θα πιω που να μουδιάσει το κορμί μου. Θα βουτηχθώ μέσα σε ηδονές τρελλές για να ξεχάσω τη μεγάλη Χαρά που καταντάει ανήμερο το κορμί μου. Το ντροπαλό σου φίλο σήμερα τόνε ξετρέλλανε η χαρά. Ψάπφα, ώ Ψάπφα, σήκω να τραγουδήσεις, γιατί απέθανε ο Μύρσιλος!
΄Υμνε, Ηρώων δημιουργέ και Γιγάντων, ΄Υμνε των Υπεράνθρωπων, θεοπλάστη και μεγαλόστομε, ποιοι νέοι ρυθμοί θα πλουτίσουν τη λύρα του φτωχού Τροβαδούρου;

Επιμέλεια και μεταγραφή στο μονοτονικό: Ευαγγελία Καπετάνου

Σημείωση: Ο Μυρσίλος (κατά Μίλτο Κουντουρά Μύρσιλος) υπήρξε τύραννος της Μυτιλήνης, σύγχρονος και αντίπαλος του λυρικού ποιητή Αλκαίου. Εναντίον του είχε ταχθεί και ο σοφός Πιττακός, ενώ, όταν πέθανε, ο Αλκαίος ύμνησε με ποίημα την κατάλυση της τυραννίας. ΄Εζησε στα τέλη του 7ου π.Χ. αιώνα και πέθανε μεταξύ 570 και 560 π.Χ. Ο Αντιμενίδας (κατά Μίλτο Κουντουρά Αντιμενίδης) υπήρξε αδελφός του ποιητή Αλκαίου, με τον οποίο ηγήθηκε της αντίδρασης κατά της τυραννίας στη Λέσβο.

4. Ο ποιητής Γιώργος Ζεϊμπέκης υμνεί την Απελευθέρωση της Λέσβου Το Πλωμάρι είναι η πρώτη κωμόπολη της Λέσβου που απελευθερώθηκε το 1912 μετά τη Μυτιλήνη. Στις 10 Νοεμβρίου κατέπλευσε, έξω από το λιμάνι του, το υπερωκεάνιο «Μακεδονία» μετατραπέν σε οπλιταγωγό, με κυβερνήτη τον πλοίαρχο Τσουκαλά. Μετά την πάνδημη και ενθουσιώδη υποδοχή των αξιωματικών και των στρατιωτών, από τους κατοίκους της πόλης, ακολούθησε δοξολογία για την απελευθέρωση στον ναό του Αγίου Νικολάου. Εκτός του Αρχιμανδρίτη Γεωργίου ομιλητής ήταν και ο Ζεϊμπέκης. Κατά την εφημερίδα Λαϊκός Αγών της 13ης εκφώνησε λόγο, ενώ κατά την εφημερίδα Σάλπιγξ της 15ης και το περιοδικό Χαραυγή της 30ης Νοεμβρίου απάγγειλε ποίημα. Στις 16 του μηνός ο Λαϊκός Αγών δημοσιεύει το ποίημά του «Μέρα κατοχής» με την υποσημείωση Πλωμάρι, που δηλώνει τον τόπο γραφής. Ίσως είναι το ποίημα που εκφώνησε μετά τη δοξολογία.

                                   Άγια μέρα! Απ’ τη καρδιά μας, που ολότρεμη πετάει,
                                   από μαύρα σκληρά χρόνια στη σκλαβιά παραδομένη,
                                   ένας ήχος σαν τραγούδι, κάθε σκλάβος που γροικάει,
                           φεύγει, αδέρφια μου, και ύμνος προς τον ουρανό παγαίνει.

Το επόμενο χρονικό διάστημα, έως τις αρχές του 1913, ο Ζεϊμπέκης θα δημοσιεύσει αρκετά ποιήματα και πεζά εμπνευσμένα από την απελευθέρωση της Λέσβου. Όλα, εκτός από ένα διήγημα, δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Λαϊκός Αγών με την οποία συνεργαζόταν αυτή την περίοδο. Για τον Βενιζέλο έχουν γραφεί αρκετά ποιήματα από Λέσβιους ποιητές, γιατί ήταν ο πρωθυπουργός της απελευθέρωσης του νησιού. Κι ο ίδιος το τίμησε με αρκετές πολιτικές επισκέψεις του, τα επόμενα χρόνια. Ο Ζεϊμπέκης δημοσιεύει στις 25 Νοεμβρίου, στην ίδια εφημερίδα, το υμνητικό ποίημα «Σ' τον Βενιζέλο» γραμμένο και αυτό στο Πλωμάρι.

                      Τότε γεννήθηκες εσύ, Μεγάλε, και οι Μοίρες
                               το πρώτο σου χαμόγελο με θείο φως στολίσαν,
                               η Δόξα σε αναδέχτηκε και τ’ όνομά της πήρες
                      και οι αιώνες μέσα σου πολλά δημιουργήσαν.  

