Η αδρεναλίνη, γνωστή και ως επινεφρίνη είναι σημαντική ορμόνη και νευροδιαβιβαστής (νορεπινεφρίνη)[1] που παράγεται από τη μυελώδη μοίρα των επινεφριδίων, ως απόκριση στο ερέθισμα της άσκησης ή του άγχους με την άφιξη ενός νευρικού παλμού. Η αδρεναλίνη μαζί με την πρόδρομη ένωση σχηματισμού της τη νοραδρεναλίνη αποτελούν τις κυριότερες ορμόνες που παράγονται στη μυελώδη μοίρα των επινεφριδίων. Και οι δύο αυτές μαζί με τη ντοπαμίνη χαρακτηρίζονται κατεχολαμίνες, δηλαδή παράγωγα της πυροκατεχίνης, μιας συμπαθομιμητικής αμίνης που προέρχεται από τα αμινοξέα φαινυλαλανίνη και τυροσίνη.

Στο New York Medical Journal αναφέρθηκε η ανακάλυψη μιας ουσίας που παραγόταν από τα επινεφρίδια από τον William Bates, τον Μάιο του 1886. Το 1895 απομονώθηκε και αναγνωρίστηκε η επινεφρίνη από τον Napoleon Cybulski, Πολωνό φυσιολόγο. Η ίδια ανακάλυψη έγινε ανεξάρτητα το 1897 από τον John Jacob Abel[2].

Ο Jokichi Takamine, Ιάπωνας χημικός, ανακάλυψε ανεξάρτητα την ίδια ορμόνη το 1900 από αδένες βοοειδών[3][4]. Συντέθηκε τεχνητά για πρώτη φορά το 1904 από τον Friedrich Stolz. Ο Χημικός της τύπος προσδιορίστηκε το 1906.

Η αδρεναλίνη βοηθά τον οργανισμό να κινητοποιήσει όλες τις πηγές ενέργειάς του, σε περιπτώσεις έντονης δραστηριότητας, διεγείροντας το συμπαθητικό νευρικό σύστημα για επείγουσα ενέργεια κατά τη λεγόμενη "αντίδραση μάχης ή φυγής". Έτσι, οι απολήξεις των νευρικών ινών του αδρενεργικού νεύρου, του συμπαθητικού νευρικού συστήματος, εκκρίνουν τη νορεπινεφρίνη ή νοραδρεναλίνη και τα επινεφρίδια την επινεφρίνη ή αδρεναλίνη. Οι ουσίες αυτές που έχουν τα ίδια αποτελέσματα ενεργοποιούν υποδοχείς αγγείων και άλλων οργάνων, προετοιμάζοντας την καρδιά και τους μυς για δράση.

Όταν ο οργανισμός βρίσκεται σε κατάσταση υπερέντασης, στρες, χάρη της αδρεναλίνης και της νοραδρεναλίνης προκαλείται αύξηση του ποσού της γλυκόζης στο αίμα, διαστολή των βρόγχων, επιτάχυνση των παλμών της καρδιάς, αύξηση της πίεσης του αίματος, συστολή των αγγείων του πεπτικού συστήματος και του δέρματος, διαστολή της κόρης του ματιού, ανόρθωση των τριχών κ.α.

Ως αντισταθμιστική ή αντιρροπική ορμόνη προκαλεί το ήπαρ να απελευθερώσει γλυκόζη και τα κύτταρα να απελευθερώσουν λιπαρά οξέα. Με αυτόν τον τρόπο παράγεται επί πλέον ενέργεια. Στην περίπτωση που η ινσουλίνη, δεν επαρκεί, η έκκριση της επινεφρίνης και παρεμφερών αντισταθμιστικών ορμονών μπορεί να οδηγήσει σε υπεργλυκαιμία και κετοξέωση[5].

Φαρμακευτική χρήση

Επεξεργασία

Οι φαρμακευτικές ιδιότητες της αδρεναλίνης χρησιμοποιούνται σε περιπτώσεις ανακοπής καρδιάς και πτώσης της αρτηριακής πίεσης (cοllapsus). Ως βρογχοδιασταλτικό χρησιμοποιείται επίσης για την αντιμετώπιση του βρογχικού άσθματος ή διάφορων αλλεργικών καταστάσεων. Η συσταλτική δράση της επί των αγγείων του δέρματος την καθιστά αιμοστατική (ρινορραγίες). Χρησιμοποιείται επίσης σε διαλύματα αναισθητικών, για βραδύτερη απορρόφηση και μεγαλύτερη χρονικά δράση.

Σημειώσεις - παραπομπές

Επεξεργασία
  1. «epinephrine» Gale Encyclopedia of Medicine.
  2. Aronson JK (2000). "Where name and image meet" - the argument for "adrenaline". British Medical Journal 320, 506-9.
  3. Yamashima T (2003). «Jokichi Takamine (1854-1922), the samurai chemist, and his work on adrenalin». J Med Biogr 11 (2): 95-102. PMID 12717538. 
  4. Bennett M (1999). «One hundred years of adrenaline: the discovery of autoreceptors». Clin Auton Res 9 (3): 145-59. PMID 10454061. 
  5. «Λεξικό Εθνικού Κέντρου Έρευνας και Πρόληψης Σακχαρώδους Διαβήτη». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Μαΐου 2008. Ανακτήθηκε στις 12 Μαΐου 2008. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία