Αλάβαστρο
Το αλάβαστρο είναι μαλακό ορυκτό ή πέτρωμα, το οποίο συνήθως χρησιμοποιείται για σμίλευση, και η επεξεργασία του παράγει σκόνη γύψου. Οι αρχαιολόγοι και η βιομηχανία επεξεργασίας πετρωμάτων χρησιμοποιούν τον όρο διαφορετικά απ'ότι οι γεωλόγοι. Οι πρώτοι το χρησιμοποιούν ευρύτερα ώστε να περιλαμβάνει δύο διαφορετικά ορυκτά: ένα λεπτόκοκκο τύπο γύψου[1] και ένα λεπτόκοκκο τύπο ασβεστίτη.[2] Οι γεωλόγοι ορίζουν το αλάβαστρο μόνο ως τύπο γύψου.[2] Χημικά, ο γύψος είναι ένυδρο σουλφίδιο του ασβεστίου ενώ ο ασβεστίτης είναι ανθρακικό ασβέστιο.[3]
Και οι δύο τύποι αλάβαστρου έχουν παρόμοιες ιδιότητες. Είναι συνήθως ανοικτού χρώματος, διαφανή και μαλακά πετρώματα. Έχουν χρησιμοποιηθεί κατά την πάροδο της ιστορίας κυρίως για τη σμίλευση διακοσμητικών αντικειμένων.[3]
Το ασβεστιτικό αλάβαστρο ονομάζεται επίσης «μάρμαρο-όνυχας», «αιγυπτιακό αλάβαστρο» και «ανατολίτικο αλάβαστρο» και γεωλογικά περιγράφεται είτε ως τύπος συμπυκνωμένου ραβδωτού τραβερτίνη[2] ή σταλαγμιτικός ασβεστόλιθος με μοτίβα γραμμών.[3] Ο όρος «μάρμαρο-όνυχας» είναι παραδοσιακός, αλλά γεωλογικά λάθος, καθώς τόσο ο όνυχας όσο και το μάρμαρο έχουν γεωλογικούς ορισμούς που τα διακρίνουν από το αλάβαστρο.
Γενικά, το αρχαίο αλάβαστρο είναι καλσίτης από την ευρύτερη Μέση Ανατολή, συμπεριλαμβανομένης της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας, ενώ ο γύψος προέρχεται από τη Μεσαιωνική Ευρώπη. Αμφότερα είναι εύκολα στην κατεργασία και διαλυτά στο νερό. Χρησιμοποιούνται για την κατασκευή τέχνεργων που προορίζονται για εσωτερικούς χώρους, καθώς δεν θα επιζήσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα σε εξωτερικό χώρο. Έχει χρησιμοποιηθεί επίσης στην κατασκευή φεγγιτών.
Τα δύο είδη ξεχωρίζουν από τη σκληρότητά τους: το αλάβαστρο γύψου είναι μαλακό και χαράσεται με το νύχι (κλίμακα Μος 1,5 με 2), ενώ το ασβεστιτικό όχι με αυτό τον τρόπο (Μος 3), αλλά με μαχαίρι. Επιπλέον, το ασβεστιτικό αλάβαστρο, ως ανθρακικό άλας, διαλύεται στο υδροχλωρικό οξύ, ενώ ο γύψος κυρίως όχι.[4]
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Gypsum, Britannica, retrieved 8 January 2017
- ↑ 2,0 2,1 2,2 More about alabaster and travertine, ένας σύντομος οδηγός που εξηγεί τη διαφορετική χρήση της λέξης. Oxford University Museum of Natural History, 2012, [1]
- ↑ 3,0 3,1 3,2 "Grove": R. W. Sanderson and Francis Cheetham. "Alabaster", Grove Art Online, Oxford Art Online, Oxford University Press, accessed 13 March 2013, subscriber link.
- ↑ κοινό κτήμα: Rudler, Frederick William (1911) «Alabaster» στο: Chisholm, Hugh, επιμ. Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα 1 (11η έκδοση) Cambridge University Press, σσ. 466-467 Endnotes:
- M. Carmichael, Report on the Volterra Alabaster Industry, Foreign Office, Miscellaneous Series, No. 352 (London, 1895)
- A. T. Metcalfe, "The Gypsum Deposits of Nottingham and Derbyshire," Transactions of the Federated Institution, vol. xii. (1896), p. 107
- J. G. Goodchild, "The Natural History of Gypsum," Proceedings of the Geologists' Association, vol. x. (1888), p. 425
- George P. Merrill, "The Onyx Marbles," Report of the U. S. National Museum for 1893, p. 539.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Επεξεργασία- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Alabaster στο Wikimedia Commons