Αμπέλ-Φρανσουά Πουασόν ντε Βαντιέρ

Ο Αμπέλ-Φρανσουά Πουασόν ντε Βαντιέρ (γαλλικά: Abel-François Poisson de Vandières) (1727- 1781), αναφέρεται συνήθως ως μαρκήσιος ντε Μαρινί, ήταν Γάλλος ευγενής που υπηρέτησε ως γενικός διευθυντής των κτηρίων του βασιλιά. Ήταν αδελφός της ερωμένης του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΕ΄, Μαντάμ ντε Πομπαντούρ.[11]

Αμπέλ-Φρανσουά Πουασόν ντε Βαντιέρ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Abel-François Poisson de Vandières (Γαλλικά)
Γέννηση1727[1][2][3] ή 18  Φεβρουαρίου 1727[4]
Παρίσι
Θάνατος12  Μαΐου 1781[5][2][6] ή 11  Μαΐου 1781[4]
Παρίσι
Χώρα πολιτογράφησηςΓαλλία[7]
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓαλλικά[8]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασυλλέκτης τέχνης
Περίοδος ακμής1746[9] - 1781[9]
Οικογένεια
ΣύζυγοςMarie-Françoise Julie Constance Filleul (από 1767)[10]
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαSurintendant des Bâtiments
ΒραβεύσειςΔιοικητής του Τάγματος του Αγίου Πνεύματος
Ιππότης του Τάγματος του Αγίου Μιχαήλ
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Βιογραφικά στοιχεία Επεξεργασία

Γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1727 στο Παρίσι, γιος πλουσίου τραπεζίτη. Όταν η μεγαλύτερη αδελφή του έγινε, το 1745, η επίσημη ερωμένη του Λουδοβίκου ΙΕ΄ και της δόθηκε ο τίτλος της μαρκησίας, τον κάλεσε στη βασιλική αυλή, όπου ο νεαρός, χωρίς τίτλο, κτήματα ή υποστήριξη, κέρδισε γρήγορα την εύνοια του βασιλιά. [12] Όταν ο Φιλιμπέρ Ορί αποσύρθηκε, ο βασιλιάς ανέθεσε στον νεαρό Βαντιέρ - σε ηλικία 18 ετών - το αξίωμα του αναπληρωτή Γενικού διευθυντή των κτηρίων του βασιλιά (γενική διεύθυνση των κτηρίων, τεχνών, κήπων και εργοστασίων), ενώ άμεσος διάδοχος του Ορί ορίσθηκε ο Λε Νορμάν ντε Τουρνέμ, που πιστεύεται ότι ήταν ο βιολογικός πατέρας της μαρκησίας ντε Πομπαντούρ.

Ο Σαρλ Αντουάν Κουαπέλ, πρώτος ζωγράφος του βασιλιά, είχε την ευθύνη της εκπαίδευσης του νεαρού. Με τη βοήθειά του, επέλεξε πίνακες από τη βασιλική συλλογή για έκθεση στο παλάτι του Λουξεμβούργου, δημιουργώντας έτσι το πρώτο μουσείο στη Γαλλία.

Το 1749, η μαρκησία ντε Πομπαντούρ έστειλε τον νεαρό Βαντιέρ στην Ιταλία «για να αποκτήσει τις απαραίτητες γνώσεις για να υπηρετήσει με αξιοπρέπεια έναν μεγάλο βασιλιά στο Τμήμα Μνημείων που θα απαθανάτιζε τη δόξα της βασιλείας του». Έμεινε εκεί για δύο χρόνια, πρώτα στην Ακαδημία της Γαλλίας στη Ρώμη και στη συνέχεια ταξίδεψε σε όλη τη χώρα. Αυτό το ταξίδι είχε σημαντικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη των τεχνών και του καλλιτεχνικού γούστου στη Γαλλία.[13]

Έργα Επεξεργασία

 
Ο μαρκήσιος ντε Μαρινί και η σύζυγός του, Λουί-Μισέλ βαν Λου, 1769

Με το θάνατο του Λε Νορμάν ντε Τουρνέμ το 1751, ο Πουασόν ντε Βαντιέρ κλήθηκε από την Ιταλία και ανέλαβε τα καθήκοντά του ως Γενικός διευθυντής των κτηρίων του βασιλιά. Διατήρησε αυτή τη θέση μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1773, θέτοντας έτσι ένα ρεκόρ για τη μεγαλύτερη διοικητική υπηρεσία τον 18ο αιώνα στη Γαλλία.

Σαν χαρακτήρας ήταν οξύθυμος, αλαζόνας, ευέξαπτος, ανασφαλής για την ταπεινή καταγωγή του, υπήρξε ωστόσο έξυπνος και ενεργητικός διαχειριστής που ενδιαφερόταν για τη σημασία του έργου του.

Υπήρξε προστάτης καλλιτεχνών, ενθάρρυνε την ιστορική ζωγραφική και, στην αρχιτεκτονική, την επιστροφή στις κλασικές πηγές, που έγινε ο γαλλικός νεοκλασικισμός. Χρηματοδότησε τον αρχιτέκτονα Ζακ-Ζερμαίν Σουφλό, τον οποίο επέλεξε για την κατασκευή της νέας εκκλησίας της Αγίας Γενοβέφας (Ζενεβιέβ) (σήμερα το Πάνθεον), ένα σημαντικό έργο σε νεοκλασικό ρυθμό. Επέβλεψε την κατασκευή του νέου Γαλλικού θεάτρου (σήμερα το Θέατρο Οντεόν), διηύθυνε την κατασκευή της πλατείας Λουδοβίκου ΙΕ΄ (σήμερα πλατεία Κονκόρντ), τη φύτευση των κήπων γύρω από τη λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων και την επίβλεψη της κατασκευής της Στρατιωτικής σχολής (Εκόλ Μιλιταίρ). Έδωσε πολλές παραγγελίες σε ζωγράφους της εποχής, όπως τους Φρανσουά Μπουσέ, Σαρλ Αμεντέ Φιλίπ βαν Λου και άλλους.[14]

Μαρκήσιος ντε Μαρινί Επεξεργασία

Έχοντας κληρονομήσει από τον πατέρα του το 1754 το κάστρο του Μαρινί, κοντά στο Σατώ-Τιερί, έλαβε το ίδιο έτος τον τίτλο του μαρκήσιου ντε Μαρινί. Το 1767, παντρεύτηκε τη Ζυλί Μαρί Φρανσουάζ Φιγέλ (1751-1822), παράνομη κόρη του Λουδοβίκου ΙΕ΄.

Ο μαρκήσιος ντε Μαρινί συγκέντρωσε μια σημαντική συλλογή έργων τέχνης στις διάφορες κατοικίες του.

Υπέφερε από αρθρίτιδα και πέθανε στις 12 Μαΐου 1781 στο Παρίσι.[15]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb119371024. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  2. 2,0 2,1 2,2 (Αγγλικά) SNAC. w6xh75c1. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  3. 3,0 3,1 Faceted Application of Subject Terminology. 482851. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. 4,0 4,1 4,2 roglo.eu/roglo?lang=en%3Bp%3Dabel%3Bn%3Dpoisson%3B.
  5. (Ολλανδικά) RKDartists. rkd.nl/explore/artists/440581. Ανακτήθηκε στις 27  Αυγούστου 2017.
  6. Leo van de Pas: (Αγγλικά) Genealogics. 2003. I00017765.
  7. (Ολλανδικά) RKDartists. rkd.nl/explore/artists/440581. Ανακτήθηκε στις 7  Ιουλίου 2020.
  8. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb119371024. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  9. 9,0 9,1 9,2 (Ολλανδικά) RKDartists. rkd.nl/explore/artists/440581. Ανακτήθηκε στις 7  Οκτωβρίου 2022.
  10. p8716.htm#i87157. Ανακτήθηκε στις 7  Αυγούστου 2020.
  11. . «royalacademy.org.uk/art-artists/name/abel-francois-poisson-de-vandieres-marquis-de-marigny». 
  12. Xavier Salmon, « Le rêve de Marigny », émission Au cœur de l’histoire sur Europe 1, 5 avril 2012
  13. . «musee-marine.fr/FichesDoc/Marigny». 
  14. . «francearchives.fr/Marigny. Ministre des arts au château de Menars». 
  15. . «stringfixer.com/fr/Marquis_de_Marigny». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Σεπτεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2021.