Οι Run-DMC ήταν αμερικανικό χιπ χοπ συγκρότημα[1] που ιδρύθηκε το 1981 στην Νέα Υόρκη από τους Joseph Simmons (Run), Darryl McDaniels (DMC) και Jam Master Jay. Θεωρούνται από τα πιο επιδραστικά και πρωτοπόρα μουσικά συγκροτήματα της χιπ χοπ. Άλλα συγκροτήματα με τεράστια επιρροή στην κουλτούρα της χιπ χοπ μουσικής είναι οι Public Enemy, οι Beastie Boys και ο LL Cool J.

Run-DMC
Οι Run-DMC σε φωτογράφηση προώθησης με τον Jam Master Jay, τον Darryl McDaniels (DMC) και τον Joseph Simmons (Run) από τα αριστερά προς τα δεξιά
Πληροφορίες
Όνομα γέννησηςRun-DMC
EίδοςΧιπ χοπ
Δισκογραφική εταιρείαDef Jam Recording
ΜέληJoseph Simmons (Run), Darryl McDaniels (DMC), Jam Master Jay
Ιστότοπος
http://www.rundmc.com

Ο πρώτος τους δίσκος (Run-DMC, 1984) πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα και έγινε χρυσός ενώ για τον ίδιο δίσκο τους έχει απονεμηθεί βραβείο Grammy. Οι επόμενοι δίσκοι τους έκαναν επίσης εκατομμύρια πωλήσεις (King of Rock, 1985) και (Raising Hell, 1986) και ήταν από τους πρώτους καλλιτέχνες της χιπ χοπ μουσικής που έκαναν βίντεο για το μουσικό κανάλι MTV και εξώφυλλο για το μουσικό περιοδικό Rolling Stone.

Οι Run-DMC ήταν το μοναδικό χιπ χοπ που συμμετείχε στην συναυλία Live Aid, 1985.

Ιστορία Επεξεργασία

Και τα τρία μέλη των Run-DMC μεγάλωσαν στην Νέα Υόρκη. Ο Joseph Simmons ξεκίνησε την μουσική του καριέρα στη χιπ χοπ παράλληλα με τον αδερφό του, Russel Simmons που ήταν μουσικός παραγωγός. Αρχικά ξεκίνησε επι σκηνής ως DJ με τον ράπερ Kurtis Blow και ονομαζόταν DJ Run. Έπειτα γνωρίστηκε με τον Darryl McDaniels που ονομαζόταν Easy D και που έφτιαχνε στίχους για τους Run-DMC και με τον Mizell που ονομαζόταν Jam Master Jay και ήταν ο DJ τους[2]. Στο δεύτερό τους άλμπουμ, King of Rock (1985) εμφανίστηκαν στην ταινία για το χιπ χοπ, Krush Groove και επίσης δημιούργησαν την Def Jam Recording.

Στο τρίτο άλμπουμ τους Raising Hell (1986), συνεργάστηκαν με τον διάσημο παραγωγό Rick Rubin, ο οποίος μόλις είχε δημιουργήσει το πρώτο άλμπουμ του LL Cool J. Το επόμενό τους άλμπουμ είναι το Tougher Than Leather, το οποίο ο Chuck D των Public Enemy χαρακτήρισε ως "...μία εκπληκτική δημιουργία απέναντι σε κάθε πιθανότητα και σε κάθε προσδοκία...".

Στο πέμπτο τους άλμπουμ το Back from Hell, οι Run-DMC έγραψαν και ένα τραγούδι, το Pause με αντι-ναρκωτικό και με αντι-εγκληματικό περιεχόμενο. Έπειτα από τρία χρόνια διακοπής της δισκογραφικής τους παραγωγής ακολουθεί το έκτο άλμπουμ τους, το Down with the King το οποίο έγινε πλατινένιο και ο Jam Master Jay την ίδια χρονιά ίδρυσε την JMJ Records[3]. To 1993 επίσης, οι Run-DMC εμφανίστηκαν στο ντοκυμαντέρ The Show. Ιστορικά το συγκρότημα κατόρθωσε μία πληθώρα πρωτιών στην χιπ χοπ[4].

  • Ένα άλμπουμ που βρέθηκε στο Νο.1 της κατάταξης στα charts με θέμα την R&B.
  • Το δεύτερο μουσικό ραπ συγκρότημα που εμφανίστηκε στην μουσική εκπομπή Bandstand.
  • Το πρώτο μουσικό ραπ συγκρότημα που βρέθηκε στο Top 40 των αμερικάνικων μουσικών charts του Billboard Hot 100, για πάνω από μία φορές.
  • Ένα από τα πρώτα μουσικά ραπ συγκροτήματα με χρυσούς, πλατινένιους και πολυπλατινένιους δίσκους.
  • Το πρώτο ραπ συγκρότημα που εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του μουσικού περιοδικού Rolling Stone.
  • Ένα από τα πρώτα μουσικά συγκροτήματα που έλαβε το βραβείο Grammy.
  • Το πρώτο ραπ συγκρότημα που έχει μουσικό βίντεο στο MTV.
  • Το πρώτο ραπ συγκρότημα που εμφανίστηκε σε σκηνή γηπέδου.
  • Υπέγραψαν μεγάλη εμπορική συμφωνία με την εταιρεία αθλητικών ειδών Adidas.
  • Το δεύτερο ραπ συγκρότημα που καταγράφηκε στο Rock and Roll Hall of Fame.

Δισκογραφία Επεξεργασία

  • Run–D.M.C. (1984)
  • King of Rock (1985)
  • Raising Hell (1986)
  • Tougher Than Leather (1988)
  • Back from Hell (1990)
  • Down with the King (1993)
  • Crown Royal (2001)

Κριτική Επεξεργασία

Ο Stephen Thomas Erlewine, ο εκδότης του περιοδικού All Music, έχει γράψει: "Οι Run-DMC είναι υπεύθυνοι περισσότερο από κάθε άλλο γκρουπ χιπ-χοπ για τον ήχο και το στυλ της χιπ χοπ". Μουσικά μετέφεραν την χιπ χοπ και την ραπ μουσική μακριά από την funk και την ντίσκο μουσική από τις απαρχές της, δημιουργώντας ένα μοναδικό ηχητικό αποτύπωμα[5]. Ο ήχος τους είναι απευθείας υπεύθυνος για την μεταμόρφωση της ραπ μουσικής από τα χορευτικά και funk μοτίβα της σε μία λιγότερο χορευτική μουσική με επιθετικά χαρακτηριστικά. Έτσι, οι Run-DMC θεωρούνται οι ιδρυτές της χιπ χοπ και του μουσικού στυλ που θα κυριαρχήσει στα συγκροτήματα των Public Enemy, των Wu-Tang Clan, των Nas και των NWA, στο Λος Άντζελες[6].

Επίσης, η μουσική των Run-DMC επηρέασε τον ροκ ήχο πολλών καλλιτεχνών, όπως είναι οι Faith no More, οι Rage Against the Machine, οι KoRn, οι Sublime, οι Limp Bizkit, οι Linkin Park και οι Red Hot Chili Peppers. Αισθητικά, οι Run-DMC άλλαξαν τον τρόπο που οι ράπερ παρουσιάζονταν στη σκηνή. Οι ράπερ της παλιάς σχολής εμφανίζονταν στη σκηνή με πολύχρωμα κοστούμια, με τη συνοδεία πολυμελούς ορχήστρας και με πολλούς τραγουδιστές. Αντίθετα, οι Run-DMC εμφανίζονταν μόνο ο Run και ο DMC στη σκηνή, με τον Jam Master Jay να βρίσκεται στο παρασκήνιο. Οι Run-DMC είναι το πρώτο συγκρότημα με τα ακόλουθα κατορθώματα σε καλλιτεχνικό επίπεδο.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Run-DMC. «Επίσημο web-site του συγκροτήματος». rundmc.com. Ανακτήθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2015. 
  2. JohnG (7 Ιανουαρίου 2010). «Run DMC – Run DMC». oldschoolhiphop.com. Ανακτήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2015. 
  3. Stephen Thomas Erlewine. «About Run-D.M.C.». mtv.com. Ανακτήθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2015. 
  4. «Chart History». billboard.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Οκτωβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2015. 
  5. Stephen Thomas Erlewine. «Biography». All Music. Ανακτήθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2015. 
  6. Miles White (2011). «Whiteness and the New Masculine Desire». From Jim Crow to Jay-Z. Illinois: University of Illinois Press. σελ. 176. 

Εξωτερικοίσύνδεσμοι Επεξεργασία