Συντεταγμένες: 69°30′S 65°00′W / 69.500°S 65.000°W / -69.500; -65.000

Η Ανταρκτική Χερσόνησος είναι το βορειότερο τμήμα της ηπειρωτικής Ανταρκτικής, και βρίσκεται στο κέντρο του νοτίου ημισφαιρίου. Είναι η μεγαλύτερη και πιο σημαντική χερσόνησος της Ανταρκτικής καθώς εκτείνεται 1300 χιλιόμετρα από μια νοητή γραμμή μεταξύ του Ακρωτηρίου Άνταμς (Θάλασσα του Ουέντελ) και ενός σημείου στην ήπειρο, νότια των Νήσων Έκλαντ (Eklund Islands). Κάτω από το στρώμα πάγου που την καλύπτει, η Ανταρκτική χερσόνησος αποτελείται από μια σειρά νησιών, τα οποία χωρίζονται από βαθιά κανάλια των οποίων οι πυθμένες βρίσκονται σε βάθη, σημαντικά κάτω, από το σημερινό επίπεδο της θάλασσας. Η Γη του Πυρός, το νοτιότερο άκρο της Νότιας Αμερικής, βρίσκεται περίπου 1.000 χιλιόμετρα μακριά από την Ανταρκτική χερσόνησο και χωρίζεται από αυτήν με τον πορθμό του Ντρέικ.[1]

Χάρτης της Ανταρκτικής Χερσονήσου
Η Ανταρκτική Χερσόνησος στην Ανταρκτική

Διάσπαρτα, στην Ανταρκτική χερσόνησο, βρίσκονται σήμερα πολλοί ερευνητικοί σταθμοί από διάφορα έθνη, τα οποία διεκδικούν την περιοχή. Η χερσόνησος αποτελεί μέρος διεκδικούμενων περιοχών από την Αργεντινή, τη Χιλή και το Ηνωμένο Βασίλειο. Καμία όμως από αυτές τις διεκδικήσεις δεν έχει διεθνή αναγνώριση και, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Ανταρκτικής, οι αντίστοιχες χώρες δεν θα πρέπει να προσπαθήσουν να επιβάλουν τις αξιώσεις τους. Η Αργεντινή έχει τις περισσότερες βάσεις και προσωπικό στη χερσόνησο.

Ιστορία Επεξεργασία

Η πρώτη παρατήρηση της Ανταρκτικής χερσονήσου από τους Ευρωπαίους αμφισβητείται αλλά προφανώς συνέβη το 1820. Η πιο πιθανή πρώτη παρατήρηση της Ανταρκτικής χερσονήσου, αλλά και ολόκληρης της ηπειρωτικής Ανταρκτικής, ήταν κατά πάσα πιθανότητα στις 27 Ιανουαρίου του 1820 από την αποστολή του Αυτοκρατορικού Ρωσικού Ναυτικού με επικεφαλής τον Φάμπιαν Γκότλιμπ φον Μπέλινγκσχαουζεν. Αλλά η αποστολή δεν την αναγνώρισε ως κομμάτι της ηπειρωτικής χώρας, αλλά νόμιζαν ότι ήταν μία περιοχή πάγου με μικρά υψώματα. Τρεις ημέρες αργότερα, στις 30 Ιανουαρίου του 1820, ο Έντουαρντ Μπράνσφιλντ και ο Ουίλιαμ Σμιθ, με μια βρετανική αποστολή, ήταν οι πρώτοι που χαρτογράφησαν μέρος της Ανταρκτικής χερσονήσου. Αυτή η περιοχή αργότερα ονομάστηκε «χερσονήσος Τρίνιτι» και είναι το βορειοανατολικό άκρο της χερσονήσου. Η επόμενη παρατήρηση ήταν το 1832 από τον Τζον Μπίσκο (John Biscoe), έναν Βρετανό εξερευνητή, ο οποίος ονόμασε το βόρειο τμήμα της Ανταρκτικής χερσονήσου, Γη Γκράχαμ.[1][2]

Επίσης αμφισβητείται και ποιος ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που πήγε στην Ανταρκτική. Ένας κυνηγός φώκιας του 19ου αιώνα, ο John Davis, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ήταν ο πρώτος. Αλλά, οι κυνηγοί, ήταν μυστικοπαθείς σχετικά με τις κινήσεις τους και τα ημερολόγια τους ήταν σκόπιμα παραποιημένα, για να προστατεύουν νέους τόπους κυνηγιού από τον ανταγωνισμό.[1] Μεταξύ του 1901 και του 1904, η σουηδική Ανταρκτική Εκστρατεία, με επικεφαλής τον Otto Nordenskiöld, μία από τις πρώτες αποστολές, εξερεύνησε κάποιες περιοχές της Ανταρκτικής. Έφτασαν στην Ανταρκτική χερσόνησο, τον Φεβρουάριο του 1902, με το πλοίο Αντάρκτικα, το οποίο αργότερα βυθίστηκε κοντά στη χερσόνησο. Όλο το πλήρωμα διασώθηκε. Ενώ αργότερα το πλήρωμα διασώθηκε από έναν Αργεντίνικο πλοίο. Η Βρετανική Αποστολή Γη Γκράχαμ μεταξύ του 1934 και του 1937 πραγματοποίησε εναέριες έρευνες και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Γη Γκράχαμ δεν ήταν ένα αρχιπέλαγος, αλλά ήταν μια χερσόνησος.[1][2]

Το 1964 επήλθε συμφωνία σχετικά με την ονομασία της Ανταρκτικής χερσονήσου από τις ΗΠΑ-ACAN και το Ηνωμένο Βασίλειο-APC, σχετικά με μια μακρόχρονη διαφορά όσον αφορά τη χρήση του ονόματος των Ηνωμένων Πολιτειών «Γη Πάλμερ» και του βρετανικού ονόματος «Γη Γκράχαμ». Αυτή η διαφωνία επιλύθηκε ονομάζοντας Γη Γκράχαμ το βόρειο τμήμα της Ανταρκτικής χερσονήσου, βόρεια της γραμμής μεταξύ του Ακρωτηρίου Τζέρεμι και του Ακρωτηρίου Agassiz, και Γη Πάλμερ το τμήμα νότια της γραμμής αυτής. Η Γη Πάλμερ πήρε το όνομά της από τον αμερικανό κυνηγό φώκιας Ναθάνιελ Πάλμερ. Στη Χιλή, η χερσόνησος επίσημα ονομάζεται Γη Ο' Χίγκινς, από τον Μπερνάρδο Ο' Χίγκινς, χιλιανό πατριώτη και οραματιστή της Ανταρκτικής.[1]

Ο πρώτος ερευνητικός σταθμός στην Ανταρκτική κατασκευάστηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου από μια βρετανική στρατιωτική επιχείρηση, την Επιχείρηση Τάμπαριν.[3] Το 1950 υπήρξε μια σημαντική αύξηση στον αριθμό των ερευνητικών σταθμών, καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο, η Χιλή και η Αργεντινή διεκδικούσαν την ίδια περιοχή.[4] Μετεωρολογία και γεωλογία ήταν τα κύρια θέματα των ερευνών.

Ο τουρισμός στην Ανταρκτική χερσόνησο ξεκίνησε το 1950. Οι περισσότεροι τουρίστες, που την επισκέπτονται με πλοίο, αναχωρούν κυρίως από την πόλη Ουσουάια της Αργεντινής.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Stewart, J. (2011) Antarctic An Encyclopedia McFarland & Company Inc, New York. 1776 pp. ISBN 978-0-7864-3590-6.
  2. 2,0 2,1 Scott, Keith (1993). The Australian Geographic book of Antarctica. Terrey Hills, New South Wales: Australian Geographic. σελίδες 114—118. ISBN 1-86276-010-1. 
  3. «British Research Stations and Refuges - History». British Antarctic Survey. Ανακτήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 2014. 
  4. Thomson, Michael; Charles Swithinbank (1 August 1985). «The prospects for Antarctic Minerals». New Scientist (1467): 31–35. https://archive.org/details/sim_new-scientist_1985-08-01_107_1467/page/31. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία