Αντιδραστήριο
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Αντιδραστήριο (αγγλ. Reagent), ή αντιδρών, είναι ουσία ή χημική ένωση που συμμετέχει σε μία χημική αντίδραση. Οι διαλύτες και οι καταλύτες, ενώ "εμπλέκονται" σε μια αντίδραση, συνήθως δεν αναφέρονται ως αντιδραστήρια.[1]
Παρόλο που οι όροι "αντιδραστήριο" και "αντιδρών" συνήθως χρησιμοποιούνται χωρίς διάκριση, ο όρος "αντιδραστήριο" είναι περισσότερο εξειδικευμένος και αναφέρεται σε μια ουσία που προσθέτουμε σε ένα σύστημα με σκοπό να προκαλέσουμε χημική αντίδραση, να ελέγξουμε αν μια συγκεκριμένη χημική αντίδραση λαμβάνει χώρα ή να ταυτοποιήσουμε-διακρίνουμε μια χημική ουσία. Παραδείγματα τέτοιων "αναλυτικών αντιδραστηρίων" αποτελούν το Φελίγγειο υγρό και το αντιδραστήριο Tollens. Στην οργανική χημεία, τα αντιδραστήρια είναι χημικές ενώσεις ή μίγματα, συχνά αποτελούμενα από ανόργανα ή μικρά οργανικά μόρια, που τα χρησιμοποιούμε για να πετύχουμε μετασχηματισμούς μορίων ή συνθέσεις οργανικών ενώσεων. Παραδείγματα οργανικών αντιδραστηρίων είναι το αντιδραστήριο Collins, το αντιδραστήριο Fenton και τα αντιδραστήρια Grignard.
Μια άλλη χρήση του όρου "αντιδραστήριο" γίνεται στην ποιοτική ανάλυση και αναφέρεται στο "πρότυπο αντιδραστήριο". Αυτό χρησιμοποιείται στην παρασκευή άλλων αντιδραστηρίων με αυστηρές και απόλυτα συγκεκριμένες ιδιότητες ή στον έλεγχο καθαρότητας διαφόρων ουσιών. Οι προδιαγραφές των "πρότυπων αντιδραστηρίων" καθορίζονται από οργανισμούς όπως ο διεθνής ASTM. Για παράδειγμα, ένα "πρότυπο αντιδραστήριο" ελέγχου της ποιότητας του πόσιμου νερού δεν επιτρέπεται να περιέχει παρά μόνο πολύ μικρές ποσότητες προσμίξεων όπως νάτριο, ιόντα χλωρίου, πυρίτιο και βακτηρίδια καθώς και πολύ μεγάλη ηλεκτρική αντίσταση.
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Φεβρουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2021.