Με τον όρο αργυρομετρία αναφέρονται στην Αναλυτική Χημεία όλες οι μέθοδοι ογκομέτρησης (τιτλοδότησης) καταβύθισης στις οποίες χρησιμοποιείται διάλυμα ιόντων αργύρου (Ag+)[1].

Ο συγγενικός όρος αργυριμετρία περιγράφει τις τεχνικές προσδιορισμού ιόντων Ag+ και των αλάτων τους[1].

Η αργυρομετρία χρησιμοποιείται συνήθως στον προσδιορισμό ιόντων χλωρίου (Cl-). Μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί και στον προσδιορισμό ιόντων βρωμίου (Br-) και ιωδίου (I-) αλλά και θειοκυανιούχων ιόντων (SCN-). Είναι δυνατόν επίσης να χρησιμοποιηθούν έμμεσες αργυρομετρικές μέθοδοι για τον προσδιορισμό ανιόντων τα οποία δημιουργούν αδιάλυτα άλατα με το Ag+ όπως φωσφορικά (PO43-), αρσενικικά (AsO43-) και χρωμικά (CrO42-)[2].

Στην αργυρομετρία, τα ιόντα Ag+ παρέχονται από πρότυπο διάλυμα νιτρικού αργύρου (AgNO3) 0,1 M και μ' αυτό προσδιορίζονται τα ανιόντα τα οποία σχηματίζουν δυσδιάλυτα άλατα με το κατιόν Ag+. Έτσι, για παράδειγμα τα ιόντα Cl- καταβυθίζονται ποσοτικά λόγω σχηματισμού AgCl αλλά και αντιστρόφως, υπάρχει η δυνατότητα προσδιορισμού των Ag+ με πρότυπο διάλυμα ιόντων Cl- (επανογκομέτρηση)[3].

Η αντίδραση στην οποία βασίζεται η αργυρομετρία είναι η :

Ag+ + Cl- → AgCl

και είναι γνωστή από πολύ παλιά αφού την εφάρμοσε για πρώτη φορά ο Γάλλος χημικός Γκέι-Λουσάκ (Joseph Louis Gay-Lussac, 1778 – 1850) το 1832[3].

Σήμερα, υπάρχουν τρεις κύριες αργυρομετρικές μέθοδοι που βασίζονται στην παραπάνω αντίδραση :

  • Η μέθοδος Μορ. Αναπτύχθηκε το 1856 από το Γερμανό χημικό Μορ ((Karl Friedrich Mohr, 1806 – 1879) και εφαρμόζεται σε ουδέτερα ή ελαφρώς αλκαλικά διαλύματα[1]. Στη μέθοδο αυτή χρησιμοποιείται ως δείκτης το χρωμικό κάλιο το οποίο σχηματίζει με τα Ag+ (που περισσεύουν μετά την καταβύθιση του AgCl) χρωμικό άργυρο, Ag2CrO4 που είναι κόκκινο ίζημα το οποίο δείχνει και το τέλος της ογκομέτρησης[3]. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται και στον προσδιορισμό χλωριούχων στο νερό, πόσιμο ή μη, όταν η συγκέντρωσή τους είναι μεγαλύτερη από 4 mg/L[4].
  • Η μέθοδος Βόλαρντ. Προτάθηκε το 1874 από το Γερμανό χημικό Βόλαρντ (Jacob Volhard, 1834 – 1910) και εφαρμόζεται σε όξινο περιβάλλον[1]. Με τη μέθοδο αυτή μπορούν να προσδιοριστούν ιόντα Ag+ και Cl- με επανογκομέτρηση. Ως πρότυπο διάλυμα χρησιμοποιείται διάλυμα θειοκυανιούχου καλίου (KSCN) και ως δείκτης ιόντα Fe3+, τα οποία, στο ισοδύναμο σημείο, σχηματίζουν με τα θειοκυανιούχα ιόντα που περισσεύουν (μετά την ποσοτική καταβύθιση των Ag+ ως AgSCN) κόκκινη σύμπλοκη ένωση της μορφής Fe(SCN)2+[3].
  • Η μέθοδος Φάγιανς. Προτάθηκε από τον Αμερικανό φυσικοχημικό Πολωνικής καταγωγής Φάγιανς (Kazimierz Fajans, 1887 – 1975) και εφαρμόζεται σε ελαφρά όξινο ή ουδέτερο περιβάλλον. Χρησιμοποιείται ως δείκτης προσρόφησης η φλουορεσκεΐνη η οποία σχηματίζει το άλας "φλουορεσκεΐνη-Ag", όταν στο διάλυμα AgNO3 εμφανιστούν Cl-, και χρωματίζει κόκκινο επιφανειακά το λευκό ίζημα AgCl που σχηματίζεται. Όταν εμφανιστεί μικρή περίσσεια Cl-, το ίζημα ξαναγίνεται λευκό ενώ το διάλυμα χρωματίζεται κιτρινοπράσινο που είναι το χρώμα της φλουορεσκεΐνης[3].


Σημειώσεις Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Jean-Louis Burgot (2012). Ionic Equilibria in Analytical Chemistry (εικονογραφημένη έκδοση). Springer. ISBN 1441983813. 
  2. Precipitation titration. Argentometry.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 Γ.Σ. Βασιλικιώτης (1980). Αναλυτική Χημεία. Ποσοτική Ανάλυση.Τεύχος Β' (2 έκδοση). Θεσσαλονίκη: Υπηρεσία Δημοσιευμάτων Α.Π.Θ. 
  4. Juraj Tölgyessy (1993). Juraj Tölgyessy, επιμ. Chemistry and Biology of Water, Air, and Soil: Environmental Aspects (εικονογραφημένη έκδοση). Elsevier. ISBN 0444987983. 

Επιλεγμένη βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Jean-Louis Burgot (2012). Ionic Equilibria in Analytical Chemistry (εικονογραφημένη έκδοση). Springer. ISBN 1441983813. 
  • Housecroft C.E., Sharpe A. G. (2005). Inorganic chemistry (3η έκδοση). Pearson Education Limited. ISBN 9780131755536. 
  • Wiberg E., Nils Wiberg N., Holleman A.F. (2001). Inorganic chemistry. Academic Press. ISBN 0123526515. 

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία