Ανάπ

μεγάλο κρασοπότηρο ή κυπέλλο του Μεσαίωνα

Η ανάπ (hanap, από τη φραγκική λέξη hnap) ήταν ένα είδος μεγάλου κρασοπότηρου ή κυπέλλου, το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως οι ευγενείς, κατά τον δυτικοευρωπαϊκό Μεσαίωνα.

Διακοσμημένη επάργυρη ανάπ με καπάκι (Ιστορικό Μουσείο του Στρασβούργου)

Οι ανάπ είτε κατασκευάζονταν από «ταπεινό» υλικό, κασσίτερο, χαλκό, πηλό ή ξύλο, και μετά επιμεταλλώνονταν με πολύτιμο μέταλλο, είτε κατασκευάζονταν ατόφια από χρυσάφι ή ασήμι. Πολλές φορές είχαν και καπάκι ώστε να μη σκονίζεται η εσωτερική τους επιφάνεια. Η βιοτεχνία κατασκευής των ποτηριών αυτών αναπτύχθηκε πολύ στη Γαλλία, ιδίως στην πόλη Αρλ, αλλά και σε ορισμένες πόλεις της Γερμανίας, όπως η Δρέσδη.

Επειδή οι διάφοροι φεουδάρχες είχαν πολλές ανάπ ο καθένας, χρειάσθηκε να δημιουργηθεί μια ειδική υπηρεσία, η «αναπερί» (hanaperie) όπως την αποκαλούσαν. Αυτή ήταν επιφορτισμένη με το να φυλάσσει τα σκεύη αυτά, να τα συντηρεί και να επιλέγει το κατάλληλο προς χρήση σε κάθε επίσημη περίσταση. Τις πολυτιμότερες ανάπ τις έκλειναν για προφύλαξη μέσα σε ειδικές θήκες.

Κατά τον 16ο αιώνα, ήδη από τους αναγεννησιακούς χρόνους δηλαδή, έσβησε η βιοτεχνία των σκευών αυτών στη Γαλλία και με τον καιρό ακόμα και το όνομά τους λησμονήθηκε. Αντιθέτως, οι ανάπ επεβίωσαν στη Γερμανία μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα, καθώς η χρήση τους πέρασε και στην αστική τάξη: Στα παλιά ζυθοπωλεία οι πελάτες διατηρούσαν την προσωπική τους ανάπ, των οποίων το καπάκι κλείδωναν, ώστε να μη μπορεί να χρησιμοποιηθεί από άλλον πελάτη. Σήμερα οι ανάπ έχουν μουσειακή αξία.


Πηγές Επεξεργασία

  • Το ομώνυμο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 5, σσ. 436-437