Οι Αιτωλείς ήταν αρχαίο ελληνικό φύλο που κατοικούσε στην ορεινή περιοχή της βορειοδυτικής Ελλάδας, στα βόρεια του Κορινθιακού κόλπου.

Περιοχές εγκατάστασης

Επεξεργασία
 
Χάρτης της αρχαίας Αιτωλίας.

Η περιοχή που κατοικούσαν ήταν χωρισμένη στην παράκτια αρχαία Αιτωλία, και στην ορεινή Επίκτητο Αιτωλία. Η πρώτη είχε δύο εύφορες πεδιάδες και οι κάτοικοί της επιδίδονταν στη σιτοκαλλιέργεια, στην ιπποτροφία και στην αμπελουργία. Αρχαιότερη πόλη της ήταν η Καλυδώνα, με πρώτο βασιλιά της τον Οινέα. Άλλες πόλεις της Αιτωλίας ήταν η Χαλκίς (που αναφέρεται μαζί με την Καλυδώνα στην ομηρική Ιλιάδα), η Πλευρών, η Ώλενος, η Πυλήνη, η Κωνώπη, η Λυσιμάχεια, το Τριχώνιον, το Φύταιον, η Στράτος, ο Θέρμος, το Αγρίνιον, κ.α.[1]

Ιστορικά στοιχεία

Επεξεργασία

Οι ορεινές φυλές της Αιτωλίας ήταν οι εξής: Οφιονείς[2], Απόδωτοι[2], Αγραείς, Απεραντοί και Ευρυτάνες.[2][3] Ο πρωτόγονος τρόπος ζωής των φυλών αυτών, προξένησε την εντύπωση των αρχαίων ιστορικών. Ο Πολύβιος αμφισβητούσε την ελληνικότητα τους ενώ ο Τίτος Λίβιος αναφέρει πως μιλούσαν γλώσσα όμοια με των Μακεδόνων. Ο Θουκυδίδης από την άλλη, ισχυρίζεται πως οι Ευρυτάνες μιλούσαν κάποια πάρα πολύ δύσκολη γλώσσα και έτρωγαν εντελώς ωμές τις τροφές τους. Ήταν ημιβάρβαροι, φιλοπόλεμοι και ληστρικοί.

Λάτρευαν τον Απόλλωνα, ως θεό της ήμερης φύσης και την Άρτεμη ως θεά της άγριας φύσης, αντίστοιχα. Λάτρευαν ακόμη την Αθηνά όχι ως θεά της σοφίας, αλλά δίνοντας έμφαση στο στοιχείο του πολέμου – μια θεά δηλαδή αντίβαρο του θεού Άρη. Αποκαλούσαν τον Απόλλωνα και την Άρτεμη «Λαφρίους θεούς», δηλαδή προστάτες των λαφύρων και της λείας από τον πόλεμο. Επίσης, λάτρευαν τον Ηρακλή, τον ποταμό Αχελώο και τον Βάκχο. Στον Θέρμο, περιοχή βόρεια της Τριχωνίδας λίμνης, υπήρχε μετά τον 7ο αιώνα, ιερό του «Θέρμιου» Απόλλωνα, το οποίο έγινε κατά την εποχή του Κοινού της Αιτωλίας σπουδαίο θρησκευτικό και κέντρο.[1]

Οι πιο παλαιοί κάτοικοι της Αιτωλίας που μας είναι γνωστοί ήταν οι Κουρήτες, οι οποίοι οφείλουν το όνομά τους στο κοντινό βουνό Κούριο, είτε για να ξεχωρίζουν από τους Ακαρνάνες, που ονομάζονταν έτσι γιατί είχαν τα κεφάλια άκουρα, δηλαδή ακούρευτα. Ύστερα ακολούθησαν μετακινήσεις πληθυσμών. Πραγματοποιήθηκε η εγκατάσταση των Ιώνων με αρχηγό τον Κέφαλο, εγγονό του Ξούθου. Αργότερα, γίνεται και η αντίστοιχη εγκατάσταση των Επειών με επικεφαλής τον Αιτωλό, γιο του βασιλιά Ενδυμίωνος. Ο Αιτωλός απέκτησε δύο γιους, τον Καλυδώνα και τον Πλευρώνα. Τον τελευταίο διαδέχτηκε στο θρόνο αρχικά ο γιος του Αγήνωρ, έπειτα ο Πορθάων και τέλος οι γιοι του Άγριος, Μέλας και Οινέας. Τελευταίος βασιλιάς της Αιτωλίας είναι ο Όξυλος. Ο αιτωλικός λαός υπήρξε μεν πολυάριθμος, αλλά κυρίως πολεμικός και οι κάτοικοι ζούσαν σε μικρούς οικισμούς, χωρίς τείχη. Οι πόλεις τους βρίσκονταν σε μεγάλη απόσταση η μία από την άλλη, χωρίς κάποια από αυτές να παρουσιάζει αξιοσημείωτη ανάπτυξη.[4]

Οι Αιτωλοί αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στους Περσικούς Πολέμους. Το 426 π.Χ. με επικεφαλής τον Αιγίτιο, νίκησαν τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους, που είχαν στραφεί εναντίον της Αποδωτίας και της Οφιονείας, υπό την στρατηγία του Δημοσθένη. Απέτυχαν όμως να ανακτήσουν τη Ναύπακτο, που είχαν εν τω μεταξύ καταλάβει οι Κορίνθιοι με την ενίσχυση των Αθηναίων. Στο τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου οι Αιτωλοί παίρνουν μέρος ως μισθοφόροι των Αθηναίων στη σικελική εκστρατεία.[1]

Στη συνέχεια, οι Αχαιοί καταλαμβάνουν την Καλυδώνα, οι Αιτωλοί όμως την ανακτούν το 361 π. Χ. Το 338 η Ναύπακτος επιστρέφει στα χέρια των Αιτωλών, με τη βοήθεια του Φιλίππου Β’. Στη διάρκεια του Λαμιακού πολέμου, οι Αιτωλοί βοήθησαν τον Αθηναίο στρατηγό Λεωσθένη να νικήσει τον Αντίπατρο. Έτσι, ήρθαν σε διαμάχη με τον Αντίπατρο και τον Κρατερό και κινδύνεψαν πολύ, αλλά η διαφωνία των δύο Μακεδόνων στρατηγών με τον Περδίκκα τους έσωσε. Οι Ακαρνάνες επιχείρησαν τότε να εισβάλουν στην χώρα τους, οι Αιτωλοί όμως κατόρθωσαν να τους αναγκάσουν σε φυγή. Η μεγάλη ανδρεία που επέδειξαν οι Αιτωλοί στη διάρκεια των μαχών κατά των Μακεδόνων αύξησε την αίγλη και την ακτινοβολία τους, ιδίως μετά την νίκη τους στον τελευταίο αμφικτυονικό πόλεμο και ακόμη περισσότερο μετά την απόκρουση της γαλατικής επιδρομής υπό τον Βρέννο και τη διάσωση του ιερού των Δελφών. Τότε καθιερώνονται τα Σωτήρια από τους Αιτωλούς, προς τιμήν του Σωτήρος Διός.[1]

Η δύναμη τους μεγεθύνεται ολοένα και περισσότερο με την κατάληψη της χώρας των Οζολών, των Λοκρών και των Φωκέων, καθώς και της Βοιωτίας. Στη συνέχεια, ένωσαν κάτω από τη δύναμη της Συμπολιτείας τους τις περιοχές Τεγέα, Μαντίνεια, Ορχομενό, Ψωφίδα, και Φιγάλεια. Ανάμεσα στα 220-217 π.Χ. ξέσπασε ο συμμαχικός πόλεμος μεταξύ Αχαϊκής και Αιτωλικής Συμπολιτείας. Τον πόλεμο άρχισαν πρώτοι οι Αιτωλοί με τη βοήθεια των Σπαρτιατών και των Ηλείων. Οι Αιτωλοί συμμαχούν με τους Ρωμαίους, ενώ ο Φίλιππος καταστρέφει το ιερό του Θερμίου Απόλλωνα και συμμαχεί με τους Καρχηδόνιους. Οι Αιτωλοί συνέχισαν να πολεμούν στο πλευρό των Ρωμαίων ακόμη και στη μάχη των Κυνός Κεφαλών (196 π. Χ.), αγνοώντας και παραγνωρίζοντας το μεγάλο κίνδυνο που ελλόχευε για την Ελλάδα από αυτή τη συμμαχία. Η ρωμαϊκή κατοχή στην Αιτωλία διήρκεσε 80 χρόνια. Όταν οι ρωμαϊκές φρουρές αποσύρθηκαν εξαιτίας των εμφυλίων πολέμων στη Ρώμη, οι Αιτωλοί άρχισαν κι αυτοί να πολεμούν μεταξύ τους. Μετά τη νίκη του Οκτάβιου, οι Αιτωλοί που είχαν ταχθεί με τον Αντώνιο διαλύθηκαν εντελώς. Ο Οκτάβιος έδωσε την Καλυδώνα στους Αχαιούς οι οποίοι την ερήμωσαν ολοκληρωτικά, και μετέφεραν το άγαλμα της Λαφρίας Άρτεμης στην Πάτρα. Ακολούθησαν οι επιδρομές των Γότθων, των Ούννων και των Βανδάλων.[1]

Η Αιτωλική Συμπολιτεία είχε ως βάση και θεμέλια αρχή της την πλήρη ισοπολιτεία των μελών της. Ο ανώτατος άρχοντάς της εκλεγόταν στον Θέρμο με ετήσια θητεία. Μαζί του εκλεγόταν και ο ίππαρχος, ο γραμματεύς, οι επιλέκταρχοι και οι ταμίες. Η συνέλευση των Αιτωλών, η οποία συγκαλούνταν για τις εκλογές, ονομαζόταν Σύνοδος των Θερμικών. Την συνέλευση αποτελούσαν 550 απόκλητοι, κι έτσι κυρίαρχο σώμα της ήταν ο αιτωλικός δήμος, που συνερχόταν στον Θέρμο ετησίως. Η εκκλησία του δήμου είχε το δικαίωμα να αποφασίζει για πόλεμο ή ειρήνη, να νομοθετεί κλπ. Ο στρατηγός διοικούσε τις στρατιωτικές δυνάμεις, αλλά δεν ήταν σε θέση μόνος του να κηρύξει ή να παροτρύνει σε πόλεμο.[1]

Οι τραγικοί ποιητές, αλλά και ο Όμηρος χαρακτηρίζουν τους Αιτωλούς πολεμοχαρείς, αγρίους, ανυπότακτους, και εξαιρετικά εξοικειωμένους και εξασκημένους στο ακόντιο και στην ασπίδα. Αναφέρεται ακόμη πως πολεμούσαν ιδιαίτερα καλά σε ανώμαλο έδαφος. Ο Θουκυδίδης υποστηρίζει πως η πολεμική τους τέχνη ήταν αποτέλεσμα της μακράς θητείας τους σε ληστρικές επιδρομές. Ο Στράβων τους αναγνωρίζει και μια κάποια πνευματική καλλιέργεια. Αναφέρει τον Αιτωλό ποιητή Αλέξανδρο, που έγραφε τραγωδίες οι οποίες όμως δυστυχώς δεν διασώθηκαν. Οι Αιτωλοί φιλοξενούσαν στην χώρα τους ξένους καλλιτέχνες, με αποτέλεσμα πολλά καλλιτεχνήματα ξεχωριστού κάλλους να κοσμούν το ιερό του Απόλλωνα στο Θέρμο.[1]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 Γιάννης Λάμψας, Λεξικό του Αρχαίου Κόσμου, τ. Α’, Αθήνα, εκδόσεις Δομή, 1984, 242-244.
  2. 2,0 2,1 2,2 John D. Grainger, The League of the Aitolians, 1999, p. 33.
  3. «ΤΕΙ Πειραιά: Ευρυτανία- Γενικά Στοιχεία». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Απριλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 3 Απριλίου 2015. 
  4. Ιστορίαι, Μετάφραση Ελευθερίου Βενιζέλου. Α' Τόμος. Αθήνα: Τα Νέα. σελ. 243-244