Αντιληπτ(ικ)ότητα ονομάζεται η φυσική νοητική ικανότητα, η οποία όμως ―σε αρκετές περιπτώσεις― επιδέχεται εξάσκησης, να αντιλαμβάνεται κανείς καθετί γενικά το αντιληπτό και διανοήσιμο (δηλ. το προσφερόμενο σε νοητική σύλληψη) ή να δια-κρίνει (αξιολογεί) εύκολα και γρήγορα (πράγμα που προϋποθέτει ευφυΐα, οξυδέρκεια, οξύνοια, διεισδυτικότητα και διορατικότητα) μεταξύ διαφόρων προσώπων, πραγμάτων ή καταστάσεων.

Η αντιληπτική ικανότητα είναι δυνατόν να αμβλυνθεί (βλ. αντιληπτική πλάνη), να εμφανίσει συμπτώματα δυσπροσαρμογής, να εξασθενήσει ή ακόμα και να εκλείψει (βλ. αγνωσία) για ποικίλους λόγους (εγκεφαλικές αλλοιώσεις ή βλάβες λ.χ. του βρεγματικού λοβού ή τού κροταφικού οπτικού φλοιού κ.λπ.).

Πηγές Επεξεργασία

  • Τσιτσίγκος Σ. Κ., «Αντιληπτικότητα», Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Β’
  • Μακρής Σ. Γ., «Αντιληπτικότης», ΘΗΕ 2 (1963) 868-869
  • Sternberg R. J., Γνωστική Ψυχολογία, εκδ. ΑΤΡΑΠΟΣ, Αθήνα 2007.