Στις 2 Δεκεμβρίου, κι ενώ έχει ελευθερωθεί το μεγαλύτερο μέρος της Λέσβου δημοσιεύει το πεζό «Σαν χρονογράφημα», γραμμένο στο Πλωμάρι. Αναφέρεται στην απελευθέρωση του νησιού, με λυρισμό και ιστορική αναφορά. Με φιλοσοφική διάθεση σκέπτεται και προτρέπει: «Μη σας μεθούν οι θρίαμβοί σας γιατί ένα τέτοιο μεθύσι όσο είνε δίκαιο κ' ευχάριστο τόσο είνε αχάριστο κ' επικίνδυνο. Καλλίτερα να λέγεται πως δεν κάνατε τίποτα για νάστε πάντα σε αρμονία με το αληθινό σας συμφέρον. Σας δόθηκε το έδαφος δημιουργήστε σεις τον κήπο. “Κείνος είνε άξιος της ελευθερίας και της ζωής που γνωρίζει και μπορεί πάντα να την καταχτά” Το γνωρίζετε σεις αυτό κ’ έχετέ το πάντα στο νου». Στις 9 Δεκεμβρίου δημοσιεύεται το ποίημα «Η τιμωρία του Προφήτου». Είναι ένα σκληρό σε περιεχόμενο ποίημα, στο οποίο ο αλλόθρησκος Προφήτης φεύγει διωγμένος για τη Μέκκα.

                                Όλα διψούν εκδίκηση κ' η Μοίρα κι οι Αιώνες
                                κ' η τιμωρία τόγραψε στην πρώτη τη σελίδα.
                                Πώς τα συντρίμμια να σταθούν μπροστά στους Παρθενώνες;
                               -«Είναι καιρός στην πρώτη σου να ξαναπάς πατρίδα». 

Με την μάχη του Κλαπάδου, στις 10 Δεκεμβρίου, εμπνέεται και γράφει το ποίημα «Ηρώων συνάντηση» που δημοσιεύθηκε στις 18 του ίδιου μήνα. Ξημερώνει η αυγή που φέρνει τη λευτεριά, όπου συναντούνται όλοι οι ήρωες, του σήμερα και του χθες σε μια υπόσταση.

                            Και να στα θάμπη τ’ ουρανού μορφή πελώρια βγαίνει
                           με φουστανέλ’ αρματολού, μπαλάσκα και τουφέκι
                  και χαιρετώντας τρεις φορές χαρούμενη διαβαίνει. 

«Ο Πύργος των μαρμαρωμένων» δημοσιεύεται στις 30 Δεκεμβρίου. Είναι ένα αλληγορικό ποίημα, όπου ξυπνούν μετά από μακρύ και βαρύ ύπνο οι μαρμαρωμένοι κι αναρωτιούνται πώς θα διαχειριστούν τώρα την πρωτόγνωρη λευτεριά τους;

                     Αχ και πώς πήγε η σαϊτιά! Βαρύς ο πύργος γέρνει 
                    και στο τρανό του τράνταγμα, που χύμιξε σα μπόρα,
                    ξύπνησαν και στο ξύπνημα φωνάξαν όσο παίρνει,
                   «πόσο βαριά κοιμούμαστε και πώς ξυπνούμε τώρα!» 

Ενώ η Λέσβος, και τα άλλα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου, έχει καταληφθεί από τον ελληνικό στρατό δεν έχει γίνει διεθνής αναγνώριση αυτής της νέας κατάστασης. Οι διπλωματικές συναντήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και οι διαπραγματεύσεις με την Τουρκία συνεχίζονται μέχρι τον Νοέμβριο του 1913. Στις αρχές Ιανουάριο 1913 πραγματοποιούνται ογκώδη συλλαλητήρια στη Μυτιλήνη και στα χωριά με τα οποία ζητείται η ένωση με την Ελλάδα. Από τις πολυπληθείς συγκεντρώσεις εκλέγονται επιτροπές και εγκρίνονται ψηφίσματα, τα οποία κοινοποιούνται στην ελληνική κυβέρνηση και στις προξενικές αρχές των δυτικών χωρών εδώ στη Μυτιλήνη. Ο Ζεϊμπέκης δημοσιεύει στις 9 Ιανουαρίου 1913 το άρθρο «Ημείς οι νησιώται». «Ας φωνάξωμεν όχι μόνον με την φωνήν των πνευμόνων μας, ας φωνάξωμεν τόσον, ώστε ν’ ακουσθή η φωνή μας μέχρι των θαλάμων των υπουργών Ιταλίας, Γερμανίας και Αυστρίας. Όχι θηριωδίας, όχι παρακλήσεις. Εν ημίν αυτοίς ας αναζητήσωμεν την δύναμιν διά της οποίας θ’ αποδείξωμεν, ότι ως έθνος έχομεν προ πολλού ανδρωθή και ότι δυνάμεθα να περιφρουρήσωμεν καθ’ οιονδήποτε την ανδρικήν μας αξιοπρέπειαν. Ότι προ πολλού έχει συντελεσθή εν ημίν η λαχταρισμένη ψυχολογική μεταβολή την οποίαν οφείλουν να λαμβάνουν υπ’ όψιν εις τους υπολογισμούς των οι δολοφόνοι των αισθημάτων των αδυνάτων λαών. Θέλομεν και ημείς μίαν θέσιν υπό τον ήλιον και αφ’ ου την κατεκτήσαμεν εννοούμεν να την κρατήσωμεν και εννοούμεν όλοι να αναγνωρίσουν το γεγονός. […] Όχι δεν θα σκοτώσωμεν ημείς οι ίδιοι την καρδίαν μας αλλ’ ούτε και θα σταθώμεν να εμπήξουν εις αυτήν τη ξίφη των άλλοι. Θ’ αποθάνωμεν αλλά δεν θα υποκύψωμεν και θ’ αποθάνωμεν αφ’ ου πληρώσωμεν εκριβά την πτώσιν μας. Ένα τόσον ωραίον θάνατον ονειρεύεται σήμερον και ο τελευταίος Έλλην. Ταύτα λέγομεν εις την Ευρώπην ημείς οι Νησιώται». Ακολουθεί στις 27 Μαρτίου η δημοσίευση του ποιήματος «Το παραμύθι», γραμμένο στο Πλωμάρι. Πρόκειται για διάλογο ενός παππού και των εγγονιών του, όπου παρουσιάζονται τα χρόνια της σκλαβιάς και η ελευθερία του νησιού και της Ελλάδας.

                     Ακούν τα εγγόνια τον παππού με δακρυσμένα μάτια.
                    -Όσοι πεθάναν ξένοιαστοι και ευτυχισμένοι πάνε
                    στ’ αδέρφια πάνω τα καλά να φέρουνε μαντάτα,
                   πως αναστήθηκε ο ρωμιός, λυτρώθηκε κι ο σκλάβος,
                   για να ησυχάσουν οι σκιές προγόνων οργισμένων 

Στις 31 του ίδιου μήνα δημοσιεύει στο περιοδικό Χαραυγή το διήγημα «Στα χρόνια της σκλαβιάς». Μια πονεμένη και σκληρή ιστορία, κατά την οποία μια οικογένεια αποφασίζει να σκοτώσει το νεογέννητο αγόρι της, για να μην το κάνουν γενίτσαρο οι Τούρκοι. Μετά από χρόνια, στις 8 Νοεμβρίου 1930, θα δημοσιεύσει, στην εφημερίδα Δημοκράτης με την οποία συνεργάζεται, το ποίημα «Το τραγούδι του αϊτού». Πρόκειται για ένα ποίημα δεκατριών τετράστιχων το οποίο (Αφιερώνεται στους πρωτοπόρους του Έθνους).

                        Πιο γοργά κι απ’ σύγνεφα φεύγω. Βαριά τα φτερά μου
                      τους ανέμους χτυπούν, τους βυθούς τ’ ουρανού δρασκελώντας·
                      σε θλιμμένες νυχτιές απ’ της μέρας τη λάμψη περνώντας,
            σα θαμπές αστραπές, γη και θάλασσες σβήνουν μπροστά μου.   

Το 1938 στήνεται το ηρώο πεσόντων κατά τη μάχη του Κλαπάδου στην τοποθεσία Τυρρανίδι. Την ημέρα των αποκαλυπτηρίων, στις 5 Ιουνίου, απαγγέλλεται από τη δεσποινίδα Νίτσα Γ. Σβορώνου το ποίημα «Εις τους νεκρούς της 8ης Νοεμβρίου», το οποίο έχει γράψει ο Ζεϊμπέκης.

                          Σ’ αυτούς που δώσαν τη ζωή και την χρυσή των νιότη 
                          και πέθαναν μ’ ενός τρανού θανάτου τη λαμπρότη 
                          σ’ αυτούς σαν καλοκαιρινό μοσκοθεμένο αγέρι
                          της Λέσβου ο θείος ουρανός το θρήνο μας ας φέρει.
                         Περαστική δε στάθηκε η δόξα των η λήθη
                         δεν τους σκεπάζει τ’ όμορφο τους φέρνει παραμύθι
                         απ’ τα βαθιά, τ’ ανήλιαγα, στο φως εδώ σιμά μας
                         σαν πεταλούδες να ξυπνούν τα γλυκονείρατά μας.
                 Δόξα σ’ αυτούς, δόξα σ’ αυτούς μέσα στην ανθρωπότη.


5. Από τον Πρωτοσύγγελο Βασίλειο Κομβόπουλο προς τον απελευθερωτή στρατό Δεδοξασμένοι Ελευθερωταί, Η περικαλλεστάτη κατά Αιγαίον κτίσις, κτίσις εκπάγλως προκισθείσα υπό του Δημιουργού με καλλονάς εξαισίας και υπέροχα θέλγητρα, η μυροβόλος και εύανδρος Λέσβος, «ελευθέρα σήμερον γνωριζομένη», δια των αγώνων και του Τιμίου σας αίματος, πλέκει από μυρίοσμα της καρδίας άνθη τον αμαράντινον της δόξης σας στέφανον. «Οι δε πριν εσκοτισμένοι» ημείς οι χθες πρώην υπό ζυγόνσκοτίας και τυραννίας στένοντες, ελεύθεροι νυν γενόμενοι, «υιοί φωτός» και τέκνα ελεύθερα της φωτοδότιδος Μητρός Ελλάδος δια της τόλμης, της στρατηγικής ικανότητος, της γενναιότητος και ανδρείας σας αναδεικνύωμεν, ραίνομεν με δάκρυα ενδομύχου χαράς και αϊδίου ευγνωμοσύνης την τροπαιούχον ταύτην και θριαμβευτικήν σας επάνοδον εις την πρωτεύουσαν της ωραίας νήσου π΄λοιν και αναπέμπομεν ολόθερμον και ολόψυχον αδελφικήν ευχήν: Την πάναγνον ταύτην σημαίαν του φωτός και της Ελευθερίας, με την οποίαν εξηγνίσατε την νήσον μας, να ανυψώσητε νικηφόρως και αλλαχού της Ελληνικής Ανατολής και να καθαγιάσητε με αυτήν και άλλα αλύτρωτα πολλά τμήματα της μιάς, μεγάλης, ενιαίας και αδιαρέτου Ελληνικής Πατρίδος. Καλώς μας ήλθετε, γενναίοι λυτρωταί μας. Να μας ζήσετε

6. Χαιρετισμός του Δημάρχου

«Αγαπητέ αδελφέ, Το τωρινόν γράμμα μου, έχει κάτι εξαιρετικόν και φαντάζομαι την χαράν και έκπληξίν σου, όταν θα λάβεις τον φάκελον… και αντικρίσεις ελληνικόν γραμματόσημον της Ελευθέρας Μυτιλήνης. Έμαθες ότι είμεθα πλέον Ελεύθεροι Έλληνες και όχι σκλάβοι των Τούρκων. Η Μυτιλήνη μας είναι πλέον Ελευθέρα, είναι ελληνική, καταστολισμένη παντού με σημαίας ελληνικάς!!!», έγραφε ένας ελεύθερος πλέον Έλληνας στις 18 Νοεμβρίου 1912 από την Βαριά στον αδελφό του στην Αμερική. Tην δύσκολα αποδιδόμενη αυτή χαρά και αγαλλίαση που έζησαν ο Λέσβιοι του 1912, που στις 7 Νοεμβρίου κοιμήθηκαν σκλάβοι και στις 8 ξύπνησαν ελεύθεροι, επιχειρεί να αποδώσει νομίζω το λεύκωμα που εξέδωσε ο πολιτιστικός σύλλογος «Λέσχη Πλωμαρίου Βενιαμίν ο Λέσβιος», συμμετέχοντας δυναμικά στον γιορτασμό των 100 χρόνων από την απελευθέρωση της Λέσβου, που περίμεναν ανυπόμονα και επιδίωκαν ανυποχώρητα οι κάτοικοί της. Ο μεγάλος αριθμός Λεσβίων αλλά και μη, ιστορικών, μελετητών, λογοτεχνών που επιστρατεύθηκαν για να αναπαραγάγουν την ιστορική μνήμη και να χαράξουν την εικόνα των ηρωικών εκείνων ημερών, μαζί με τα ενθυμήματα, τα δημοσιεύματα, τις εικόνες και τις φωτογραφίες –όσες σώθηκαν των πρωταγωνιστών- δίνουν νομίζω το μέγεθος της προσπάθειας. Και του σεβασμού στην ιστορική αλήθεια. Για να υπάρξει όπως σημειώνει ο Ηρόδοτος «Ιστορίης απόδειξις, ως μήτε τα γενόμενα εξ ανθρώπων τω χρόνω εξίτηλα γένηται, μήτε έργα μεγάλα τα και θωμαστά ακλεά γένηται». Άξιος ο μισθός των πρωτεργατών, αυτού του έργου.

                                      ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΚΙΩΝΟΣ ΒΟΥΝΑΤΣΟΣ
                                      ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΛΕΣΒΟΥ  


Ενότητα 10η : Οι πεσσόντες της Λέσβου

ΣΑΣ ΞΕΧΑΣΑΜΕ «... Ανάμεσα μας δεν μένει πιά τώρα παρά η θύμηση της ηρωικής σας μορφής και της θυσίας. Και εκείνο που ασφαλώς θα ζητάτε από εμάς, σαν τελευταία και μοναδική σας επιθυμία, θα είναι να μην σας ξεχάσουμε στη ζωή, που μας χαρίσατε με το αίμα σας. Μικρή στ’αλήθεια, πολύ μικρή η ανταμοιβή που μας ζητάτε. Όμως φτωχοί μου νεκροί όσο και άν θελήσουμε κι αν σας υποσχεθούμε δεν θα μπορέσουμε να φανούμε συνεπείς. Δεν θέλω να σας πικράνω μα δεν μπορώ να σας κρύψω την πικρή αλήθεια. Δυστυχώς θα σας ξεχάσωμε. Ναι θα σας ξεχάσωμε!... Η μορφή σας στη μνήμη μας θα σβήσει λίγο-λίγο κι’ ύστερα από κάμποσα χρόνια θα γίνετε άγνωστοι στρατιώτες. Ανώνυμοι που θα σας τιμούμε μόνο στις εθνικές μας γιορτές, για να ικανοποιούμε την εθνική μας υπερηφάνεια με τους δικούς σας βέβαια ηρωϊσμούς, τις δικές σας θυσίες...» Αυτή η παραπάνω εξομολόγηση του έφεδρου ανθυπολοχαγού Νίκου Παπαβασιλείου, μου ήρθε στον νου καθώς κατηφόριζα το ύψωμα «Τυραννίδι», όταν επισκέφτηκα για πρώτη φορα τον τόπο όπου βρίσκεται το μνημείο των πεσόντων του απελευθερωτικού αγώνα της Λέσβου. Η εξομολόγηση αυτή αν και γράφτηκε τριάντα χρόνια μετά το 1912, για τους νεκρούς ήρωες του ’40, ταιριάζει απόλυτα και στους δικούς μας ήρωες, μιας και θαρρείς πως τούτη η γή ξαναγεννά τους ίδιους ήρωες που ξανάρχονται και μας φωνάζουν: «εδώ είμαστε, ξανά στις επάλξεις, μη μας ξεχνάτε». Πράγματι η πλειονότητα των Λεσβίων έχουμε ξεχάσει τους νεκρούς ήρωες μαχητές του 1912. Τώρα με την συμπλήρωση των 100 χρόνων της απελευθέρωσης είναι ευκαιρία να θυμηθούμε τα παλικάρια αυτά και να τα τιμήσουμε. «....Αφ’ ου δε η νεότης ημών εδείχθη τοιαύτη, αφ’ ου έχρανε δια του αίματος αυτής πάσαν την νέαν Ελλάδα, αφού προσήνεγκε τον κάλλιστον και μέγιστον έρανον, την ζωήν, εις το πανελλήνιον συμπόσιον, ου θα ευωχώνται οι επιζώντες, τι επιβάλλεται ημίν; Να τιμώμεν και να γεραίρωμεν την μνήμην αυτών. Να υψώσωμεν στήλην, εν η να χαράξωμεν σελασφόρα τα ονόματα των 42 Κρητικών βλαστημάτων μας… Nα τελώμεν δε ετήσια μνημόσυνα και αγώνας κατά τα γεραρά των προγόνων θέσμια προς τιμήν τούτων, ίνα ακοίμητον της μιμήσεως την φλόγα τηρώμεν και εις έργα μείζονα την νεότητα παροξύνωμεν....»1 1 Από τον λόγο που εκφωνήθηκε στο Φιλολογικό μνημόσυνο των 42 πεσόντων Ιερολοχιτών Κρητών στις 8-12-1913 στα Χανιά, από τον Γυμνασιάρχη Εμμανουήλ Γενεράλι, ο γυιός του οποίου πολέμησε στη Λέσβο και πέθανε από κακουχίες πολέμου στην Πρέβεζα

      Η αξία της θυσίας και προσφοράς των μαχητών του απελευθερωτικού αγώνα της Λέσβου μεγεθύνεται και από το γεγονός ότι αρκετοί από αυτούς ήταν εθελοντές, Κρήτες φοιτητές, Λέσβιοι μετανάστες της Αμερικής στη Λεσβιακή Φάλαγγα, ντόπιοι πρόσκοποι- αντάρτες και άλλοι Έλληνες από την ελεύθερη Ελλάδα και από κοιτίδες του Ελληνισμού, όπως η Μικρά Ασία, η Κωνσταντινούπολη, ο Πόντος και οι Βαλκανικές χώρες.

Στα επίσημα αρχεία του Ελληνικού στρατού αναφέρονται 18 νεκροί (1 αξιωματικός, 17 οπλίτες) και 81 τραυματίες (1 αξιωματικός και 80 οπλίτες). Α) το τάγμα Μανουσάκη το οποίο μπήκε πρώτο στη μάχη είχε τους παρακάτω νεκρούς: 1. Μενουδάκος Ιωάννης, ανθυπολοχαγός από το Γύθειο Λακωνίας, 2. Βαρδάκης (Βαρδής) Μανώλης, στρατιώτης εθελοντής από το Ρέθυμνο Κρήτης, 3. Δασκαλάκης Δημήτριος, στρατιώτης από την Θήρα, 4. Κοκκίνης Μιχαήλ στρατιώτης από την Κρήτη, 5. Κόλιας Βέργος λοχίας από τον Κισσό Πηλίου, 6. Μανιδάκης Γρηγόρης, στρατιώτης εθελοντής από τον Πλάτανο Καινουρίου Κρήτης, 7. Σαμανής Πέτρος, στρατιώτης από την Κωνσταντινούπολη, 8. Χαρίτος Φώτιος, στρατιώτης από Τραπεζούντα, Β) το τάγμα Παυλόπουλου είχε τους παρακάτω νεκρούς: 9. Κατίτσας Κωνσταντίνος, στρατιώτης από Ζουγόπουλο (Ζωγλόπι) σημερινή Ραχούλα Καρδίτσας, 10. Κλιάφας Γεώργιος, δεκανέας από την Κρανιά Τρικκάλων, 11. Νίκας Σπυρίδων, πεζοναύτης από την Κέρκυρα, 12. Παυλιδάκης Ιωάννης, στρατιώτης από την Κρήτη. 13. Στεριόπουλος Στέλιος, στρατιώτης από Μπραϊμη, σημερινή Αγιοπηγή Καρδίτσας, 14. Τσικλής Απόστολος, στρατιώτης από Τσαπέτσα, 15. Φιλιππίδης Δημήτριος, δεκανέας από Αγχίαλο ανατολικής Ρωμυλίας. Γ) το άγημα πεζοναυτών είχε τους παρακάτω νεκρούς: 16. Βατής Ευθύμιος από την Σύρο, 17. Σοφίος Χαράλαμπος, πεζοναύτης από τα Κύθηρα, 18. Καραγιάννης Αναστάσιος από την Λέσβο. Στους παραπάνω νεκρούς πρέπει να προστεθεί ο μοναχός της Μονής Λειμώνος Νεόφυτος Καμένος από τα Παράκοιλα Λέσβου καθώς και 3 αντάρτες Λέσβιοι αγνώστων στοιχείων που σκοτώθηκαν και κατακρεουργήθηκαν από τους Τούρκους στις 3 Δεκεμβρίου στην περιοχή μεταξύ Λάμπου Μύλοι και Κρύο Νερό, κατά την προέλαση του Ελληνικού Στρατού. Πρώτος τραυματίας του τάγματος Μανουσάκη ήταν ο Α. Παναγόπουλος από την Μεσσήνη.Οι πρώτοι νεκροί ανήκαν στον τέταρτο λόχο του τάγματος Μανουσάκη στο ύψωμα Τυραννίδι και ήταν ο Μανώλης Βαρδάκης, μοναχογιός του πολιτευτού Ρεθύμνης Στυλιανού Βαρδάκη και ακολούθησε ο θανάσιμος τραυματισμός του Γ. Κοκκίνη. Ο Χ. Σοφίος δίοπος, σκοτώθηκε πάνω στο εύδρομο Αρκαδία κοντά στην ακτή της Πέτρας από πυροβολισμούς Τούρκων. Στο βιβλίο του «εις Λέσβον εκστρατεία» ο Στρατηγόπουλος μας περιγράφει γλαφυρά ανθρώπινες και ηρωικές σκηνές από τις μάχες που έγιναν γύρω από το μοναστήρι του Λειμώνος . «...