Πνευματικά δικαιώματα (1450-1900) Επεξεργασία

Baker v. Selden 1879 (Σέλντεν εναντίον Μπέικερ) Επεξεργασία

Η υπόθεση Σέλντεν εναντίον Μπέικερ (Baker v. Selden) είναι ορόσημο στο θέμα τής προστασίας πνευματικών δικαιωμάτων.

Από το 1879 που το Ανώτατο δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάσισε και καθιέρωσε την διάκριση μεταξύ, λειτουργικών συστημάτων και μεθόδων τα οποία προστατεύονται από το νόμο περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, και εκφραστικού περιεχομένου το οποίο προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα, επηρέασε πολλούς κανόνες περί πνευματικών δικαιωμάτων και την οριοθέτηση τους.

Το 19ο αιώνα, οι διακρίσεις διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και τα πνευματικά δικαιώματα, ήταν μέρος μιας γενικής επέκτασης τού πεδίου τής προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων και η παραδοσιακή έννοια τού δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας ήταν για την επανεκτύπωση ενός κειμένου που είχε καταστραφεί. Οι δικαστές προσπάθησαν να αναπτύξουν καινούργιους κανόνες που θα έδιναν κάποιο όριο στην επέκταση των πνευματικών δικαιωμάτων. Στην προσπάθεια αυτή, συνέβαλε πολύ η υπόθεση τού Σέλντεν, όπου κατά την διάρκεια τής εκδίκασης προέκυψαν σημαντικά στοιχεία για την ορθή χρήση τού αμερικανικού νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας.

Η δικαστική διαμάχη ανάμεσα στον Μπέικερ και την σύζυγο τού Σέλντεν, Ελίζαμπεθ, που είχε κληρονομήσει τα δικαιώματα τού βιβλίου του μετά τον θάνατο του, αφορούσε ένα σύστημα τήρησης βιβλίων που αναπτύχθηκε από τον Κάρολο Σέλντεν με την μορφή ενός σύντομου πρακτικού οδηγού και δημοσιοποιήθηκε από τον ίδιο στα τέλη τού 1850 και τού 1860.

Ο Σέλντεν, επικεφαλής λογιστής τού ταμείου τής κομητείας τού Χάμιλτον τού Οχάιο, προσάρμοσε τις τυπικές μεθόδους τήρησης βιβλίων, σε μια δική του καινοτομία, την «ενιαία συμπυκνωμένη είσοδο» όλων των συναλλαγών σε ένα καθολικό. Μέχρι στιγμής υπήρχε η μέθοδος διπλής καταχώρησης, πρώτα σε ένα ημερολόγιο ειδικά διαμορφωμένο σε ένα συγκεκριμένο λογαριασμό και στη συνέχεια χρονολογικά σε ένα γενικό καθολικό, κοινό για όλους τους λογαριασμούς. Στο «συμπυκνωμένο» σύστημα όλες οι πληροφορίες ήταν πιο εύκολα προσβάσιμες και το αποτέλεσμα ήταν εξοικονόμηση εργασίας, χρόνου και χρήματος και εντοπίζονταν πιο εύκολα τα σφάλματα και οι απάτες. Όλ’ αυτά ήταν ιδιαίτερα πολύτιμα σε μια κοινωνία που αναπτύχθηκε γρήγορα οικονομικά και ήταν περίπλοκη γραφειοκρατικά.

Ο Σέλντεν προσπάθησε να αξιοποιήσει το σύστημα του με δυο τρόπους. Ο πρώτος ήταν να το δημοσιεύσει και ο δεύτερος να πάρει άδεια για την χρήση σε ιδιωτικές εταιρείες, αλλά και στον κυβερνητικό τομέα, από τις δημοτικές αρχές έως το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ. Έκανε αίτηση για αδειοδότηση, στο Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, η οποία απορρίφθηκε γιατί θεωρήθηκε ότι το σύστημα ήταν μια απλή καταγραφή πληροφοριών και οι κανόνες για θέματα ευρεσιτεχνίας, σύμφωνα με το βρετανικό ή αμερικανικό καταστατικό, δεν κάλυπταν το λογιστικό σύστημα τού Σέλντεν, επειδή οι κατηγορίες «εφευρέσεων και σχεδίων» διέπονταν από την Αγγλία από ένα καθεστώς τρίτου που παρέχει προστασία στα σχέδια. Οι κανόνες ψηφίστηκαν το 1839 και δεν διατύπωναν όρους ούτε για δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, ούτε για δίπλωμα ευρεσιτεχνίας όπως το σύστημα τού Σέλντεν.

Εκτός από την συμφωνία που συνήψε με την κομητεία τού Χάμιλτον, ο Σέλντεν δεν κατάφερε τίποτ’ άλλο, παρ’ όλο που εξέδωσε έξι βιβλία, παραλλαγές τού πρώτου με διάφορες επεξηγήσεις.

Τον Ιανουάριο τού 1875, το δικαστήριο αποφάσισε υπέρ τής Ελίζαμπεθ Σέλντεν, λαμβάνοντας υπόψη του μια μαρτυρία όπου αναφερόταν ότι παρά τις διαφορές των εντύπων, ο Μπέικερ αντιγράφει τι σύστημα τού Σέλντεν και εξέδωσε διαταγή που εμπόδισε τον Μπέικερ να πουλάει το βιβλίο του. Η γνωμοδότηση βασίστηκε στην σαφή διάκριση μεταξύ τού βιβλίου σαν εκφραστικό αντικείμενο κατάλληλο για προστασία πνευματικών δικαιωμάτων και το χρηστικό ή λειτουργικό αντικείμενο τής τέχνης που σκοπεύει να δείξει που θα μπορούσε να προστατευτεί σωστά μόνο βάσει τού νόμου περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας.

Η υπόθεση Μπέικερ εναντίον Σέλντερ, είναι ίσως η πρώτη περίπτωση που εφαρμόζει την διχοτομία ιδέα/έκφραση στα πνευματικά δικαιώματα.