Άλφα

γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Άλφα (αποσαφήνιση).

Το γράμμα άλφα είναι το πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Παρέμεινε σε αυτή τη θέση σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του. Κατά την επικρατέστερη θεωρία προήλθε από το φοινικικό γράμμα άλεφ, που στα φοινικικά σήμαινε βόδι. Στην αρχαία ελληνική γλώσσα το γράμμα Α είχε τρεις υποστάσεις ως πρώτο γράμμα του αλφαβήτου, ως το πρώτο αριθμητικό και ως πρώτη νότα στη μουσική. Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης έχει αριθμητική αξία α´ = 1 και ˏα = 1.000

Το γράμμα 'Α' σχετίζεται άμεσα με το γράμμα 'A','a' άλλων αλφαβήτων.

Το γράμμα Α,α ως σύμβολο το συναντούμε σε διάφορες περιπτώσεις:

Το Α χαρακτηρίζεται δίχρονο φωνήεν. Δηλαδή άλλοτε μακρόχρονο και άλλοτε βραχύχρονο, χαρακτηρισμός κυρίως της αρχαίας προφοράς.

Το Α παρέμεινε επικεφαλής του αλφαβήτου, σε όλη τη διάρκεια και τις φάσεις της ιστορίας του. Προήλθε από το πρώτο σύμβολο του φοινικικού αλφαβήτου, που είχε το γραμμικό σχήμα , δηλαδή περίπου το σχήμα της κεφαλής του ταύρου και ονομαζόταν άλεφ, δηλαδή ταύρος. Μερικοί επιστήμονες δεν αποκλείουν το φοινικικό αυτό σύμβολο να ήταν τύπος παλαιότερης ελληνικής γραφής, από την οποία οι Φοίνικες διαμόρφωσαν το δικό τους αλφάβητο, για να το μεταδώσουν έπειτα, με φοινικικά πλέον σχήματα και ονόματα, στους Έλληνες των ιστορικών χρόνων, τον 9o αι. π.Χ. Είναι πάντως βέβαιο ότι από τη φοινικική αυτή παράσταση και ονομασία προήλθε το αντίστοιχο γράμμα των άλλων αλφαβήτων, όπως π.χ. το άλφα της ελληνικής, το αλίφ της αραβικής, το άλεφ της εβραϊκής (σημιτικής). Αυτό φυσικά δεν εμπόδιζε να δημιουργηθεί ποικιλία σχημάτων του γράμματος, ανάλογα με τις εποχές και τις διαλέκτους. Ο ελληνικός τύπος του Α πέρασε στους Ετρούσκους και ύστερα στους Ρωμαίους, παραμένει δε και σήμερα ως κεφαλαίο Α στα περισσότερα αλφάβητα.

Η εξέλιξη του Άλφα
Αιγυπτιακό Ιερογλυφικό
κεφαλή βοδιού
Πρωτοσημιτικό
κεφαλή βοδιού
Φοινικικό
άλεφ
Ελληνικό
Άλφα
Ετρουσκικό
A
Ρωμαϊκό
A
Αιγυπτιακό Ιερογλυφικό, κεφαλή βοδιού Πρωτοσημιτικό, κεφαλή βοδιού Φοινικικό aleph Ελληνικό άλφα Ετρουσκικό A Ρωμαϊκό A

Το φοινικικό Α δεν ήταν φωνήεν αλλά σύμφωνο. Ο ήχος του ήταν ελαφρά λαρυγγικός και διαμορφωνόταν από την εκπνοή που γίνεται με ανοιχτά χείλη. Οι Έλληνες συνετέλεσαν να γίνει το Α φωνήεν, με καθαρότατο ήχο. Η διαμόρφωση του ήχου αυτού οφείλεται στο ότι τα χείλη ανοίγουν τόσο, ώστε να περνά ο αέρας της εκπνοής όσο το δυνατόν πίο ελεύθερα γίνεται.

Η τόσο εύκολη και φυσική προφορά του συνετέλεσε ώστε ο ήχος αυτός να είναι από τους πιο παλαιούς που έχουν διατηρηθεί. Πραγματικά, στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες το γράμμα Α υπάρχει στις λέξεις που εκφράζουν θεμελιώδεις έννοιες της ζωής, όπως π.χ. η λέξη πατήρ, pater (λατινικά), Vater (γερμανικά), father (αγγλικά), padre (ιταλικά, ισπανικά).

Στη νεοελληνική γλώσσα το Α είναι το πιο ισχυρό απ’ όλα τα φωνήεντα, απλά ή δίψηφα. Γι’ αυτό και μπορεί να αφομοιώσει οποιοδήποτε από αυτά βρίσκεται κοντά του, στην ίδια ή σε διπλανή λέξη: π.χ. τα έντερα - τα άντερα, βαθρακός - βάθρακας, παρονυχίδα - παρανυχίδα, Ιωάννης - Γιάννης, ιχνάρι - αχνάρι, έμπορος - έμπορας, αειπάρθενη - απάρθενη, Νικόλαος - Νικόλας, ακόμη - ακόμα, του αλόγου – τ’ αλόγου, σιαγόνι - σαγόνι, καλώς - καλά, απλώς - απλά και πολλά άλλα.

Πολύ συχνά το Α μπαίνει στο τέλος μιας λέξης κι αλλάζει την κατάληξή της. Λέμε π.χ. καθόμουνα αντί καθόμουν, βρισκόσουνα αντί βρισκόσουν κλπ. Άλλες φορές βάζουμε το α στο τέλος μιας λέξης, για να της προσδώσουμε μια μεγεθυντική απόχρωση, όπως κλουβί - κλούβα, σταμνί - στάμνα, βρακί - βράκα κλπ. Αρκετές λέξεις παίρνουν στην αρχή ένα α, το οποίο λέγεται προθεματικό και δεν αλλάζει καθόλου την έννοιά τους. Έτσι έχουμε: αψηλός αντί ψηλός, απαλάμη αντί παλάμη. Σε μερικές λέξεις γίνεται το αντίθετο· το αρχικό α χάνεται όταν υπάρχει άλλο Α στο τέλος της προηγούμενης λέξης: λέμε, μία γελάδα αντί μία αγελάδα, τα μύγδαλα αντί τα αμύγδαλα κλπ.

Τέλος έχουμε το στερητικό Α, που μπαίνει πάντοτε στην αρχή μιας λέξης και της δίνει το αντίθετο νόημα από αυτό που έχει, όπως π.χ. στις λέξεις άγνωστος, ακατόρθωτο, αδιαφορώ. Πολλές φορές, αντί για Α προφέρουμε Ε. Πιο συχνά αυτό γίνεται όταν κοντά στο Α υπάρχει ένα σύμφωνο, που προφέρεται με τη γλώσσα ή με τη μύτη, π.χ. αρρεβωνιαστικός αντί αρραβωνιαστικός, βελανιδιά αντί βαλανιδιά, ευτού αντί αυτού (εδώ ευ=φ). Σε άλλες περιπτώσεις, αντί Α λέμε Ο, όπως π.χ. αποσχολημένος αντί απασχολημένος, αποσβολώνω αντί απασβολώνω.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία

  •   Λεξιλογικός ορισμός του άλφα στο Βικιλεξικό
  •   Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Alpha (letter) στο Wikimedia Commons