εις τας πρώτας στιγμάς του απέλπιδος θάρρους ο ανθυπολοχαγός Μενουδάκης, αποκαλυφθείς, παρορμά τους άνδρας του και μάχεται ως απλούς στρατιώτης. Πρώτος αυτός εκεί πάνω, πληγείς εις την κεφαλήν, πίπτει δια παντός όπισθεν δύο βράχων. Ο εχθρός προχωρεί πάντοτε με λύσσαν, καίτοι πληρώνων ακριβά έκαστον βήμα του. Η θέσις είναι κρίσιμος, το πείσμα των αντιπάλων φοβερόν, ο αήρ τρέμει από τους κρότους και την αντήχησιν.Τρομερά στιγμή...» Οι Τούρκοι δεν σεβάστηκαν τους τραυματίες και όσους βρήκαν τους κατακρεούργησαν με ιδιαίτερη βαναυσότητα, εν αντιθέσει με τους Έλληνες που σεβάστηκαν όλους τους Τούρκους τραυματίες και τους περιέθαλψαν από τη πρώτη στιγμή, τόσο στο πρόχειρο νοσοκομείο που στήθηκε στη μονή Λειμώνος , όσο και στα πολιτικά νοσοκομεία της Μυτιλήνης και των Αθηνών. «... Πώς να αφήσουν τον πληγωμένο σύντροφόν των έρμαιον της Τουρκικής αγριότητος; αλλά και πώς είναι δυνατόν να τον παραλάβουν μεθ΄εαυτών; Τον σύρουν, τρέχοντες, ολίγα μέτρα πρός τα οπίσω, όπου ωρθούντο τα ερείπια μικρού οικίσκου, τον κρύπτουν εν αυτώ, με την ελπίδα της κατά την νύκτα ασφαλούς μεταφοράς του και εξακολουθούν υποχωρούντες πρός τον λόφον του λόχου των υπό την χάλαζαν του εχθρού. Ούτος ολοέν προεχώρει. Ευρίσκει το πτώμα του λοχίου, το λογχίζει και το συλοί. Ερευνά εις το ερείπιον και ανακαλύπτει τον τραυματίαν!... Η βραδύτερον αναγνώρισις παρουσίασε τον τελευταίον τούτον απολύτως κρεουργημένον, με αποκεκομμένας σχεδόν τας χείρας, αίτινες εζήτουν αγωνιωδώς να εμποδίσουν την λόγχη του σφαγέως....» Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του στρατιώτη Μιχάλη Χαράτου, όπως την περιγράφει ο εκ Φίλιας Γεώργιος Καραμούτσος. Ο Χαράτος βαριά τραυματισμένος μεταφέρθηκε σε ένα μικρό καφενείο στη περιοχή Τσιγκώνα που ανήκε σε Τούρκο, αλλά την νύχτα οι Τούρκοι τον αποτελείωσαν δια λογχισμού. Ο ίδιος ο Καραμούτσος φρόντισε για την ταφή του ήρωα Χαράτου στο κοινοτικό κοιμητήριο Φίλιας. Ο Ε. Βατής ετάφη στην Αγίαν Παρασκευή, ο Α. Τσικλής στην Καλλονή και ο Δ. Φιλιππίδης αποβιώσας από τραύμα στο πολιτικό νοσοκομείο Μυτιλήνης ετάφη στην Μυτιλήνη. Στο κοιμητήριο της μονής Λειμώνος ενταφιάστηκαν ο Ε. Βαρδάκης, ο Ι. Μενουδάκος, ο Γ. Μανιουδάκης ο Βέργος Κόγιας, ο Δ. Δασκαλάκης ο Σ. Στεριόπουλος και ο Πέτρος Σαμανής. «... εκ του προαυλίου της ερημικής μονής με τους ογκώδεις τοίχους και την θολωτήν θύραν, εξέρχεται ασκεπής καλόγηρος κρατών σταυρόν και μουρμουρίζων ευχάς. Δύο τετράγωνα σχήματα, βασταζόμενα υπό άλλων καλογήρων και κεκαλυμμένα δι΄αντισκήνων, τον ακολουθούν. Με κεκλιμένα τα όπλα προς την γην, μία διμοιρία παρακολουθεί. Η μικρά συνοδεία διέρχεται δια μέσου του αφώνου πλήθους, μακρύνεται και αφανίζεται εντός των τοίχων του μικρού κοιμητηρίου των ερημιτών, όπου ο άνεμος εσάλευε τας κορυφάς ολίγων κυπαρίσσων. Αι πλαγιαί στενάζουν, δια τελευταίαν φοράν, τας τρείς ομοβροντίας της τιμής και μετά μικρόν το στράτευμα φεύγει σιωπηλόν, κατερχόμενον προς την Καλλονήν και εγκαταλείπον διά παντός υπό τα χώματα του μοιραίου εκείνου όρους έρημα τα σώματα των συντρόφων του..Η δόξα όμως είναι πιστός φύλαξ...»22 Στρατηγόπουλος . Εις Λέσβον εκστρατεία.


