Ανδρέας Γιαννόπουλος

Επεξεργασία

Ο Ανδρέας Γιαννόπουλος (γεννήθηκε στις 21 Απριλίου 1982) είναι Έλληνας συγγραφέας.

Βιογραφία

Επεξεργασία

Γεννήθηκε το 1982, στον Χολαργό Αττικής. Μέχρι την ηλικία των 13 ετών έζησε στη Νέα Σμύρνη. Μετακόμισε στην Ρόδο το 1995 όπου και τελείωσε το γυμνάσιο. Μετά την πρώτη λυκείου, εισήχθει στο τμήμα Ζαχαροπλαστικής Τέχνης της Σχολής Τουριστικών Επαγγελμάτων της Ρόδου, απ΄όπου και πήρε το πτυχίο του το 2000. Μετά το τέλος της στρατιωτικής του θητείας στην Προεδρική Φρουρά, φοίτησε το επάγγελμα του οινοχόου και από το 2006 εργάζεται και λαμβάνει μέρος σε πανελλήνιους και διεθνείς διαγωνισμούς ως διαγωνιζόμενος κι ως κριτής.

Ο συγγραφέας

Επεξεργασία

Η συγγραφική του πορεία, ξεκίνησε το 2011 με την έκδοση του πρώτου του βιβλίου με τίτλο "Μεθύστε. Ο Έρωτας δεν είναι υπονοούμενο. Είναι αρχή", των εκδόσεων Bookstars. Το οποίο στις 11 ενότητες του, περιλαμβάνει ποιήματα, πρόζα και sort stories. Τότε, ήταν που απέκτησε το προσωνύμιο "ο Έλληνας Μπουκόφσκι", από θαυμαστές και κριτικούς. Ποιήματα από το πρώτο του έργο, δημοσιεύτηκαν σε ελληνικά περιοδικά ποίησης, και συγκεκριμένα στην "Μαύρη Πεταλούδα", στη "Μετά - Μόρφωση", στο "Θυμήσου το κερί" και στο "Τιτλοτέλος". Επίσης, η νουβέλα "Ο Κανίβαλος" μεταφράστηκε και δημοσιεύτηκε στις Η.Π.Α. , στο περιοδικό " Far from Gibraltar", και το ποίημα "8 και κάτι", στο ελληνόφωνο περιοδικό της Σουηδίας "Αποσπασμένοι".

Το δεύτερο έργο

Επεξεργασία

Δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρώτου βιβλίου, ο Ανδρέας Γιαννόπουλος συνεργάστηκε με τις εκδόσεις Άλλωστε για το δεύτερο, με τίτλο "Satan is a loser". Την εικαστική επιμέλεια του οποίου, ανέλαβε η σύζυγος του, Έλλη Γρίβα. Με το έργο αυτό, ο συγγραφέας θέλησε να επαναπροσδιορίσει την κατηγορία της βιωματικής ταυτοποίησης ποιημάτων που μπορούν να γραφτούν με το ύφος της "Μπιτ γενιάς", και να συστηθεί ξανά ως "Διάβολος" που δεν αρέσκεται σε άλλα ονόματα ή ευκολίες πέρα από τις δικές του.

Το τρίτο έργο

Επεξεργασία

Το 2015 και μετά τον χωρισμό του, εκδίδει ξανά με τις εκδόσεις Άλλωστε το τρίτο του βιβλίο με τίτλο "Είναι η Λήθη, Τζο". Συνεχίζει ακάθεκτος να γράφει αυτοβιογραφικά και στο έργο που παραθέτει στις σελίδες του βιβλίου, παρουσιάζει τον Τζο ως έναν από τους τελευταίους ρομαντικούς λίγο πριν και λίγο μετά το τέλος του κόσμου. Ίδιας φύσης γραφή ποιημάτων, μα με εμφανή σημάδια εξέλιξης που όπως οι κριτικοί προσδιόρισαν..., " όλο κι ανεβαίνει σκαλοπάτια και μας δείχνει προς έναν ορίζοντα μηνυμάτων, εννοιών και εικόνων που συχνά παραβλέπουμε στην καθημερινότητά μας", "..., ο συγγραφέας του τολμά να ζήσει, και, αληθινός ως την τελευταία στάλα του κρασιού της ζωής στο ποτήρι του, μοιράζεται τις σκέψεις του μ’ ένα βάθος αξιοπρόσεκτο, και με ύφος που, αν κι πολύ προσωπικό, ανταγωνίζεται επάξια καταξιωμένους δημιουργούς του είδους του, χωρίς όμως να τους μιμείται. Με γλώσσα προσιτή αλλά και δουλεμένη, ο Ανδρέας Γιαννόπουλος μας χαρίζει μέσα από τις σελίδες του στιγμές έντασης και σκέψης, μα και δυνατών συναισθημάτων, όπου θα ανατρέχουμε ξανά και ξανά. Ένα βιβλίο που θα διαβάσουμε πολλές φορές, γιατί θα μας κάνει πάντα νιώθουμε σαν να το είχαμε γράψει εμείς".

Η κατεξοχήν Μετανεωτερικότητα του Ανδρέα Γιαννόπουλου

Επεξεργασία

Δρ Γιάννης Λάμπρου, επιστημονικός συνεργάτης του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Για το βιβλίο "Είναι η Λήθη, Τζο", του Ανδρέα Γιαννόπουλου.

Αυτό που παρατηρεί κανείς διαβάζοντας το βιβλίο «Είναι η Λήθη Τζο» του Ανδρέα Γιαννόπουλου είναι η έντονη ανάμειξη διαφόρων και διαφορετικών μεταξύ τους ειδών και ποιοτήτων. «Pastiche» θα το έλεγαν οι θεωρητικοί της μετανεωτερικότητας, και ο δυτικότροπος αυτός όρος, προερχόμενος πιθανώς από το ελληνικό παστίτσιο, το πικάντικο μείγμα από κιμά, σάλτσες, μακαρόνια και καρυκεύματα, κατά τα φαινόμενα αλλόκοτο για το συνηθισμένο στη γραμμικότητα των λαζανιών δυτικότροπο μάτι, σημαίνει την ανάμειξη υφών και καλλιτεχνικών ρευμάτων, όπως στις ταινίες του Ταραντίνο. Είναι όμως έτσι ακριβώς; Ως αντι-Κάφκα, ο Ανδρέας Γιαννόπουλος μεταμορφώνεται όχι σε γλοιώδες έντομο, όπως στην Καφκική «Μεταμόρφωση», αλλά σε ρωμαλαίο, σωματώδη, και, ως εκ τούτου, ναρκισσευόμενο σκύλο, που κλαίει γιατί αποζητά το χάδι, όπως ένα μωρό που ανακαλύπτει ναρκισσιστικά το εγώ του κλαίει γιατί αποζητά την προσοχή. Ή μήπως όχι; Το ποίημα «Ο Μινώταυρος. Εμείς» μιλάει για ένα λαβύρινθο που είχε μέσα αντί για Μινώταυρο έναν τεράστιο καθρέφτη, και όσοι βλεπούν σε αυτόν το τεράστιο Εγώ τους φοβούνται, κι ας περπατάνε, κατά τα λεγόμενα του Γιαννόπουλου στο δρόμο, φαινομενικά δραπέτες εκ του λαβυρίνθου. «Ο Μινώταυρος. Εμείς» εκτός από έντονα αντιναρκισσιστικός, προσφέρει και μια εξαιρετικά διορατική λακανική ερμηνεία του αρχαίου μύθου του Μινωταύρου, σύμφωνα με την οποία Μινώταυρος δεν είναι παρά το είδωλό μας, στην ουσία δηλαδή εμείς οι ίδιοι. Αλλά και μία εξίσου διορατική λύση δια του αρχαίου μύθου του Μινωταύρου του λακανικού σταδίου του καθρέφτη της πρώιμης παιδικής μας ηλικίας, του σταδίου δηλαδή εκείνου που λειτουργεί ως θεμέλιος λίθος κάθε ναρκισσισμού. Είναι σαν ο ίδιος ο Ανδρέας να βγαίνει ως αντί-νάρκισσος από τον καθρέφτη και να λέει «στα τσακίδια εσείς και ο καθρέφτης που κατασκευάσατε, πιάστε τον μίτο και βγείτε στον κόσμο». Ο Ανδρέας Γιαννόπουλος είναι επίσης οι σχεδόν ονομαστικές και απελπιστικά ευθείς βολές για τον αρεσκόμενο στους υπαινιγμούς κόσμο της ποίησης εναντίον καταστάσεων και ανθρώπων. Η απόλυτη βεβαιότητά του μοιάζει να αγνοεί, ότι τίποτα σε αυτήν τη ζωή δεν είναι σίγουρο, ότι μπορεί να βλέπουμε πράγματα που δεν υπάρχουν και ότι όλοι έχουμε περισσότερες από μία πλευρές, που δεν βγάζουμε απαραίτητα στο προσκήνιο. Και έχει και χιούμορ ο μπαγάσας. Διαβάζω χαρακτηριστικά από το ποίημα «Φτηνές Δικαιολογίες»:

O Γιάννης, ο καρχαρίας, κάθισε στο υψηλό

σκαμπό του μπαρ και παρήγγειλε μπύρα.

Μυρίστηκε τη γυναίκα του από μακριά και

παρήγγειλε άλλη μια. (γιατί να το έκανε άραγε αυτό μόλις τη μυρίστηκε;)

Πού είσαι μώρο μου; Πού γυρνάς; Τη

ρώτησε.

Είχα πάει να φτιάξω τα δόντια μου στου

Θοδωρή, γιατί έφαγα κάτι φώκιες με σκληρό δέρμα, απαντάει αυτή.

Και, ανάμεσα σε φώκιες και καρχαρίες, ο Γιαννόπουλος γίνεται και πολιτικός επιστήμονας, που εξηγεί τα δεινά της Ελλάδας, αφού πρώτα δώσει τον ορισμό της κατάστασης του Έλληνα: «Ο καθένας για την πάρτη του. Κανείς-κανενός και ποτέ μαζί. Υπάρχουν τόσα οινοποιεία εδώ, όσα αριθμεί και η Αργεντινή». Η εξήγηση για τα δεινά μας έρχεται λίγο πιο κάτω: «Δείχνουμε τον ουρανό, τα αστέρια και αφιερώνουμε στους Αποπάνω, στην Πιάτσα του κάθε συρφετού, που δεν είναι έτοιμη να δεχτεί πως η αυτοκρατορία της απειλείται από τη διαφορετικότητα». Αν και η άποψη ότι η ελληνορθόδοξη πίστη στην «αποπάνω» θεία «πιάτσα», η οποία αποτρέπει την ανάπτυξη της χώρας μέσω της άφεσης αμαρτιών που δίνει στον πιστό λαό, είναι μόνιμη καραμέλα των πολιτικών επιστημόνων από τη δεκαετία του ’70, στο ποίημα του Γιαννόπουλου διαβάζω για πρώτη φορά μια τόσο ξεκάθαρη περιγραφή του μηχανισμού που μας μετατρέπει από απλώς θρήσκους στον ασυνείδητο Έλληνα. Αν οι «Αποπάνω», όπως λέει ο Ανδρέας, δεν δέχονται τη διαφορετικότητα, τότε ούτε και αυτοί που τους προσεύχονται, δηλαδή οι πλασμένοι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν των Αποπάνω τη δέχονται, κι έτσι η προσευχή αποτελεί αυτόματα δικαίωση του παρτάκια Έλληνα. Κι από την πολιτική επιστήμη περνάμε στο μηδενισμό, τόσο συνηθισμένο στα μετανεωτερικά κείμενα. Ο γιαννοπουλικός Οδυσσέας βγάζει το μάτι του Κύκλωπα και του λέει: «Αν δεν καταλαβαίνεις πως κανένας σημαίνει κι εγώ κι εσύ, τότε ήσουν τυφλός πριν στο βγάλω». Μηδενιστικό για κάθε εαυτό, αντίπαλο ή όχι, όσο και καβαφικό, ως νέα, ανορθόδοξη ερμηνεία της Οδύσσειας, αν και όχι της Ιθάκης της, αλλά του Κύκλωπα. Και ο μηδενισμός αυτός αφορά και τον ίδιο τον έρωτα:

Υπάρχει ένα κορίτσι εδώ, που μου αρέσει,

Και σήμερα που έχουμε Απόκριες μου

χάρισε μια συσκευασία σερπαντίνας.

Όταν φτάσαμε εδώ, επειδή δεν πιστεύαμε

πως τα πνευμόνια μας ήταν άχρηστα, μας

έβαλαν στη σειρά και μας τα αφαίρεσαν.

Γυάλισαν και τα πλευρά μας με

γυαλόχαρτο και τύλιξαν την καρδιά μας με

λατέξ.

Δεν ξέρω αν ο Ανδρέας το κάνει συνειδητά, αλλά γράφει ότι το κορίτσι τού χάρισε μια συσκευασία σερπαντίνας, και όχι μια συσκευασία με σερπαντίνες, επομένως το περιεχόμενο, δηλαδή οι σερπαντίνες, απουσιάζει, και υπάρχει μόνο η συσκευασία, δηλαδή το άχρηστο και μηδενικής αξίας σκισμένο σελοφάν, τόσο παρεμφερές και όμοιο με το λατέξ που αργότερα θα περιβάλει την ούτως ή άλλως περιβαλλόμενη από άχρηστα πνευμόνια καρδιά. Και το γυαλόχαρτο που κολλάει; Μια διαίσθηση με κάνει να γκουγκλάρω μαζί τις λέξεις «κούκλες» και «γυαλόχαρτο», για να ανακαλύψω, ότι το γυαλόχαρτο είναι βασικό εργαλείο για την κατασκευή κουκλών από papier maché. Οι κούκλες αυτές είναι δυνατό να έχουν πραγματική καρδιά που νιώθει πραγματικό έρωτα; Δε νομίζω, γιατί μες στις Απόκριες ακόμα και οι πραγματικοί άνθρωποι με τις πραγματικές καρδιές φορούν μάσκες και υποκρίνονται. Αν σε αυτό το σκηνικό υπάρχει κάτι ελπιδοφόρο, αυτό είναι ότι ο ποιητής γράφει «τύλιξαν την καρδιά μας» και όχι «τύλιξαν τις καρδιές μας», ωσάν τουλάχιστον οι δύο καρδιές να ήταν «ες σάρκα μίαν». Ανδρέα, είσαι τελικά τόσο απαξιωτής της καρδιάς, και άρα των αισθημάτων, και άρα της αγάπης? Δεν το νομίζω, γιατί αλλού διαβάζω «Η αγάπη δεν παρουσιάζει προβλήματα σε εκείνους που ξέρουν να αντέξουν την ψυχική φόρτιση» και «Τι διάολο…/Μια καρδιά έχουμε./Ποιος να την καίει;/Να φουντώνουν οι ουρανοί.» Μ’ αρέσει η εμμονή σου στον ενικό «μια καρδιά», που έχουμε εμείς, οι δύο ή περισσότεροι, και όχι δύο καρδιές ή περισσότερες, και μάλιστα μια καρδιά που όταν καίγεται, είναι τόσος ο καπνός που βγάζει, άρα και το περιεχόμενό της, που οι ουρανοί φουντώνουν. Δύο τουλάχιστον είναι λοιπόν οι θεάσεις σου της αγάπης, μία μηδενιστική και μια πληθωριστική, ίσως γιατί ως άλλος Μπουκόφσκι, που το όνομά του διάβασα τουλάχιστον δύο φορές στο βιβλίο σου, βλέπεις, και εσύ, όπως αυτός, τον έρωτα ποικιλοτρόπως.

Ας επανέλθω στη μετανεωτερικότητα. Τι είναι αυτό που κάνει τον Ανδρέα Γιαννόπουλο να είναι, ως αναμείκτης ειδών, υφών και ποιοτήτων, τόσο μετανεωτερικός. Η απάντηση βρίσκεται μέσα στο ίδιο το βιβλίο του. Διαβάζω, στην πρώτη μάλιστα σελίδα: «Όλοι όσοι ονειρευόμαστε μιαν άλλη ζωή το κάνουμε μονάχα επειδή μας ειν’ αδύνατο να ζήσουμε τη δική μας.» Και αλλού: «Το κρίμα είναι στο τώρα/ κι αν το τώρα, είμαστε εμείς./Χωρίς ερωτηματικό.» Το τέλος των μετααφηγήσεων είναι χαρακτηριστικό της μετανεωτερικότητας, μας λέει ο Λυοτάρ, γκουρού του μετανεωτερικού. Μετααφήγηση ίσον πομπώδες κείμενο που αφηγείται μια ιστορία η οποία οδηγεί δυνητικά σε μια ουτοπία. Για παράδειγμα, μαρξισμός, ο οποίος μέσα από την επανάσταση και τη δικτατορία του προλεταριάτου οδηγεί δυνητικά στην κομμουνιστική κοινωνία. Ψυχανάλυση, που μέσα από την ψυχοθεραπεία οδηγεί δυνητικά στο ξεπέρασμα των οιδιποδείων κόμπλεξ και στην επιστροφή στην προοιδιπόδεια πολυμορφική διαστροφή των νηπίων. Ή, ακόμα-ακόμα, κι αυτός ο ίδιος ο χριστιανισμός, που μέσα από το δόγμα και την προσευχή οδηγεί δυνητικά στον παράδεισο. Για ποια ουτοπία να μιλήσει κανείς, όταν δεν χρειάζεται να ονειρευτεί μιαν άλλη ζωή, γιατί, όπως ο Ανδρέας, ζει τη δική του; Και για ποια μετααφήγηση, όταν κανείς ξέρει, και μάλιστα, όπως λέει ο Ανδρέας, «χωρίς ερωτηματικό», ότι «το τώρα είμαστε εμείς»; Μέσα από αυτήν την απιστία στο μέλλον και την πίστη στο τώρα, χωρίς περιορισμούς, μπορούν όλα να γεννηθούν, γιατί ο μη πιστεύων σε κάτι δεν ακολουθεί μια πορεία ζωής, η οποία, ως πορεία, θα σήμαινε  αυταπόδεικτα ότι κάπου θα καταλήξει, ποιητής, ζαχαροπλάστης, σομμελιέ, πολιτικός επιστήμονας, Κάφκα, Μπουκόφσκι, λακανικός, Καβάφης ή μηδενιστής, αλλά ο μη πιστεύων σε κάτι είναι τώρα όλα αυτά μαζί. Είναι σαν ο μετανεωτερικός Γιαννόπουλος να έχει πάρει 100% τα διδάγματα του νεωτερικού πλάνητα ή flâneur στο νεωτερικό Παρίσι των τελών του 19ου αιώνα, ο οποίος, κάπως περιθωριακός για τους καθωσπρέπει της εποχής του, είχε δουλειά του να περιπλανιέται, να αλητεύει δηλαδή, και να παρατηρεί, χωρίς να καταλήγει κάπου. Διαβάζω ξανά:

/ "Ο αλήτης (από το αλάομαι) είναι ο περιθωριακός τύπος, ο περιπλανώμενος, ο πλάνητας, ο περιφερόμενος, αυτός που περιθέει στο περιθώριο. Περιθέω σημαίνει περιτρέχω και αλήτης είναι αυτός που πορεύεται ολόγυρα, τρέχει ολόγυρα για να έχει συνολική θέα.

Το περι-θώριον είναι το περι- θεώριον, το θεωρείον, δηλαδή τόπος για θέα, του απαιτητικού θεατή που από αγάπη για την γνώση, περιθέει και θεωρεί από όλες τις πλευρές, από όλες τις οπτικές γωνιές, τα δρώμενα, ικανοποιώντας έτσι τις θεωρητικές του ανάγκες στην κοινωνία. Ο περι-θέων, όμως, στο περι-θώριο, επειδή έχει "θράσος" να θεωρεί, για να διαμορφώνει τη δική του, την προσωπική του άποψη, αρνούμενος πίστη στα από καθ' έδρας θέσφατα (από το θεός + φημί, που σημαίνει λέγω) στα "θέσφατα παλαίφατα" του Ομήρου, στα θεόρρητα, στα παλαιά θεία λόγια που διακηρύσσουν διάφοροι θεόπεμπτοι τιτλούχοι από την έδρα τους, χαρακτηρίζεται, κυρίως απ' αυτούς, ως άνθρωπος του περιθωρίου, περιθωριακός και αλήτης.

Αυτό όμως είναι άδικο, γλωσσικά τουλάχιστον. Στα χρόνια του Ομήρου, τον βετεράνο της Τροίας, τον τυχοδιώκτη, αυτόν που άλωνε από εδώ και από εκεί, τον έλεγαν οι τότε θεόπεμπτοι, Άνακτες, Βασιλείς, Διοτρεφείς, αφρήτρορα (από το στερητικό α + φρήτρη, που είναι η φατρία), επειδή δεν κράταγε από σόι, από γνωστή ηρωική γενιά, και ανέστιο, χωρίς εστία, χωρίς δικό του σπίτι και γι' αυτό αθεμίστιο [Θέμις (από το τίθημι, απ' όπου ο θεσμός), είναι η προστάτιδα θεά της νομιμότητας και θεμιστεύω πάει να πεί δικάζω, κρίνω και χρησμοδοτώ άνθρωπο άνομο, ασεβή, άδικο και ανίερο.

Ο αλήτης πλανάται "θεωρίης είνεκεν" για να δει τι γίνεται στα πέριξ. Δεν μένει απλανής, αλητεύει ικανοποιώντας έτσι τις θεωρητικές του ανάγκες. Άλη λέγεται η περιπλάνηση του αλήτη, περιπλάνηση χωρίς εστία, χωρίς ελπίδα, χωρίς φόβο.

Ακόμα άλη ονομάζεται η περιπλάνηση του πνεύματος, η θεία περιφορά του πνεύματος, η αλή-θεια, την οποία ο Πλάτων στον Κρατύλο παρετυμολογεί απ' αυτή τη θεία περιφορά του νου, τη Θεία άλη. Ο αλήτης θεωρεί ζητώντας την αλήθεια."/�

Αν ο Ανδρέας αφιερώνει τρεις σελίδες σε αυτόν, γινόμενος και γλωσσολόγος, μάλλον μιλάει για τον εαυτό του. Σώστα ο φιλόσοφος Μπένγιαμιν θεωρεί τον αλήτη των τελών του 19ου αιώνα ακρογωνιαίο λίθο της νεωτερικότητας και του μοντερνισμού. Μόνο που ο μοντερνιστής αλήτης ακολουθούσε ένα μόνο δρόμο, μία πορεία, ένα ρεύμα, πείτε το ιμπρεσιονισμό, εξπρεσιονισμό, σουρεαλισμό και ούτω καθ’εξής. Ο μετανεωτερικός αλήτης – και, στο σημείο αυτό πρέπει να πω ότι προτιμώ για τον Ανδρέα τον όρο «πλάνης», όπως είθισται να μεταφράζεται στα ελληνικά ο γαλλικός όρος «flâneur» –  δεν ακολουθεί ρεύματα και πορείες, αλλά, ως άλλος Ταραντίνο, τα πετάει όλα μαζί στο ταψί για να φτιάξει το παστίτσιο του. Μόνο που για τον Ανδρέα, επίσης προτιμώ τον όρο λαζάνια, γιατί τα ύφη και τα στυλ δεν είναι ανάκατα, όπως στους γνωστούς μεταμοντέρνους, αλλά κάθε ποίημα έχει δική του φόρμα και έμπνευση, και η σκέψη του είναι ξεκάθαρη και γραμμική, περισσότερο από όσο νομίζει ο ίδιος, σαν τις στρώσεις των λαζανιών. Χώρια που οι άλλοι μεταμοντέρνοι είναι είτε ποιητές, είτε σκηνοθέτες, είτε λογοτέχνες, είτε φιλόσοφοι, ενώ εδώ βλέπω έναν ποιητή, έναν πολιτικό επιστήμονα, έναν φιλόσοφο, έναν γλωσσολόγο και έναν ψυχολόγο μαζί. Το γεγονός, Ανδρέα, ότι δεν έχεις μόνο πολλά στυλ, αλλά και πολλές ιδιότητες, σε αντίθεση με τους άλλους μετανεωτερικούς, που έχουν πολλά στυλ, αλλά μία ιδιότητα, σε καθιστά, εκτός από ταλέντο, και πιο προχωρημένο από αυτούς, δηλαδή κατεξοχήν μετανεωτερικό. Εύγε, και εις ανώτερα, και καλοτάξιδο το βιβλίο σου.