Χρόνος προθρομβίνης
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Ο χρόνος προθρομβίνης (αγγλικά: prothrombin time, PT)—μαζί με τις συναφείς μετρήσεις του πηλίκου προθρομβίνης (prothrombin ratio, PR) και του διεθνούς κανονικοποιημένου πηλίκου (international normalized ratio, INR)— αποτελούν δοκιμασίες για την αξιολόγηση της εξωγενούς οδού πήξης του αίματος. Η συγκεκριμένη δοκιμή αναφέρεται απλώς και ως "PT/INR".
Χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της τάσης πήξης του αίματος, σε μέτρο της δοσολογίας βαρφαρίνης, ηπατικής βλάβης, και κατάστασης βιταμίνης Κ στον οργανισμό. Η δοκιμασία μετρά τους παράγοντες I (Ινωδογόνο), ΙΙ (Προθρομβίνη), V (προακελερίνη), VII (προκονβερτίνη), και X (παράγοντας Stuart–Prower). Χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με τον χρόνο ενεργοποιημένης μερικής θρομβοπλαστίνης (activated partial thromboplastin time, APTT), ο οποίος μετρά το ενδογενές μονοπάτι πήξης.
Εργαστηριακή μέτρηση
ΕπεξεργασίαΤο εύρος αναφοράς για τον χρόνο προθρομβίνης εξαρτάται από την αναλυτική μέθοδο που χρησιμοποιείται, αλλά συνήθως είναι περίπου 12-13 δευτερόλεπτα (τα αποτελέσματα πρέπει πάντα να ερμηνεύονται χρησιμοποιώντας το εύρος αναφοράς του εργαστηρίου που πραγματοποίησε τη δοκιμή) και το INR απουσία αντιπηκτικής αγωγής είναι 0,8 -1,2. Το επιθυμητό εύρος για το INR με αντιπηκτική χρήση (π.χ. βαρφαρίνη) είναι 2 έως 3. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αν θεωρηθεί ότι απαιτείται πιο έντονη αντιπηκτική αγωγή, το εύρος-στόχος μπορεί να είναι μέχρι και 2,5-3,5 ανάλογα με την ένδειξη για αντιπηκτική αγωγή.[1]
Ερμηνεία
ΕπεξεργασίαΟ χρόνος προθρομβίνης είναι ο χρόνος που χρειάζεται το πλάσμα για να πήξει μετά την προσθήκη ιστικού παράγοντα (ανασυνδυασμένου ή που λαμβάνεται από ζώα όπως κουνέλια, ή από εγκέφαλο ασθενών κατά την αυτοψία). Έτσι μετράται η ποιότητα του εξωγενούς μονοπατιού της πήξης. Η ταχύτητά του επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τα επίπεδα του λειτουργικού παράγοντα VII στο σώμα. Ο παράγοντας VII έχει σύντομο χρόνο ημιζωής και η καρβοξυλίωση των καταλοίπων γλουταμινικού του απαιτεί βιταμίνη Κ. Ο χρόνος προθρομβίνης μπορεί να παραταθεί ως αποτέλεσμα ανεπάρκειας βιταμίνης Κ, θεραπείας με βαρφαρίνη, δυσαπορρόφησης ή έλλειψης εντερικής βακτηριακής χλωρίδας (για παράδειγμα στα νεογέννητα). Επιπλέον, η κακή σύνθεση του παράγοντα VII (λόγω ηπατικής νόσου) ή η αυξημένη κατανάλωσή του (στη διάχυτη ενδοαγγειακή πήξη) μπορεί να επιμηκύνει τον PT.
Το INR χρησιμοποιείται συνήθως για την παρακολούθηση των ασθενών υπό θεραπεία βαρφαρίνης ή σχετικής από του στόματος αντιπηκτικής θεραπείας. Το φυσιολογικό εύρος για ένα υγιές άτομο που δεν χρησιμοποιεί βαρφαρίνη είναι 0,8-1,2, ενώ για τα άτομα που λαμβάνουν θεραπεία με βαρφαρίνη συνήθως στοχεύεται ένα INR 2,0-3,0, αν και το INR μπορεί να είναι υψηλότερο σε συγκεκριμένες καταστάσεις, όπως για τους ασθενείς με μηχανική καρδιακή βαλβίδα. Εάν το INR βρίσκεται εκτός του εύρους-στόχου, ένα υψηλό INR υποδηλώνει υψηλότερο κίνδυνο αιμορραγίας, ενώ ένα χαμηλό INR υποδηλώνει υψηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης θρόμβου.
Παρακλίνια εξέταση
ΕπεξεργασίαΕκτός από την εργαστηριακή μέθοδο που περιγράφεται παραπάνω, συσκευές παρακλίνιων εξετάσεων (γνωστά ως near-patient testing) χρησιμοποιούνται όλο και συχνότερα σε ορισμένες χώρες. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, παραδείγματος χάριν, η παρακλίνια εξέταση χρησιμοποιείται τόσο από τους ασθενείς στο σπίτι όσο και από ορισμένες κλινικές (συχνά νοσοκομειακές), ως μια γρήγορη και βολική εναλλακτική λύση της εργαστηριακής μεθόδου. Μετά από μια περίοδο αμφιβολίας για την ακρίβεια των αποτελεσμάτων τέτοιων συσκευών, μια νέα γενιά μηχανών και αντιδραστηρίων φαίνεται να κερδίζουν αποδοχή για την ικανότητά τους να αποδίδουν αποτελέσματα με παρόμοια ακρίβεια με τα εργαστηριακά.[2]
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ «Warfarin Therapy Management in Adults» (PDF).
- ↑ «European Concerted Action on Anticoagulation. Correction of displayed international normalized ratio on two point-of-care test whole-blood prothrombin time monitors (CoaguChek Mini and TAS PT-NC) by independent international sensitivity index calibration». Br. J. Haematol. 122 (6): 944–9. Σεπτέμβριος 2003. doi: . PMID 12956765. https://archive.org/details/sim_british-journal-of-haematology_2003-09_122_6/page/944.