Ενότητα 11η : Τα γραμματόσημα της Λέσβου (Του Μιχάλη Τσιπίδη)

Στη Λέσβο, επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπήρχαν τουρκικά ταχυδρομικά γραφεία στη Μυτιλήνη (από το 1868), στο Μόλυβο (από το 1871), στο Πλωμάρι (από το 1884), στη Σκόπελο (από το 1892), στη Πέτρα (από το 1904), στη Πλαγιά (από το 1907), στο Πολυχνίτο (από το 1892), στη Συκαμιά (από το 1912), στο Σίγρι (από το 1899), στη Στύψη (από το 11912), στα Τελώνια και στη Βατούσα. Στη πόλη της Μυτιλήνης εκτός απο τα τουρκικά υπήρχαν αυστριακό, γαλλικό, ρωσικό και για κάποιο μικρό διάστημα αιγυπτιακό ταχυδρομείο. Τα τουρκικά ταχυδρομεία χρησιμοποιούσαν αμιγώς τουρκικά γραμματόσημα, ενώ τα υπόλοιπα χρησιμοποιούσαν γραμματόσημα του Λεβάν κοινής χρήσης.

Μετά την απελευθέρωση της Μυτιλήνης  (8/11/1912)   αποφασίστηκε η σύσταση Ελληνικής ταχυδρομικής Υπηρεσίας και   η έκδοση τοπικών γραμματοσήμων, για τη διακίνηση της αλληλογραφίας. Με διαταγή του πολιτικού Συμβούλου του Στρατού Κατοχής Γ. Καρατζά δεσμεύτηκε  όλη η ποσότητα των οθωμανικών γραμματοσήμων, που βρέθηκαν στο ταχυδρομείο της Μυτιλήνης, και επισημάνθηκε με την επιγραφή «Ελληνική Κατοχή Μυτιλήνης».  Η επισήμανση έγινε στο τυπογραφείο της τοπικής εφημερίδας Σάλπιγξ  και ανατέθηκε στον τυπογράφο Α. Μιχαηλίδη. Εξαιτίας του μικρού μεγέθους του πιεστηρίου, τα φύλλα των 100 γραμματοσήμων κόπηκαν στη μέση  με τις 50άδες  πλέον να επισημαίνονται  σε δύο φάσεις , τη δεύτερη με φορά αντίθετη της πρώτης. Το κανονικό χρώμα της επισήμανσης ήταν μαύρο. Η απουσία ελληνικών νομισμάτων στο νησί, εκείνη την εποχή, επέβαλε τη  διατήρηση  στα γραμματόσημα των ονομαστικών αξιών σε παράδες και πιάστρες. 

Αρχικά επισημάνθηκαν 14 διαφορετικής ονοματικής αξίας γραμματόσημα εκδόσεως 1908-11 (Εικόνα 1). Με την άφιξη των ελληνικών νομισμάτων στο νησί έγινε νέα επισήμανση , σε τέσσερα απο αυτά, για να δηλωθεί η νέα ονομαστική αξία τους σε λεπτά και δραχμές (Εικόνα 2). Η πλάκα διαλύθηκε μετά την εκτύπωση. Τα γραμματόσημα τέθηκαν σε κυκλοφορία στις 9-11-1912. Σε λίγες μερες μετά την έκδοσή τους, τα γραμματόσημα εξαντλήθηκαν, οπότε κατασχέθηκαν τα τουρκικά γραμματόσημα απο τις άλλες κωμοπόλεις της Λέσβου και επισημάνθηκαν στο ίδιο τυπογραφείο με τα ίδια τυπογραφικά στοιχεία, αλλά με νέα συνθεση τυπογραφικής πλάκας. Η εκτύπωση αυτή τοποθετείται ανάμεσα στις 13 -16 Νοέμβρη 1912. Η επισήμανση παρουσιάζει σημαντικό αριθμό απο λάθη. Ταυτόχρονα με τα γραμματόσημα, επισημάνθηκε μικρός αριθμός τουρκικών ταχυδρομικών δελταρίων και διεθνή απαντητικά κουπόνια. Για τη σφραγιση των γραμματοσήμων, αρχικά χρησιμοποιήθηκε τουρκική δίγλωσση σφραγίδα με αραβικούς και λατινικούς χαρακτήρες αφου προηγουμένως αφαιρεθηκε η τουρκικη επιγραφη (Εικόνα 3). Στις αρχες Δεκεμβρίου η τουρκικη σγραγίδα αντικαταστάθηκε με δίκυκλη σφραγίδα (τύπου V) (Εικόνα 4). Στο Μόλυβο και στη Πέτρα για τη σφράγιση των επισημασμένων γραμματοσήμων χρησιμοποίησαν, για λίγο χρονικό διάστημα, μια ξύλινη σφραγίδα κυκλικού σχήματος με επιγραφή «ΕΛΛΑΣ ΜΟΛΥΒΟΣ» ή «ΕΛΛΑΣ ΠΕΤΡΑ» (Εικονα 5). Στο Πλωμάρι, χρησιμοποιήθηκε μια ξύλινη, αναμνηστική του γεγονότος, σφραγίδα με επιγραφή «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ ΠΛΩΜΑΡΙΟΥ 10 ΝΟΕΜ912», που χρησιμοποιήθηκε μέχρι τις αρχές του 1913 (Εικόνα 5). Επιστολές με αυτές τις σφραγίδες είναι μεγάλης απανιότητας (Εικόνα 6). Τον Ιανουάριο του 1913 τα ταχυδρομεία της Λέσβου άρχισαν να εφοδιάζονται με ελληνικά γραμματόσημα Ελληνικής Διοίκησης, τα οποία αντκατέστησαν τα επισημασμένα της Ελληνικής Κατοχής Μυτιλήνης.

1913

2 Ιανουαρίου     Το τουρκικό θωρηκτό Χαμηδιέ βομβαρδίζει το εύδρομο Μακεδονία και την Ερμούπολη.  
 5 Ιανουαρίου   Ναυμαχία της Λήμνου. Ο τουρκικός στόλος υποχωρεί στα Δαρδανέλια.

24 Ιανουαρίου Το ελληνικό αεροσκάφος Ναυτίλος με πιλότο τον Μ. Μουτούση εκτελεί κατασκοπευτική πτήση πάνω από τον τουρκικό ναύσταθμο του Νογαρά στα Δαρδανέλια. 17 Φεβρουαρίου Το ελληνικό ανιχνευτικό Ιέραξ λόγω σφοδρής θύελλας προσαράζει στα αβαθή στη νότια Τένεδο.

 2 Απελευθέρωση της νήσου Σάμου.

14 Μαρτίου Ο ναύαρχος Κουντουριώτης με τα θωρηκτά Αβέρωφ, Σπέτσες και το αντιτορπιλικό Λέων φθάνει στη Μυτιλήνη για αποτροπή απόβασης τουρκικών στρατευμάτων που συγκεντρώθηκαν στα μικρασιατικά παράλια. 22 Μαρτίου Το αντιτορπιλικό Κεραυνός με κυβερνήτη τον Μαλικόπουλο περιπολεί στον κόλπο της Σμύρνης. 23 Μαρτίου Το αντιτορπιλικό Κεραυνός καταστρέφει καταυλισμό Τούρκων στρατιωτών και στρατώνα στα Βουρλά. 27 Μαρτίου Το αντιτορπιλικό Κεραυνός βομβαρδίζει τουρκικό στρατώνα στις Κυδωνίες. 29 Μαρτίου Τα αντιτορπιλικά Θύελλα, Νίκη, και Ναυκρατούσα τρέπουν σε φυγή τα τουρκικά πλοία. Λήξη της δραστηριότητας του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο.

1 Απριλίου   Το θωρηκτό Ύδρα με κυβερνήτη τον Δ. Παπαχρήστο φθάνει στο Καστελόριζο για υποστήριξη των κατοίκων, οι οποίοι ζητούν την ένωση του νησιού με την Ελλάδα.

17 Μαΐου Υπογράφεται η συνθήκη ειρήνης του Λονδίνου. Παραμένει σε εκκρεμότητα η τελική κυριαρχία επί των νήσων του Β.Α Αιγαίου. 16 Ιουνίου Κήρυξη του Β΄ Βαλκανικού πολέμου.

1 Νοεμβρίου  Υπογράφεται η Ελληνοτουρκική συνθήκη των Αθηνών. Στη συνθήκη δεν γίνεται αναφορά για το καθεστώς των νήσων του Β.Α Αιγαίου. Η Ελλάδα προσαρτά αυτά de facto.

Εικονα 1. «Ελληνική Κατοχή Μυτιλήνης» σε γραμματόσημα Τουρκίας με ονομαστικές αξίες σε παράδες και πιάστρες.

Εικονα 2. «Ελληνική Κατοχή Μυτιλήνης» σε γραμματόσημα Τουρκίας  με ονομαστικές  αξίες  σε λεπτά και δραχμές. 

Εικονα 3. Φάκελλος με τουρκική δίγλωσση σφραγίδα με αραβικούς και λατινικούς χαρακτήρες. Εικονα 4. Φάκελλος με δίκυκλη σφραγίδα (τύπου V)

Εικονα 5. Αναμνηστικές σφραγίδες απελευθέρωσης της Λέσβου

Εικονα 6. Φάκελλος με σφραγίδα «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ ΠΛΩΜΑΡΙΟΥ 10 ΝΟΕΜ912»,