Ο όρος αντίπλους είναι ναυτικός όρος εκ του ρήματος αντιπλέω που σημαίνει πλέω ενάντια (ανέμου, θαλάσσιου ή ποτάμιου ρεύματος, ακόμη και εχθρού), σε κοινή έκφραση "πλέω κόντρα", για παράδειγμα ο ασφαλής διάπλους των πλοίων στα στενά του Ευρίπου είναι ο "αντίπλους" κατά το υφιστάμενο εκάστοτε χρονικά θαλάσσιο ρεύμα.

Σύμφωνα με την ερμηνεία του "Διεθνούς Κανονισμού Αποφυγής Συγκρούσεως" (ΔΚΑΣ) "αντιπλέοντα" πλοία θεωρούνται εκείνα που κινούνται με πορείες κατ΄ ενάντια μεταξύ τους, δηλαδή βρίσκονται "εν όψει αλλήλοις" με ακριβώς "αντίθετες πορείες", έτσι ώστε κατά την ημέρα να διακρίνει το ένα τους ιστούς του άλλου να συμπίπτουν, κατά δε την νύκτα τους εφίστιους φανούς στη αυτή κατακόρυφο και αμφότερους τους πλευρικούς φανούς. Σε τέτοιες περιπτώσεις καλούνται αμφότερα τα πλοία, σε εύλογη απόσταση και χρόνο, να παρεκκλίνουν της ακολουθούμενης πορείας τους, σταθερά, συνήθως έκαστο δεξιά, προς αποτροπή κινδύνου σύγκρουσης, μέχρι ν΄ αντιπαρέλθουν ασφαλώς.