Παιδική Ηλικία Επεξεργασία

  Η Αμέλια Μαίρυ Έρχαρτ ήταν κόρη του Σάμιουελ «Έντουιν» Στάντον Έρχαρτ (Samuel "Edwin" Stanton Earhart, 1868-1930[7]) και της Αμέλια Ότις Έρχαρτ (Amelia Otis Earhart, 1869-1962[8]). Γεννήθηκε στο Άτκισον του Κάνσας,[9] στο σπίτι του παππού της (από την πλευρά της μητέρας της) Άλφρεντ Ότις (Alfred Otis), πρώην ομοσπονδιακού δικαστή, προέδρου της Atchison Savings Bank και εξέχοντα πολίτη του Άτκισον. Ο Άλφρεντ Ότις αρχικά δεν ήταν σύμφωνος με το γάμο της κόρης του και δεν ήταν ικανοποιημένος με τη σταδιοδρομία του Έντουιν ως δικηγόρου.

Η Αμέλια ονομάστηκε, σύμφωνα με την οικογενειακή παράδοση, από τις δύο γιαγιάδες της (Amelia Josephine Harres και Mary Wells Patton).[10] Από μικρή ηλικία η Αμέλια, το χαϊδευτικό της οποίας ήταν «Meeley» (μερικές φορές «Milie»), έπαιζε το ρόλο της αρχηγού ενώ η κατά δύο χρόνια νεότερη αδερφή της Γκρέις Μουριέλ (Grace Muriel 1899-1998)[11] ενεργούσε σαν υπάκουος οπαδός. Και τα δύο κορίτσια συνέχισαν να χρησιμοποιούν τα παρωνύμια της παιδικής ηλικίας τους και μετά την ενηλικίωση τους.[10] Η ανατροφή τους ήταν μη συμβατική, δεδομένου ότι η Άμι Έρχαρτ (Amy Earhart) δεν πίστευε στη ανατροφή των παιδιών της ως «συμπαθητικά μικρά κορίτσια».[12] Από την άλλη όμως η γιαγιά τους αποδοκίμαζε τις παντελόνες[13] που φορούσαν τα παιδιά της κόρης της και η Αμέλια, παρόλο που εκτιμούσε την ελευθερία κινήσεων που της παρείχαν, γνώριζε καλά ότι τα υπόλοιπα κορίτσια στη γειτονιά δεν ντύνονταν έτσι.

Πρώτες επιρροές Επεξεργασία

Το πνεύμα της περιπέτειας[14] φάνηκε από νωρίς στις αδελφές Έρχαρτ, καθώς καθημερινά έβγαιναν να εξερευνήσουν τη γειτονιά τους αναζητώντας ενδιαφέρουσες και συναρπαστικές περιπέτειες. Σαν παιδί, η Αμέλια πέρασε πολλές ώρες παίζοντας με την αδελφή της, σκαρφαλώνοντας στα δέντρα, κυνηγώντας αρουραίους με ένα τουφέκι και κάνοντας έλκηθρο με την κοιλιά τους προς τα κάτω. Αν και η αγάπη για την ύπαιθρο και το «τραχύ» παιχνίδι ήταν κοινό σε πολλά παιδιά, μερικοί βιογράφοι έχουν χαρακτηρίσει τη νεαρή Αμέλια ως αγοροκόριτσο.[15] Τα κορίτσια διατηρούσαν ακόμη και μία διαρκώς αυξανόμενη συλλογή από «σκουλήκια, σκώρους, ακρίδες και ένα φρύνο»,[16] που συνέλεγαν στις εξόδους τους. Το 1904, με τη βοήθεια του θείου της, κατασκεύασε μία κεκλιμένη ράμπα, που διαμόρφωσε σύμφωνα με μία ανάλογη που είχε δει σε ένα ταξίδι στο Σαιντ Λούις και την στερέωσε στην οροφή από το σπιτάκι του κήπου της οικογένειας. Η πρώτη, καλά καταγεγραμμένη, πτήση της Αμέλια τελείωσε δραματικά. Η Αμέλια βγήκε από το σπασμένο ξύλινο κιβώτιο που είχε χρησιμοποιήσει ως έλκηθρο με μελανιασμένο χείλι, σκισμένο φόρεμα και μια «αίσθηση της ευθυμίας», αναφωνώντας «…είναι ακριβώς όπως το πέταγμα!».[17]

Το 1907 ο Έντουιν Έρχαρτ μέσω της θέσης του ως ανώτερου υπαλλήλου απαιτήσεων για τους σιδηροδρόμους του Ροκ Άιλαντ (Rock Island Railroad), μετατέθηκε στο Ντε Μόιν της Αϊόβα, αν και είχαν υπάρξει μερικά στραβοπατήματα στη σταδιοδρομία του. Το επόμενο έτος, η ενδεκάχρονη Αμέλια είδε το πρώτο της αεροσκάφος στην κρατική έκθεση της Αϊόβα. Ο πατέρας της προσπάθησε να προτρέψει τις κόρες του να πετάξουν. Μία ματιά στο παλιό «flivver» ήταν αρκετή για να πείσει την Αμέλια, η οποία αμέσως μετά την πτήση ρωτούσε αν θα μπορούσαν να επιστρέψουν στον αέρα.[18] Αργότερα όμως περιέγραψε το διπλάνο ως «ένα πράγμα από σκουριασμένα καλώδια και ξύλο και καθόλου ενδιαφέρον».[19]

Εκπαίδευεση Επεξεργασία

Οι δύο αδελφές, Αμέλια και Γκρέις, παρέμειναν με τον παππού και τη γιαγιά τους στο Άτκισον, ενώ οι γονείς τους μετακόμισαν στο Ντε Μόιν. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Αμέλια έλαβε μια μορφή κατ’ οίκον εκπαίδευσης μαζί με την αδελφή της, από τη μητέρα της και μια παιδαγωγό. Αργότερα ομολόγησε ότι «αγάπησε υπερβολικά την ανάγνωση»[20] και πέρασε αμέτρητες ώρες στη μεγάλη οικογενειακή βιβλιοθήκη. Το 1909, όταν επανασυνδέθηκε τελικά η οικογένεια στο Ντε Μόιν, οι αδελφές Έρχαρτ γράφηκαν σε δημόσιο σχολείο για πρώτη φορά, με τη Αμέλια να εισάγεται στην έβδομη τάξη σε ηλικία 12 ετών


Η πανδημία Ισπανικής γρίπης (1918) Επεξεργασία

Όταν το 1918 η πανδημία ισπανικής γρίπης έφθασε στο Τορόντο, η Έρχαρτ εκτελούσε ακόμα τα νοσηλευτικά της καθήκοντα, τα οποία περιελάμβαναν νυχτερινές βάρδιες στο στρατιωτικό νοσοκομείο Σπαντίνα.[25][26] Η ίδια κόλλησε τη γρίπη, με τις επιπλοκές να περιλαμβάνουν πνευμονία και άνω γναθιαία ιγμορίτιδα.[25] Νοσηλεύθηκε στις αρχές Νοεμβρίου του 1918, εξ αιτίας της πνευμονίας και πήρε εξιτήριο τον Δεκέμβριο, ενώ ήταν ήδη άρρωστη για περίπου δύο μήνες.[25] Η ιγμορίτιδα της προκαλούσε πόνο, πίεση γύρω από το ένα μάτι και άφθονη ξηρότητα των ρουθουνιών και του λαιμού.[27] Στο νοσοκομείο, καθώς τα αντιβιοτικά δεν ήταν διαθέσιμα ακόμα, υπέστη επίπονες πλύσεις και μικροεπεμβάσεις προκειμένου να καθαρίσει τον άνω γναθιαίο κόλπο.[25][26][27] Οι επεμβάσεις όμως ήταν ανεπιτυχείς και η Αμέλια έπασχε από έντονους πονοκεφάλους. Η χρόνια ιγμορίτιδα την επηρέασε σημαντικά στις πτήσεις και τις δραστηριότητες της.[27] Μερικές φορές ακόμη και στο αεροδρόμιο αναγκαζόταν να φοράει έναν επίδεσμο στο μάγουλό της που κάλυπτε έναν μικρό σωλήνα.[28] Η ανάρρωσή της διάρκεσε σχεδόν ένα χρόνο, τον οποίο πέρασε στο σπίτι της αδελφής της στο Νόρθαμπτον της Μασσαχουσέτης (Northampton, Massachusetts).[26] Περνούσε το χρόνο της διαβάζοντας ποίηση, μαθαίνοντας να παίζει μπάντζο και μελετώντας μηχανική.[25]