Το Αρουάντ (αραβικά: أرواد) – παλιότερα γνωστό ως Άραδο, Άραδος, Αντιόχεια της Πιερίας (και στα αγγλικά Arvad, Arpad, Arphad), αποκαλούμενο επίσης και Νησί Ρουάντ (Ruad Island) – βρίσκεται στην Μεσόγειο και είναι το μοναδικό κατοικημένο νησί της Συρίας. Η πόλη Αρουάντ καταλαμβάνει όλο το νησί, και βρίσκεται 3 χιλιόμετρα από την Ταρτούς, το δεύτερο μεγαλύτερο λιμάνι της Συρίας. Σήμερα η πόλη είναι κυρίως πόλη ψαράδων. Σύμφωνα με το Κεντρικό Γραφείο Στατιστικής της Συρίας το Αρουάντ είχε πληθυσμό 4.403 στην απογραφή του 2004. Είναι το διοικητικό κέντρο της υπό-περιφέρειας (nahiyah) του Αρουάντ, και αποτελεί τη μόνη της κοινότητα[1]. Οι κάτοικοι είναι κυρίως Σουνίτες Μουσουλμάνοι[2].

Αντιόχεια
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Αντιόχεια
34°51′22″N 35°51′30″E
ΧώραΣυρία
Διοικητική υπαγωγήArwad Subdistrict
Έκταση0,2 km²
Υψόμετρο1,5 μέτρα
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Το νησί Αρουάντ απέναντι από την Ταρτούς.

Αρχαία ιστορία

Επεξεργασία

Το όνομα Αράδιος αναφέρεται στην Βίβλο ως γεννήτορας των Αραδίων, φύλο των Χαναναίων, οι απόγονοι του όποιου κατοίκησαν στο νησί Αρουάντ.

Στο νησί εγκαταστάθηκαν Φοίνικες στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας προ Χριστού. Υπό τον έλεγχο των Φοινίκων έγινε ανεξάρτητο βασίλειο με το όνομα Arvad ή Jazirat, το τελευταίο σημαίνει "νησί"). Το Φοινικικό όνομα της πόλης πιθανόν ήταν Aynook[3]. Στα ελληνικά ήταν γνωστή ως Άραδος. Στις πηγές εμφανίζεται επίσης ως Arpad και Arphad[4]. Η πόλη μετονομάστηκε Αντιόχεια της Πιερίας από τον Αντίοχο Α΄, ο οποίος διέβλεψε την εμπορική σπουδαιότητά της από την ακμή της και τη θέση της στη Πιερία (παραλιακή χώρα της Συρίας βόρεια του Ορόντου ποταμού -σημ Ναχρ-ελ-Άζι- που το όνομά της οφείλει στους Μακεδόνες εποίκους μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου με κύρια πόλη την Σελεύκεια την "εν Πιερία"). Το νησί ήταν βάση για εμπορικές αποστολές στην κοιλάδα του Ορόντη. Περίπου 50 χιλιόμετρα από την Τρίπολη, ήταν ένας γυμνός βράχος προφυλαγμένος από οχυρώσεις, και με σπίτια με αρκετούς ορόφους. Το νησί ήταν περίπου 800 μέτρα μήκος και 500 πλάτος, περικλειόταν από τεράστιο τοίχος, και είχε χτιστεί λιμάνι στα ανατολικά κοιτώντας την ενδοχώρα. Αναπτύχτηκε σε εμπορικό κέντρο από τα πρώτα χρόνια, όπως και οι άλλες Φοινικικές πόλεις στα παράλια. Είχε ισχυρό ναυτικό, και τα πλοία του αναφέρονται σε μνημεία στην Αρχαία Αίγυπτο και την Ασσυρία. Φαίνεται ότι είχε μια κάποιου είδους ηγεμονία στις βόρειες Φοινικικές πόλεις από τις εκβολές του Ορόντη μέχρι τα βόρεια σύνορα του Λιβάνου, κάπως όπως είχε η Σιδώνα στα νότια. Είχε τη δικιά της τοπική δυναστεία και νόμισμα, ενώ σώζονται τα ονόματα κάποιων από τους βασιλιάδες της. Οι κάτοικοί της αναφέρονται στη Γένεση (10:18), και στον Ιεζεκιήλ (27:8,11) αναφέρονται οι ναυτικοί και στρατιώτες της πόλης στην υπηρεσία της Τύρου. Η Άραδος υπέταξε υπό την εξουσία της κάποιες γειτονικές πόλεις στην ενδοχώρα, όπως η Αμρίτ (στα ελληνικά Μάραθος) και η Σιμύρα, η πρώτη απέναντι κοντά στο νησί και η δεύτερη κάποια χιλιόμετρα μακρύτερα προς το νότο.

Ο Τούθμωσις Γ΄ την κατέλαβε κατά την εκστρατεία του στην βόρεια Συρία (1472 π.Χ.), και αναφέρεται και στις εκστρατείες του Ραμσή Β΄ στις αρχές του 13ου αιώνα π.Χ.. Αναφέρεται επίσης στις Επιστολές της Αμάρνα να ανήκει στο συνασπισμό των Αμοριτών στις επιθέσεις τους εναντίον των Αιγυπτιακών κτήσεων στη Συρία (44 και 28, B.M. Επιστολές Τελ-αλ-Αμάρνα). Περίπου το 1200 ή λίγο μετά, λεηλατήθηκε από εισβολείς από την Μικρά Ασία ή τα νησιά, όπως και οι περισσότερες πόλεις στα παράλια (Paton, Συρία και Παλαιστήνη, 145), αλλά ανέκαμψε όταν αποκρούστηκαν. Η ναυτική της σημασία επισημαίνεται στις επιγραφές των Ασσυρίων βασιλέων. Ο Τιγκλάθ Πιλεσέρ Α' (περίπου 1020 π.Χ.) καυχιέται ότι έπλεε με τα πλοία της Αράδου. Ο Ασουρνασιρπάλ Β΄ (περίπου 876 π.Χ.) την έκανε υποτελή του, αλλά εκείνη επαναστάτησε και 200 άντρες από την Άραδο αναφέρονται μεταξύ των συμμάχων του Χαντανταζέρ (Hadadezer) του βασιλείου Αράμ – Δαμασκού στη μάχη του Καρκάρ, όπου όλη η Συρία φαίνεται να είναι σε συνασπισμό εναντίον του Σαλμανασέρ Γ' (περίπου 854 π.Χ.). Τότε βασιλιάς της Αράδου ήταν ο Mattan Baal. Κατόπιν η πόλη ήταν φόρου υποτελή στους Τιγκλάθ Πιλεσέρ Γ' και Σενναχειρείμ, και ο βασιλιάς που ήταν φόρου υποτελής στον δεύτερο ήταν ο υπόχρεος στον τελευταίο ο Abd-ilihit (περίπου 701). Ο Ασσουρμπανιπάλ (περίπου 664) ανάγκασε τον βασιλιά της Αράδου Yakinlu να υποταχτεί, και να στείλει μία από τις κόρες του για να γίνει μέλος του βασιλικού χαρεμιού (Rawlinson, Phoenicia, 456-57).

 
Θραύσμα στήλης του 4ου π.Χ. που βρέθηκε στο Αρουάντ, Μουσείο Λούβρού.

Υπό τους Πέρσες επετράπη στη Άραδο να ενωθεί με συνομοσπονδία με την Σιδώνα και τη Τύρο, με κοινό συμβούλιο στην Τρίπολη (ibid, 484). Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος εισέβαλε στη Συρία το 332 π.Χ., η Άραδος υποτάχτηκε χωρίς αντίσταση, έχοντας βασιλιά τον Στράτωνα, ο οποίος έστειλε το ναυτικό του για να βοηθήσει τον Αλέξανδρο στην άλωση της Τύρου. Φαίνεται ότι είχε την εύνοια των Σελευκιδών βασιλιάδων της Συρίας, και είχε το προνόμιο του ασύλου για πολιτικούς πρόσφυγες. Αναφέρεται σε διάταγμα από τη Ρώμη περίπου το 138 π.Χ., σχετικό και με άλλες πόλεις και ηγεμόνες της Ανατολής, για να επιδείξει εύνοια προς τους Εβραίους. Αυτό ήταν μετά που η Ρώμη είχε αρχίσει να αναμιγνύεται στις υποθέσεις της Ιουδαίας και της Συρίας, και υποδηλώνει ότι η Άραδος θεωρούνταν ακόμα σημαντική εκείνη την περίοδο.

Επισκοπή

Επεξεργασία

Η πόλη της Αράδου έγινε χριστιανική Επισκοπή. Ο Αθανάσιος αναφέρει ότι υπό τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α΄ ο Κυμάτιος, ο καθολικός επίσκοπος της Αράδου και της Ανταράδου (τα ονόματα των οποίων φανέρωναν ότι ήταν γειτονικές πόλεις η μία απέναντι από την άλλη), εκδιώχτηκε από Αρειανιστές. Στην Πρώτη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης επίσκοπος της Αράδου εμφανίζεται ο Μόχιμος. Κατά τη Σύνοδο της Εφέσου το 381 κάποιες πηγές αναφέρουν κάποιον Μουσαίο ως επίσκοπο της Αράδου και ΑντΑράδου, ενώ κάποιες αναφέρουν μόνο την Άραδο ή μόνο την Αντάραδο. Στην Σύνοδο της Χαλκηδόνας το 451 εμφανίζεται ο Αλέξανδρος ως επίσκοπος της Ανταράδου, και ο Παύλος ως επίσκοπος της Αράδου, ενώ στην Σύνοδο που έγινε στην Αντιόχεια λίγο πριν, ο Παύλος είχε πάρει μέρος ως επίσκοπος Αράδου και Ανταράδου. Το 458 ο Άττικος υπέγραψε ως επίσκοπος Αράδου την επιστολή των επισκόπων της επαρχίας της Φοινίκης Παραλίας προς τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Λέοντα Α΄ διαμαρτυρόμενοι για την δολοφονία του Προτέριου Αλεξανδρείας. Ο Θεόδωρος ή Θεοδόσιος, που πέθανε το 518, αναφέρεται ως επίσκοπος Ανταράδου σε μια επιστολή των επισκόπων της επαρχίας που αφορούσε τον Σεβήρο Αντιοχείας, και διαβάστηκε σε Σύνοδο που συγκάλεσε ο Πατριάρχης Μηνάς. Τα πρακτικά της Δεύτερης Συνόδου της Κωνσταντινούπολης το 553 φέρουν την υπογραφή του Ασυνκρέτιου ως επισκόπου της Αράδου. Κατά την εποχή των Σταυροφοριών, η Αντάραδος, από τότε καλούμενη Ταρτούς ή Τορτόσα, ήταν επισκοπή της Λατινικής Εκκλησίας, ο επίσκοπος της οποίας έφερε επίσης τον τίτλο του επισκόπου Αράδου και Μαρακλέας. Ενώθηκε με την επισκοπή της Αμμοχώστου Κύπρου το 1295[5][6][7].

Σήμερα δεν υπάρχει επισκοπή και η Άραδος είναι στον κατάλογο των ιστορικών (παλαίφατων) επισκοπών (titular) της Καθολικής Εκκλησίας[8].

Ιστορία την εποχή των σταυροφοριών

Επεξεργασία

Κατά το τέλος του 13ου αιώνα, την εποχή των Σταυροφοριών, το νησί του Ρουάντ χρησιμοποιήθηκε ως προγεφύρωμα από τους Σταυροφόρους. Ήταν το τελευταίο κομμάτι γης που κατείχαν στους Αγίους Τόπους, καθώς μάχονταν και χάνανε από τους Μουσουλμάνους.

Οι Σταυροφόροι είχαν χάσει τον έλεγχο της ενδοχώρας το 1291, και το καταρρέον Βασίλειο της Ιερουσαλήμ είχε μετακομίσει στη Κύπρο. Στα τέλη του 1300 σε μια προσπάθεια να συντονίσουνε τις προσπάθειές τους με τον Μογγόλο ηγέτη Γκαζάν[9], οι Σταυροφόροι στην Κύπρο προετοίμασαν μια δύναμη περίπου 600 αντρών: 300 υπό τον Αμάλριχο του Λουζινιάν, γιο του Ούγου Γ΄, και επίσης παρόμοιες δυνάμεις των Ναϊτών και των Ιωαννιτών[9]. Οι άντρες και τα άλογά τους μεταφέρθηκαν από την Κύπρο στο Ρουάντ[9][10], από όπου πραγματοποιούσαν επιδρομές στην Ταρτούς όσο περίμεναν τις Μογγολικές ενισχύσεις[10][11]. Όταν οι Μογγολικές δυνάμεις δεν ήρθαν, το μεγαλύτερο μέρος των Χριστιανικών δυνάμεων επέστρεψαν στην Κύπρο, ενώ στο Ρουάντ έμεινε φρουρά που αντικαθιστούσαν δυνάμεις από την Κύπρο. Ο Πάπας Κλήμης Ε΄ έδωσε επίσημα την ιδιοκτησία του νησιού στους Ναϊτες, οι οποίοι (το 1302) διατηρούσαν φρουρά με 120 ιππότες, 500 τοξότες, και 400 Σύριους επικουρικούς, υπό τον Ναϊτη Μαρεσάλο Barthélemy de Quincy.

Το Φεβρουάριο του 1301 οι Μογγόλοι έφτασαν με μια δύναμη 60.000 αντρών, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα άλλο παρά μερικές επιδρομές γύρω από τη Συρία. Ο Μογγόλος ηγέτης Kutluka στρατοπέδεψε 20.000 ιππείς στην Κοιλάδα του Ιορδάνη για να προστατέψει τη Δαμασκό, όπου είχε εγκατασταθεί Μογγόλος κυβερνήτης[12]. Λίγο μετά όμως, αναγκάστηκαν να αποσυρθούν .

Οι Αιγύπτιοι Μαμελούκοι οι οποίοι έπαιρναν ξανά στον έλεγχό τους συστηματικά την Παλαιστίνη και την Συρία, επεδίωξαν επίσης να καταλάβουν και το Ρουάντ. Ένας στόλος των Μαμελούκων αποβίβασε δύναμη στο νησί, και που οδήγησε σε μάχη και μακρόχρονη πολιορκία των Ναϊτών που ήταν οχυρωμένοι εκεί, και η οποία κατέληξε με την πτώση του Ρουάντ και την παράδοση των Ναϊτών στις 26 Σεπτεμβρίου 1302, μετά από υπόσχεση για ασφαλή αποχώρησή τους[13]. Όμως, η υπόσχεση δεν τηρήθηκε, και όλοι οι επικουρικοί Σύριοι σκοτώθηκαν, ενώ οι Ναΐτες Ιππότες στάλθηκαν αιχμάλωτοι στις φυλακές του Καΐρου[14].

Παραπομπές και πηγές

Επεξεργασία
Παραπομπές
  1. General Census of Population and Housing 2004 Αρχειοθετήθηκε 2012-12-28 at Archive.is. Central Bureau of Statistics (CBS). Latakia Governorate. (Αραβικά)
  2. Balanche, Fabrice (2006). La région alaouite et le pouvoir syrien (PDF) (στα French). Karthala Editions. ISBN 2845868189. 
  3. Krahmalkov, Phoenician Punic Dictionary, p. 47.
  4. Hazlitt, p. 53
  5. Pius Bonifacius Gams, Series episcoporum Ecclesiae Catholicae, Leipzig 1931, p. 434
  6. Michel Lequien, Oriens christianus in quatuor Patriarchatus digestus, Paris 1740, Vol. II, coll. 827-830
  7. Konrad Eubel, Hierarchia Catholica Medii Aevi, vol. 1 Αρχειοθετήθηκε 2019-07-09 στο Wayback Machine., p. 92; vol. 2 Αρχειοθετήθηκε 2018-10-04 στο Wayback Machine., p. XII and 89
  8. Annuario Pontificio 2013 (Libreria Editrice Vaticana 2013 ISBN 978-88-209-9070-1), p. 836
  9. 9,0 9,1 9,2 Schein, p. 811
  10. 10,0 10,1 Demurger, p. 147
  11. The Trial of the Templars, Malcolm Barber, 2nd edition, page 22: "In November, 1300, James of Molay and the king's brother, Amaury of Lusignan, attempted to occupy the former Templar stronghold of Tortosa. A force of 600 men, of which the Templars supplied about 150, failed to establish itself in the town itself, although they were able to leave a garrison of 120 men on the island of Ruad, just off the coast.
  12. Jean Richard, p.481
  13. Demurger, p.156
  14. "Nearly 40 of these men were still in prison in Cairo years later where, according to a former fellow prisoner, the Genoese Matthew Zaccaria, they died of starvation, having refused an offer of 'many riches and goods' in return for apostatising"" The Trial of the Templars, Malcolm Barber, p.22
Πηγές
  • Malcolm Barber, Trial of the Templars
  • Martin Bernal, Black Athena Writes Back (Durham: Duke University Press, 2001), 359.
  • Lawrence I Conrad, ‘The Conquest of Arwād: A Source-critical study in the historiography of the early medieval Near East’, in The Byzantine and early Islamic Near East: Papers of the First Workshop on Late Antiquity and Early Islam, edited by Averil Cameron and Lawrence I Conrad, Studies in late antiquity and early Islam, 1, vol. 1, Problems in the literary source material (Princeton: Darwin Press, 1992), 317-401.
  • Alain Demurger, The Last Templar
  • Hazlitt, The Classical Gazetteer, p. 53.
  • Sharan Newman(2006). Real History Behind the Templars. Berkley Publishing Group. ISBN 978-0-425-21533-3.
  • Jean Richard, Les Croisades
  • Sylvia Schein, "Gesta Dei per Mongolos"
  • Dave Eggers, |Zeitoun

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία