Φοίνικες (αρχαίος λαός)

αρχαίος λαός

Ο όρος Φοίνικες είναι εξώνυμο, δηλαδή ονομασία που Έλληνες, Ρωμαίοι ή άλλοι απέδωσαν σε έναν λαό ή λαούς, ενώ δεν υπάρχουν αρχαία κείμενα που να δείχνουν ότι κάποιοι αυτοαποκαλούνταν «Φοίνικες».[1] Ο πρώτος που αυτοαποκαλείται «Φοίνικας» είναι ο Ηλιόδωρος ο Εμεσηνός από την Έμεσα (Χομς) της Συρίας (3ος αι. μ.Χ.).[2]

Φοίνικες (αρχαίος λαός)

Τοποθεσία της χώρας στον κόσμο
Φοινικική
Μοναρχία
Η Τύρος γίνεται η κυρίαρχη πόλη-κράτος
Ο Κύρος Β΄ της Περσίας κατακτά τη Φοινίκη
969 π.Χ.
539 π.Χ.

Ονομασία - καταγωγή

Επεξεργασία

Μια δοξασία των Ελλήνων ήταν πως οι Φοίνικες πήραν το όνομά τους από τον μεγαλύτερο ήρωά τους και ιδρυτή του γένους τους, τον Φοίνικα.Τους θεωρούσαν δηλαδή ελληνικό φύλο. Σε αυτό συναινεί και η παρουσία του ονόματος Φοίνιξ στην Οδύσσεια και την Ιλιάδα (Ι 168, 427 & 432 κ.εξ., Π 196, Ρ 555 κ.εξ., Τ 311). Δεν αποκλείεται βέβαια να υπήρξε όντως κάποια σπουδαία προσωπικότητα στην περιοχή της σημερινής Μέσης Ανατολής που η δράση της να ήταν ιδιαίτερα σημαντική για τους εκεί λαούς και που το όνομά της να έμοιαζε με το «Φοίνιξ». Στη μυκηναϊκή γραφή οι Φοίνικες αναφέρονται ως «πονίκιοι»[3]. Η ονομασία αυτή, δανεισμένη κατά πάσα πιθανότητα από την αρχαία αιγυπτιακή γλώσσα, σχετίζεται πιθανόν εξαρχής ή σίγουρα στη συνέχεια, με τις λέξεις φοῖνιξ και φοινός, που σημαίνουν πορφυρός και πορφύρα. Αυτές οι λέξεις χαρακτηρίζουν το χρώμα, τη χρωστική ουσία και το ύφασμα που βαφόταν με αυτή. Οι Φοίνικες ήταν δεινοί παραγωγοί τόσο του πορφυρού χρώματος από το θαλάσσιο όστρακο της πορφύρας όσο και των πορφυρών υφασμάτων, που ήταν πολύτιμα και περιζήτητα στη Μεσόγειο. Η λέξη «πονίκιοι» και «φοίνικες» μετά ( από την οποία προήλθε και η λατινική poenicus και μετά punic, για τους πολίτες της Καρχηδόνας) προήλθε, σύμφωνα με τις επικρατέστερες θεωρίες, είτε από την αιγυπτιακή λέξη «φενχού» είτε από την «ποούν».

Οι Αιγύπτιοι θεωρούσαν τους Φοίνικες αποίκους που είχαν φτάσει στα ανατολικά παράλια της Μεσογείου μεταναστεύοντας εκεί από τη σημερινή Σομαλία και καθώς ονόμαζαν την περιοχή στο κέρας της Αφρικής απέναντι από την Αραβία Poun ή Pount, έτσι αποκαλούσαν και τους Φοίνικες. Άλλη θεωρία όμως αποδίδει το «πονίκιοι» στην αιγυπτιακή λέξη «φενκχού», που σήμαινε «ασιατικός» αλλά και «έμπορος ξυλείας» (κάτι που είναι όντως πιθανόν να παραπέμπει στους Φοίνικες, αφού είχαν άφθονη ξυλεία σε αντίθεση με τους Αιγυπτίους που την εισήγαγαν).

Οι Φοίνικες πιθανώς υπήρξαν άποικοι αν όχι από τη Σομαλία (πεποίθηση των Αιγυπτίων), ίσως από την Ερυθρά Θάλασσα, γεγονός που αναφέρεται από τον Ηρόδοτο, στο «Κλειώ», το πρώτο από τα 9 βιβλία του. Στο σημερινό Μπαχρέιν βρέθηκε και ο Στράβων, και αναφέρει ότι βρήκαν εκεί, αγάλματα θεών όμοια με τα φοινικικά και οι κάτοικοι του είπαν πως οι Φοίνικες της Μεσογείου είναι άποικοι από τα μέρη τους. Επίσης αναφέρει φοινικικές πόλεις που έχουν την ίδια ονομασία με αραβικές, την Τύρο και την Άραδο.

Αλφάβητο

Επεξεργασία
Κύριο λήμμα: Αλφάβητο
 
Τα 22 γράμματα των Φοινίκων

Κατά την κυρίαρχη έως τον 20ό αιώνα άποψη, η φοινικική γλώσσα είναι μέρος της βορειοδυτικής ομάδας των σημιτικών γλωσσών. Θεωρείται πως το ελληνικό αλφάβητο προέρχεται από το φοινικικό αλφάβητο, όμως διαφοροποιήθηκε, καθώς οι Φοίνικες δεν περιλάμβαναν φωνήεντα σε αντίθεση με τους Έλληνες. Από το ίδιο αλφάβητο εικάζεται ότι άρχισε να εξελίσσεται και το λατινικό, καθώς πήραν το ελληνικό οι Ετρούσκοι και το μετέδωσαν στους Ρωμαίους.

Κατά σύγχρονες απόψεις, δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να προσδιοριστεί μια "φοινικική γλώσσα", το δε αλφάβητο θεωρείται προϊόν μιας πολυ-εθνικής τάξης γραφέων που εργαζόταν στον "Λεβάντε" (Αν. Μεσόγειο) και έγραφε σε μια "κοινή" γλώσσα της εποχής. Υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτοί οι γραφείς εργάζονταν ως έμμισθοι σε διάφορα ανάκτορα αλλά οι ίδιοι ήταν πλανόδιοι. Σύγχρονοι (21ος αι.) ειδικοί προτιμούν ουδέτερους όρους όπως "Πρώιμη Αλφαβητική C" (γραφή) ή "όψιμη Πρωτο-Χαναανική" (post Proto-Canaanite).[4]

Ναυσιπλοΐα και σχέσεις με άλλους λαούς

Επεξεργασία

Καθώς οι εμπορικές συναλλαγές και οι αποικίες τους εξαπλώθηκαν στη Μεσόγειο, οι Φοίνικες και οι Έλληνες φαινόταν να έχουν χωρίσει τη θάλασσα σε δύο: οι Φοίνικες διέσχισαν και τελικά κυριάρχησαν στη νότια ακτή, ενώ οι Έλληνες ήταν ενεργοί κατά μήκος των βόρειων ακτών. Οι δύο πολιτισμοί σπάνια συγκρούστηκαν, κυρίως στους Σικελικούς Πολέμους.

Κατά τους αιώνες μετά το 1200 π.Χ., οι Φοίνικες ήταν η σημαντικότερη ναυτική και εμπορική δύναμη της περιοχής. Οι ανασκαφές του James B. Pritchard στη Σαρέπε (σημερινό Λίβανο) αποκάλυψαν θρυμματισμένα κοχύλια πορφύρας και δοχεία αγγειοπλαστικής που χρωματίστηκαν με τη βαφή που παράγεται στην περιοχή. Οι Φοίνικες δημιούργησαν ένα δεύτερο κέντρο παραγωγής της βαφής στο Μογκαντόρ, στο σημερινό Μαρόκο. Τα λαμπρά κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα αποτελούσαν μέρος του φοινικικού πλούτου. Οι Φοίνικες του 8ου αιώνα, πουλούσαν κρασί στους Αιγύπτιους, καθώς δεν υπήρχαν αμπελώνες εκεί. Το εμπόριο κρασιού με την Αίγυπτο τεκμηριώνεται από τα ναυάγια που βρέθηκαν το 1997 στην ανοιχτή θάλασσα 50 χιλιόμετρα δυτικά της Ασκελόν. Από την Αίγυπτο, οι Φοίνικες αγόραζαν χρυσό. Επιπλέον, παρείχαν στους Αιγύπτιους μεγάλα ποσοστά ξυλείας λόγω της ανεπάρκειας ξυλείας στην Αίγυπτο, για σημαντικά ποσά. Κάποια στιγμή μεταξύ 1075 και 1060 αι. π.Χ., ένας Αιγύπτιος απεσταλμένος, με το όνομα Ουεναμούν, επισκέφθηκε τη Φοινίκη και εξασφάλισε επτά μεγάλους κορμούς δέντρων, σε αντάλλαγμα για ένα μικτό φορτίο που περιλάμβανε «4 κροκάλες και 1 kek-men χρυσό · 5 ασημένιες κανάτες · 10 ενδύματα βασιλικών λευκών ειδών, 10 κουρτ καλά λευκά από την Άνω Αίγυπτο, 500 ρολά παπύρου, 500 δέρματα αγελάδων, 500 σχοινιά, 20 σακούλες φακές και 30 καλάθια ψαριών». Αυτοί οι κορμοί μεταφέρθηκαν στη συνέχεια με πλοίο από τη Φοινίκη στην Αίγυπτο.

Εισήγαγαν και από αλλού υλικά, και ίσως τα πιο σημαντικά ήταν το ασήμι από τη Σαρδηνία και την Ιβηρική Χερσόνησο, κασσίτερος, ο οποίος, όταν τήκεται με χαλκό (από την Κύπρο), δημιουργείται το ανθεκτικό χάλκινο κράμα που ονομάζεται ορείχαλκος (μπρούτζος). Ο αρχαιολόγος Glenn Markoe προτείνει ότι ο κασσίτερος «μπορεί να έχει αποκτηθεί από τη Γαλικία μέσω της ακτής του Ατλαντικού ή της νότιας Ισπανίας, εναλλακτικά, μπορεί να προέρχεται από τη Βόρεια Ευρώπη (Κορνουάλη ή Βρετάνη) μέσω της κοιλάδας του Ροδανού και της παραλιακής Μασσαλίας.» Ο Στράβων δηλώνει ότι διεξαγόταν ιδιαίτερα κερδοφόρο φοινικικό εμπόριο κασσιτέρου με τη Βρετανία, πιθανά μέσω της βορειοδυτικής ακτής της Ιβηρικής χερσονήσου.

Ο καθηγητής Timothy Champion, σχολιάζοντας την αναφορά του Διόδωρου Σικελιώτη στο εμπόριο κασσίτερου, δηλώνει ότι «ο Διόδωρος ποτέ δεν λέει ότι οι Φοίνικες έφτασαν στην Κορνουάλη», αλλά ότι λέει το αντίθετο: «η παραγωγή κασσίτερου ήταν στα χέρια των ντόπιων της Κορνουάλης, και η μεταφορά του στη Μεσόγειο οργανώθηκε από τοπικούς εμπόρους, δια θαλάσσης και έπειτα από τη γη μέσω της Γαλατίας, πολύ έξω από τον φοινικικό έλεγχο».

Η λέξη Ταρσίς (εβραϊκά: תַּרְשִׁישׁ) εμφανίζεται στην εβραϊκή Βίβλο με πολλές ασαφείς έννοιες. Μία από τις πιο επαναλαμβανόμενες είναι ότι πρόκειται για τόπο, πιθανώς πόλη ή χώρα, μακριά από το ομόσπονδο κράτος του Ισραήλ, με το οποίο το χώριζε η θάλασσα, και στον οποίο διεξαγόταν το εμπόριο του Ισραήλ με τη Φοινίκη. Ήταν ένας τόπος όπου οι Φοίνικες έλαβαν διάφορα μέταλλα, ειδικά ασήμι, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σολομώντα. Ο Ουίλιαμ Φ. Ολμπράιτ (1941) και ο Φρανκ Μουρ Κρος (1972) πρότειναν ότι η Ταρσίς θα μπορούσε να είναι ή ήταν η Σαρδηνία, εξαιτίας της ανακάλυψης της πέτρας της Nora Stone, η οποία αναφέρει τη λέξη Ταρσίς, σε φοινικική επιγραφή. Η Κριστίν Μ. Τόμσον (2003) εντόπισε συγκέντρωση θραυσμάτων αργυρών αντικειμένων που χρονολογούνται μεταξύ 1200 και 586 π.Χ. στη συλλογή Cisjordan Corpus η οποία προέρχεται από ευρήματα στη Μέση Ανατολή. Τα αντικείμενα αυτά έχουν περιεκτικότητες ισοτόπου μολύβδου που ταιριάζουν με μεταλλεύματα στη Σαρδηνία και την Ισπανία. Αυτό συμφωνεί με τη βιβλική αναφορά στην Ταρσίς η οποία παρείχε στον Σολομώντα άργυρο μέσω της Φοινίκης. Τα αρχεία της Ασσυρίας δείχνουν ότι η Ταρσίς ήταν νησί.

Οι Φοίνικες δημιούργησαν εμπορικά φυλάκια σε όλη τη Μεσόγειο, τα πιο στρατηγικά σημαντικό ήταν είναι η Καρχηδόνα στη Βορειοδυτική Αφρική, νοτιοανατολικά της Σαρδηνίας, στη χερσόνησο της σημερινής Τυνησίας. Άλλο Φοίνικες ταξίδευαν επίσης νότια, κατά μήκος των ακτών της Αφρικής. Μια εκστρατεία της Καρχηδονίας υπό την ηγεσία του Άννωνος του Εξερευνητή διερεύνησε τις ακτές του Ατλαντικού της Αφρικής μέχρι τον Κόλπο της Γουινέας. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, μια φοινικική αποστολή που διέταξε ο Φαραώ Νέχο Β 'της Αιγύπτου (περίπου το 600 π.Χ.) περιέπλευσε την Αφρική και επέστρεψε μέσω των Ηράκλειων Πυλών (στενό του Γιβραλτάρ), μετά από τρία χρόνια. Τη 2η χιλιετία π.Χ., οι Φοίνικες διαπραγματεύονταν με τους Σομαλούς, διαμέσου των σομαλικών πόλεων-κρατών Mosylon, Opone, Malao, Sarapion, Mundus και Tabae.

Φοινικικά πλοία

Επεξεργασία

Οι Έλληνες είχαν δύο ονόματα για τα φοινικικά πλοία: ίπποι (άλογα) και γάλλοι (σωλήνες). Αυτά τα ονόματα εξηγούνται εύκολα από απεικονίσεις φοινικικών πλοίων στα ανάκτορα των βασιλιάδων των Ασσυρίων από τον 7ο και τον 8ο αιώνα, καθώς τα σκάφη σε αυτές τις εικόνες έχουν σωληνωτό σχήμα και άλογα στα άκρα τους.

Το 2014, ένα φοινικικό εμπορικό πλοίο, που χρονολογείται από το 700 π.Χ., βρέθηκε κοντά στο νησί Γκόζο. Το πλοίο είχε μήκος περίπου 15 μέτρα και περιείχε 50 αμφορείς γεμάτους κρασί και λάδι.

Σχέσεις με την Ελλάδα

Επεξεργασία

Η Φοινίκη διατήρησε μακρόχρονη σχέση με τον ελληνικό πολιτισμό, μιας και ο πρώτος Φοίνικας ήταν Έλληνας {Φοίνιξ (μυθολογία)}, αλλά από ένα σημείο και μετά ως εμπορικός ανταγωνιστής του. Πολλοί Φοίνικες μετανάστευσαν κατά τον 9ο π.Χ. αι. στην Κύπρο παράλληλα με τους Αχαιούς και ίσως και σε άλλες περιοχές πλησιέστερα στην Ελλάδα, όμως δεν υπάρχουν στοιχεία για ίδρυση άλλων αποικιών τους σε ελληνικό έδαφος. Συχνά οι Έλληνες αναφέρονταν στους Φοίνικες υποτιμητικά (ως κλέφτες και άρπαγες)[5] αλλά αυτό πιθανόν να ήταν έκφραση όχι μόνον του ανταγωνισμού στο Αιγαίο επειδή είχαν εφάμιλλη ναυτοσύνη, αλλά και λόγω της φιλοπερσικής στάσης των Φοινίκων, του τρόπου ζωής τους, της νοοτροπίας τους και της βαθύτερης εθνικής ανάγκης των Ελλήνων για δημιουργία χωριστής ταυτότητας (της ελληνικής) με πλήρη διαχωρισμό από τις γειτονικές ταυτότητες. Η χαριστική βολή στον φοινικικό πολιτισμό ήρθε το 539 π.Χ., όταν ο Κύρος ο Μέγας κατέκτησε τη Φοινίκη και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού μετακινήθηκε στην Καρχηδόνα και άλλες αποικίες. Στη συνέχεια η περιοχή κυβερνήθηκε από Έλληνες και μετά πέρασε στους Ρωμαίους.

Πόλεις και πολιτισμός

Επεξεργασία

Σημαντικότερες πόλεις των Φοινίκων ήταν η Βύβλος (σημερινό Τζουμπάιλ), η πόλη και νήσος Άραδος (σήμερα Αρουάντ) και η απέναντί της ηπειρωτική πόλη Αντάραδος (σημερινή Ταρτούς), η Σιδώνα (στα αραβικά Σαιντά), η Τύρος (στα αραβικά σήμερα Σουρ), το Κίτιο της Κύπρου (η σημερινή Λάρνακα), και η Καρχηδόνα (σήμερα προάστιο της Τύνιδας). Παρότι οι ιστορικοί αναφέρονται στον «φοινικικό πολιτισμό» της περιοχής από το 1200 και μετά ή και πιο πριν, εντούτοις δεν είναι σαφές κατά πόσον οι Φοίνικες είχαν αίσθηση κοινής ταυτότητας. Ήταν οργανωμένοι σε πόλεις-κράτη, όπως και οι Έλληνες, αλλά πέρα από την εμπορική και ναυτική τους ικανότητα, λίγα είναι γνωστά για τον τρόπο ζωής τους. Κατά καιρούς οι πόλεις-κράτη συμμαχούσαν για να αποκρούσουν κοινούς εχθρούς, αλλά δεν είχαν στενότερες σχέσεις - είχαν μάλιστα και εχθρικές πολύ συχνά. Η διοίκηση ασκείτο από τον βασιλιά, με άλλα δύο κέντρα εξουσίας άγνωστης βαρύτητας, το ιερατείο και τη γερουσία. Φαίνεται πως στην περιοχή λειτουργούσαν τρεις συνασπισμοί ή κέντρα. Το βόρειο ήταν της πόλης της Αράδου (σε νησί) και της απέναντι πεδινής έκτασης με την πόλη Σιμύρα (ή Σιμήρα), το κεντρικό, που το αποτελούσε η Βύβλος (ή Γκέμπελ), η Βηρυτός και η Σιδώνα, και τέλος το νότιο, που το αποτελούσε η Τύρος (σε νησί) με την Παλαιτύρο. Αργότερα στη βόρεια ομάδα προστέθηκε η Τρίπολις και στις άλλες η Άκη (Άκκο) η οποία στα ελληνιστικά χρόνια μετονομάσθηκε σε Πτολεμαϊδα και άλλες. Χρονολογικά άκμασε πρώτα η Βύβλος, μετά η Σιδών και τελευταία η Τύρος.

Η Βύβλος έγινε το πρώτο κέντρο διεθνούς ακτινοβολίας απλώνοντας την επιρροή της στη Μεσόγειο και στην Ερυθρά Θάλασσα. Σε αυτή την πόλη βρέθηκε και η πρώτη επιγραφή με το φοινικικό αλφάβητο, σε σαρκοφάγο του 1200 π.Χ. Αργότερα πήρε την εξουσία η Τύρος, ένας από τους βασιλιάδες της οποίας, ο Ιθομπάαλ (887–856 π.Χ.) κυβερνούσε όλες τις πόλεις μέχρι βόρεια τη σημερινή Βηρυτό και τμήμα της Κύπρου. Η Καρχηδόνα ιδρύθηκε το 814 π.Χ. όταν στην εξουσία βρισκόταν ο Πυγμαλίων της Τύρου (820-774 π.Χ.) και η Φοινίκη έφτασε να αποκαλείται Τυρία ή Σιδωνία. Οι Φοίνικες και οι Χαναναίοι αποκαλούνταν επίσης Σιδώνιοι και Τύριοι ανάλογα με το ποια φοινικική πόλη είχε κατά καιρούς την εξουσία της περιοχής

Θρησκεία

Επεξεργασία

Οι θρησκευτικές πρακτικές και πεποιθήσεις της Φοινίκης ήταν παρόμοιες με τους γείτονές τους στη Χαναάν, οι οποίες με τη σειρά τους είχαν κοινά χαρακτηριστικά με ολόκληρο τον αρχαίο σημιτικό κόσμο. Τα τελετουργικά τους αφορούσαν κυρίως για σκοπούς την πόλη-κράτος. Δυστυχώς, πολλά από τα φοινικικά ιερά γραπτά που ήταν γνωστά στους αρχαίους έχουν χαθεί.

Στη θρησκεία τους φαίνεται πως μιμήθηκαν τους Χαλδαίους και τους Αιγυπτίους δημιουργώντας ένα είδος κοινού συνόλου αυτών των δύο. Κάθε φοινικική πόλη λάτρευε και ένα ζευγάρι θεών, τον Βάαλ που χαρακτήριζαν και βασιλιά (Μελέκ ή Μολόχ στις χριστιανικές γραφές) και τη θεά και κυρία Βααλάτ που τιτλοφορούσαν και βασίλισσα (Μιλκάτ). Αυτό το θείο ζευγάρι δεν έφερε κύριο όνομα (όπως Ζευς ή Ήρα για τους Έλληνες) και η ονομασία τους ήταν προσηγορική, σήμαινε ιδιότητα. Κάθε πόλη έδινε στο ζευγάρι ένα δικό της επίθετο με την ιδιότητα με την οποία λατρευόταν. Για παράδειγμα ονομαζόταν Βάαλ Σιδών ο κύριος του Ουρανού Ήλιος και Ασταρέθ η θεά Σελήνη στη Σιδώνα, αλλά Βάαλ Ταμούζ και Βααλέθ εν Γκέμπελς ή εν Βύβλω. Στις γιορτές των θεών τους τελούσαν και ανθρωποθυσίες. Σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας λατρεύτηκε για ένα διάστημα η Αστάρτη (η Αστορέθ των Φοινίκων, η θεά των Δασών για την Ελλάδα), με σύμβολο το μισοφέγγαρο και το περιστέρι, όπως η Αφροδίτη (επιρροή της Σιδώνας) και ο Μέγας Τύριος θεός Βάαλ-Μελκάρτ ως Ηρακλής. Όμως αυτές οι λατρείες παρουσιάστηκαν κατά την ελληνιστική εποχή και κατά την ελληνορωμαϊκή, όταν έμποροι από τη Συρία και τη Φοινίκη δημιούργησαν ένα είδος «πολιτιστικών σωματείων» τα οποία τις διέδιδαν πιθανόν στο πλαίσιο άσκησης αποικιακής πολιτικής.

Τα θρησκευτικά σωματεία της αρχαίας Τύρου ονομάζονταν marzeh. Διάφορες κοινωνίες marzeh εξελίχτηκαν σε ελίτ αδελφότητες, επηρεάζοντας το εμπόριο και τη διακυβέρνηση της Τύρου. Μέχρι την πτώση της Καρχηδόνας, οι πρεσβείες από εκεί πραγματοποιούσαν τακτικά το ταξίδι στην Τύρο για να λατρεύουν τον Μελκάρτ, προσφέροντας υλικές προσφορές.

Στην Καρχηδόνα, όπως και στην Τύρο, η θρησκεία ήταν αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής της πόλης. Μία επιτροπή που αποτελείτο από δέκα πρεσβυτέρους, που είχαν επιλεχθεί από τις πολιτικές αρχές, ρύθμιζε τη λατρεία και έχτιζε τους ναούς. Οι φοινικικές επιγραφές αναφέρουν cohen (ιερέα) και rab cohenim (άρχοντες ιερείς). Κάθε ναός ήταν υπό την επίβλεψη του αρχιερέα ή του ιερατείου του. Για να μπει κάποιος στον ναό του Eshmun, έπρεπε να απέχει από τη σεξουαλική επαφή για τρεις ημέρες και από την κατανάλωση φασολιών και χοιρινού κρέατος. Η θρυλική ιδρύτρια της πόλης, η Elissa (ή, κατά τους Ρωμαίους, Διδώ), ήταν η χήρα του Αχαρμπά, πρώτου ιερέα της Τύρου, στην υπηρεσία της κύριας θεότητας Μελκάρ και ήταν επίσης, συνδεδεμένη με τη θεά της γονιμότητας Αστάρτη. Όχι μόνο έφερε τελετουργικά εργαλεία για τη λατρεία της Αστάρτης, αλλά και ιερείς και ιερές πόρνες (από την Κύπρο). Ο Μελκάρτ αντικαταστάθηκε από το αναδυόμενο θεό Baal Hammon, που ίσως σημαίνει «άρχοντας των βωμών του θυμιάματος.» Αργότερα, άλλη ανερχόμενη θεότητα ήταν η θεά Tanit, θεά της γεωργίας και της γενιάς που εκδήλωσε τη βασιλική μεγαλοσύνη στην Καρχηδόνα.

 
Σαρκοφάγος της Βύβλου -Εθνικό Μουσείο Βηρυτού

Η αιγυπτιακή και η βαβυλωνιακή τέχνη επηρέασαν σημαντικά τη φοινικική τέχνη· ο φοινικικός λαός όμως, είναι κατ εξοχήν εμπορικός και είχε μεγάλη παραγωγή ειδών, πράγμα επέδρασε αρνητικά στην ανάπτυξη της τέχνης.

Έχουν βρεθεί, σε φοινικικές πόλεις, έργα που διαθέτουν περισσότερες λεπτομέρειες, αλλά αυτά έχουν σαφώς υποστεί επεξεργασία από άλλους λαούς. Ακόμη έχουν βρεθεί ξεχωριστά έργα και θεωρείται πως επιμελούνταν μία ιδιαίτερη τέχνη: τις σαρκοφάγους. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, άκμασε η γλυπτική όπως και οι άλλες τέχνες. Στη Σιδώνα είχε βρεθεί ένας Ερμής, ο οποίος θεωρείται εξαιρετικό δείγμα λεπτής τέχνης, η οποία άρχισε να αναπτύσσεται τότε στην περιοχή.

Το γεγονός πως η φοινικική τέχνη επηρεάζεται από ξένους καλλιτεχνικούς πολιτισμούς, έχει αποτέλεσμα να μην διαθέτει μοναδικά χαρακτηριστικά που να τη διακρίνουν από άλλους λαούς της εποχής. Επηρεάστηκε κυρίως από την Αίγυπτο, την Ελλάδα και την Ασσυρία.

 
«Επιστολή» του βασιλιά της Βύβλου στον Φαραώ Αμένοφι περί το 1350 π.Χ. -βρέθηκε στην Αμάρνα της Αιγύπτου, τώρα στο Λούβρο.

Ο λαός που αποκαλούμε Φοίνικες ζούσαν στην ανατολική Μεσόγειο από την 3η χιλιετία, όμως λίγα γνωρίζουμε για το απώτερο παρελθόν του. Γύρω στο 1200 όταν στην ανατολική Μεσόγειο σημειώθηκε μεγάλη αναστάτωση από επιδρομές των Λαών της Θάλασσας, από την κάθοδο των Φρυγών στη Μικρά Ασία, την Κάθοδο των Δωριέων στην Ελλάδα και τις συνεπαγόμενες μετακινήσεις πληθυσμών, αλλά και από τη διαμάχη Χετταίων - Αιγυπτίων, οι Φοίνικες, που ήταν ουσιαστικά υποτελείς των Αιγυπτίων, πήραν ανάσα λόγω της αποδυνάμωσης των εξουσιαστών τους αλλά και των Χιττιτών. Επίσης τους αναπτέρωσε το εμπορικό ηθικό και ο διωγμός των Αχαιών από τους Δωριείς και γενικά ο τότε «μεσαίωνας» της Ελλάδας.

Η περιοχή τους ήταν μικρή και φτωχή, αλλά βρισκόταν σε εξαιρετική θέση και γι'αυτό εξάλλου ήταν πάντα δύσκολο να αποφεύγουν τους πολέμους - η χώρα τους είχε πρόσβαση στην ξυλεία των βουνών, διέθετε καλό κλίμα, είχε τον «θησαυρό» των πολύτιμων κοχυλιών για το χρώμα τους και τα υφάσματα που έβαφε αυτό, ήταν πάνω στο πέρασμα των δρόμων από το εσωτερικό της Μέσης Ανατολής, αλλά και στη θάλασσα που οδηγούσε στην Αίγυπτο, σε όλες τις πόλεις της βόρειας Αφρικής, της Μικράς Ασίας, του Πόντου, της Κύπρου, της Κρήτης, της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Ιταλίας και μικρότερων κέντρων στη μεσογειακή Ευρώπη. Παράλληλα όμως ο τόπος δεν προσφερόταν για να θρέψει τους κατοίκους από άποψη προϊόντων και έτσι από νωρίς οι Φοίνικες επιβίωσαν με την ίδρυση αποικιών, με το εμπόριο και με τη ναυτιλία. Υπήρξαν οι μεσίτες μεταξύ των λαών της Μέσης Ανατολής και των λαών της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης ή και του Καυκάσου με τα καραβάνια τους. Τα δάση του Λιβάνου προσέφεραν την αναγκαία ξυλεία για τη ναυπήγηση πλοίων και η αλιεία των πορφυριούχων κοχυλιών έφερε τα πλοία τους στην Κιλικία, στην Κύπρο, στη Ρόδο, στην Κρήτη και σε πολλά ευρωπαϊκά λιμάνια που ακόμα ήταν αδιαμόρφωτα και δεν είχαν σημαντικούς πληθυσμούς.

Η δυσκολία στη μεταφορά των κοχυλιών έγινε αιτία οι Φοίνικες να διαδραματίσουν τον σημαντικότερο ρόλο τους στην ιστορία του πολιτισμού, δηλαδή με τα ταξίδια τους να μεταλαμπαδεύσουν γνώσεις του ενός τόπου στον άλλο. Ο λόγος ήταν πως τα κοχύλια δεν μπορούσαν να αντέξουν σε μακρινά ταξίδια χωρίς επεξεργασία και έτσι οι Φοίνικες όπου τα έβρισκαν, ίδρυαν μικρούς σταθμούς επεξεργασίας σε διάφορα σημεία με αγκυροβόλια και με επαρκή αριθμό οικισμών ντόπιων ώστε να διασφαλίζεται το εμπόριο. Στους σταθμούς αυτούς οι τεχνίτες της πορφύρας έκαναν τις αναγκαίες επεξεργασίες επί τόπου και έβγαζαν τον χυμό των ντόπιων κοχυλιών. Τέτοιοι σταθμοί είχαν συσταθεί στην Κύπρο, στη Ρόδο, στην Κρήτη, στα Κύθηρα, στην Κρανάη της Λακωνικής, στη Σαλαμίνα κ.α.[6] Από εκεί οι Φοίνικες έπαιρναν όσα προϊόντα τους έλειπαν, όπως μέταλλα ή βαφές που δεν είχαν εκείνοι, καθώς και αγροτικά είδη. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον όμως έδειχναν για τα μεταλλεύματα. Περιέπλεαν τα νησιά και όπου έβρισκαν δυνατότητα για εξόρυξη μετάλλων, έφτιαχναν λιμάνια αλλά και δρόμους. Οι σταθμοί τους εξελίχθηκαν σε εμπορικά πρακτορεία και αυτά με τη σειρά τους σε μόνιμες εγκαταστάσεις και μικρές αποικίες. Χάρη στους Φοίνικες οι Έλληνες εισήγαγαν και φυτά που δεν διέθεταν, όπως φοίνικες, κυπαρίσσια, συκιές, αμυγδαλιές, ροδιές κ.α.

Στις πρώτες τους εμπορικές επιχειρήσεις οι Φοίνικες είχαν αντίπαλους τους Αχαιούς, με τους οποίους ήρθαν σε ρήξη για την κατοχή της Κύπρου -νησιού με ειδικό ενδιαφέρον για πολλούς λόγους, αλλά τότε περισσότερο για τον χαλκό του. Οι Φοίνικες ίδρυσαν εκεί το Κίτιο, το Κούριο, το Μάριο, την Αμαθούντα (Λεμεσός), την Πάφο και την Ταμασσό. Οι πόλεις αυτές έμειναν φοινικικές αποικίες για περίπου 8 αιώνες.

 
Τα περίφημα κοχύλια.

Όταν οι Αχαιοί έχασαν την εξουσία (περί το 1200 π.Χ.) οι Φοίνικες ξεχύθηκαν σε όλο το Αιγαίο για αλιεία κοχυλιών και όχι μόνον[εκκρεμεί παραπομπή]. Τότε η Σιδώνα και η Τύρος έγιναν ουσιαστικά οι πρώτες «βιομηχανικές» πόλεις του αρχαίου κόσμου, καθώς εκατοντάδες άτομα ρίχνονταν στην επεξεργασία του εμπορικού αυτού είδους με τη διεθνή κατανάλωση -όχι μόνον του χρώματος, αλλά κυρίως των εκλεκτών υφασμάτων που έβαφαν. Έκαναν διαμετακομιστικό τους κέντρο τη Θάσο και άρχισαν να αναζητούν και χρυσό στα παράλια της Μικράς Ασίας. Οι Τύριοι αποφάσισαν επίσης η Φοινίκη να αναζητήσει και άργυρο και κασσίτερο στη Σικελία και στην Ισπανία. Οι τολμηροί θαλασσοπόροι πέρασαν και τα στενά του Γιβραλτάρ για να βρουν μέταλλα, και βρήκαν όντως στη Βρετανία και στις «Κασσιτερίδες νήσους» που δεν ξέρουμε ποιες ήταν. Για το εμπόριο με τη δυτική λεκάνη της Μεσογείου έχτισαν την Καρχηδόνα και τα Γάδειρα στην Ιβηρική. Επειδή όμως δεν δημιουργούσαν πολλές αποικίες αλλά απλώς μικρούς σταθμούς, δεν μπόρεσαν να στηρίξουν τη διεθνή τους παρουσία. Ήδη από τον 9ο αιώνα οι Έλληνες τους απαγορεύουν να διαπλέουν το Αιγαίο πέλαγος[εκκρεμεί παραπομπή] και σταδιακά οι Φοίνικες περιορίζονται στην Τύρο, με μοναδικό κέντρο δικό τους εκτός Φοινίκης, την Καρχηδόνα.

 
Πολεμικό πλοίο των Ασσυρίων (πιθανώς φοινικικό). Ανάγλυφο από το ανάκτορο της Νινευή, 700-692 π.Χ. Βρεταννικό Μουσείο

Οι Φοίνικες στο μεταξύ πάντως δεν είχαν περιοριστεί στη θάλασσα. Είχαν και καραβάνια στη στεριά, που λειτουργούσαν με παρόμοιο τρόπο και συνέδεαν τη χώρα τους με τον Περσικό κόλπο αλλά και με την Κασπία. Ουσιαστικά έλεγχαν όλο το διαμετακομιστικό εμπόριο. Στην ξηρά εμπορεύονταν αχάτη, λιβάνι, όνυχα, σμύρνα Αραβίας, μαργαριτάρια, αρώματα, ελεφαντοστό, έβενο, φτερά στρουθοκαμήλου, πιθήκους από την Ινδία καθώς και μπαχαρικά, μετάξι από την Κίνα, άσφαλτο, λινά και βαμβακερά υφάσματα κ.α. Επίσης εμπορεύονταν και ανθρώπους καθώς ασκούσαν δουλεμπόριο με άτομα αφρικανικής καταγωγής.

Γύρω στο 880 π.Χ. είναι γνωστό ότι βασιλιάς στην Τύρο και τη Σιδώνα (επειδή είχε υποταγεί η μία στην άλλη) ήταν ο Ιθαβάαλ ο οποίος δέχτηκε να είναι φόρου υποτελής στον Ασσουρμπανιπάλ των Ασσυρίων.

Αργότερα, για να γλυτώσει από τον φόρο, η Φοινίκη συμμάχησε εναντίον του Σεναχερίβ των Ασσυρίων με τους Ιουδαίους και τους Αιγύπτιους, πόλεμος ο οποίος, όμως, έληξε με την καταστροφή της Τύρου το 702 π.Χ. Επωφελήθηκε τότε η Σιδώνα που έως τότε ήταν υποτελής της Τύρου και πήρε εκείνη την εξουσία των δύο μεγαλουπόλεων της εποχής. Όμως η παρακμή είχε αρχίσει και όταν τριάντα χρόνια αργότερα η Τύρος καταστράφηκε για δεύτερη φορά (τώρα από τον Ναβουχοδονόσορα), εκμεταλλεύτηκαν την ήττα της οι Έλληνες και συγκεκριμένα οι Ρόδιοι και οι Μεγαρείς που κινήθηκαν για να προασπίσουν τα συμφέροντα των δικών τους αποικιών στην ευρύτερη περιοχή. Το ίδιο έκαναν και οι Αιγύπτιοι που επί της βασιλείας του Άμαση (570-526) απέσπασαν από τους Φοίνικες την Κύπρο.

Εξαιτίας αυτής της σταθερής απειλής από την Αίγυπτο, οι Φοίνικες αποφάσισαν να συμμαχήσουν με τους Πέρσες όταν ξέσπασε πόλεμος μεταξύ Καμβύση Β΄ και Άμαση Β΄. Όταν ο Καμβύσης νίκησε, σκέφτηκε να υποδουλώσει και τη γειτονική Καρχηδόνα, την αμέσως επόμενη σημαντική πόλη στα παράλια της Βόρειας Αφρικής, τότε όμως οι Φοίνικες αρνήθηκαν να του παραχωρήσουν τον στόλο τους.

Περίπου 20 με 30 χρόνια αργότερα άρχισαν σοβαροί τριγμοί στη Μικρά Ασία και στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Κατά την Ιωνική επανάσταση (499-494), οι Φοίνικες βοήθησαν (ίσως πρόθυμα, ίσως και αναγκαστικά) τους Πέρσες. Ο στόλος τους εξασφάλισε την περσική νίκη στη Ναυμαχία της Λάδης και ουσιαστικά την περσική κυριαρχία στη Μικρά Ασία. Επίσης βοήθησαν σημαντικότατα τον Ξέρξη στην εκστρατεία του εναντίον της ηπειρωτικής Ελλάδας. Εντούτοις, παρά τον αξιόμαχο στόλο τους, ηττήθηκαν στον Ευρυμέδοντα ποταμό το 465 π.Χ. Η συμμετοχή τους στις πολεμικές επιχειρήσεις των Περσών δεν τους γλύτωσαν από την υποτέλεια, παρά τα σημαντικά προνόμια που διατηρούσαν. Αναζήτησαν νέο σύμμαχο στο πρόσωπο του βασιλιά της Αιγύπτου και όταν την ηγεσία της Περσίας πήρε ο Αρταξέρξης, συμμάχησαν με την Κύπρο και την Αίγυπτο. Ωστόσο, εξαιτίας αυτής της στάσης τους, οι Πέρσες φάνηκαν αμείλικτοι και λέγεται ότι 40.000 Φοίνικες προτίμησαν να καούν στην πόλη της Σιδώνας παρά να αιχμαλωτιστούν.

Μετά την περσική κατοχή, η περιοχή πέρασε στον Μέγα Αλέξανδρο και στη συνέχεια στους επιγόνους του. Μετά τους Πτολεμαίους η Φοινίκη περιήλθε στα χέρια των Ρωμαίων και ο Αντώνιος τη δώρισε στην Κλεοπάτρα, τότε βασίλισσα της Αιγύπτου. Ο Αύγουστος ενοποίησε τη Φοινίκη με τη Συρία σε μία επαρχία, αλλά ο Αδριανός τις ξαναχώρισε, εκτείνοντας μάλιστα τα όρια της Φοινίκης και πέρα από τη Δαμασκό. Αργότερα, επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αποτέλεσε τμήμα της επαρχίας Πρώτης Συρίας (Syria Prima).

Η περιοχή στη συνέχεια καταλήφθηκε από τους Άραβες και μετά από τους Τούρκους.

Δείτε επίσης

Επεξεργασία

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Fabio Porzia, Book Review of "In Search of the Phoenicians", by Josephine C. Quinn. American Journal of Archaeology Vol. 123, No. 3 (July 2019)
  2. John Butler, σχόλια στο βιβλίο “In Search of the Phoenicians” της Josephine Quinn, 23 June 2018.
  3. σε γραμμική Β στην Κρήτη
  4. Reinhard G. Lehmann, "Much ado about an implement! ... (2019), σ. 76 (και σημ. 19), "
  5. ειδικά στην Οδύσσεια η περιφρόνηση είναι καταφανής, ενώ στην Ιλιάδα η στάση απέναντι στους Φοίνικες είναι ουδέτερη
  6. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του Παύλου Δρανδκάκη

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία