Βίλαντ ο σιδεράς

Ήρωας σιδηρουργός της γερμανικής και σκανδιναβικής μυθολογίας

Βίλαντ ο σιδεράς (γερμανικά: Wieland der Schmied) είναι θρυλικός ήρωας, σιδηρουργός που εμφανίζεται στη γερμανική και στη σκανδιναβική μυθολογία ως ημι-θεϊκό ον. Ο μύθος του Βίλαντ εμφανίζεται σε διάφορες παραλλαγές και ο ήρωας αναφέρεται επίσης ως Γουίλαντ, Βόλουντρ, Βόλουντ στα παλαιά νορβηγικά και Γκαλάν στα παλαιά γαλλικά αλλά η κεντρική πλοκή είναι πάντα η ίδια.[2]

Βίλαντ ο σιδεράς
Ο Βίλαντ ο σιδεράς στη σουηδική έκδοση της Ποιητικής Έντας το 1893
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΑδέλφιαAgilaz[1]
Slagfiðr
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο μύθος αναφέρεται σε παλαιές λογοτεχνικές πηγές, όπως στην Ποιητική Έντα. Πρόκειται για μια φρικιαστική ιστορία εκδίκησης: ο Βίλαντ είναι δεξιοτέχνης σιδηρουργός που αιχμαλωτίζεται από έναν βασιλιά. Για εκδίκηση, σκοτώνει τους γιους του βασιλιά, βιάζει την πριγκίπισσα και στη συνέχεια δραπετεύει πετώντας με έναν φτερωτό μανδύα. Από τη δράση του μπορεί να συγκριθεί με τον Ήφαιστο (μοτίβο του κουτσού σιδερά) και με τον Δαίδαλο (μοτίβο της ιπτάμενης μηχανής).[3]

Η πιο ολοκληρωμένη εκδοχή του μύθου του Βίλαντ του σιδερά περιέχεται στην Ιστορία του Βίλαντ στη Σάγκα του Ντίτριχ της Βέρνης.

 
Ο Βίλαντ κόβει το κράνος του Αμιλία με το σπαθί του (εικονογράφηση του Βίλχελμ φον Κάουλμπαχ,1848)

Ο Βίλαντ, γιος του θαλάσσιου γίγαντα Βάντι, διδάσκεται τη μεταλλουργία πρώτα από τον σιδερά Μίμιρ και μετά από δύο νάνους, οι οποίοι, ωστόσο, ζηλεύοντας την ικανότητά του, αποφασίζουν να τον σκοτώσουν. Ο Βίλαντ καταφέρνει να ξεφύγει, παίρνει τα εργαλεία και τους θησαυρούς των νάνων και ξεκινάει για να υπηρετήσει τον Δανό βασιλιά Νίντουνγκ. Ο Αμιλίας, ο σιδεράς της αυλής, που ζηλεύει τις ικανότητες του αγοριού, προκαλεί τον Βίλαντ να φτιάξει ένα σπαθί ικανό να τρυπήσει την πανοπλία του. Ο Βίλαντ σφυρηλατεί το σπαθί Μίμουνγκ και την ημέρα της μονομαχίας κόβει την πανοπλία και τον ίδιο τον Αμιλία που τη φορούσε στη μέση.

Μετά από λίγο καιρό ο βασιλιάς φεύγει για μια στρατιωτική αποστολή, αλλά πριν τη μάχη ανακαλύπτει ότι ξέχασε την πέτρα της νίκης (ένα είδος τυχερού φυλαχτού) και υπόσχεται το μισό του βασιλείου και την κόρη του σε γάμο σε όποιον του το φέρει. Ο Βίλαντ το πετυχαίνει, αλλά, επιστρέφοντας στο στρατόπεδο, δέχεται επίθεση από άνδρες του βασιλιά που επιθυμούν να κερδίσουν το βραβείο. Στη μάχη σώμα με σώμα, ο Βίλαντ σκοτώνει έναν αξιωματικό, προκαλώντας την οργή του Νίντουνγκ, ο οποίος όχι μόνο του αρνείται την ανταμοιβή, αλλά του κόβει τους τένοντες των ποδιών για να μην μπορεί να ξεφύγει και τον αναγκάζει να σφυρηλατεί όπλα, πανοπλίες και κοσμήματα γι' αυτόν μέρα και νύχτα.[4]

 
Ο Βίλαντ δραπετεύει πετώντας, Βίλχελμ φον Κάουλμπαχ 1848

Τότε ο Βίλαντ αρχίζει να ετοιμάζει εκδίκηση: σκοτώνει τα παιδιά του βασιλιά που ήρθαν να του ζητήσουν βέλη για κυνήγι και χρησιμοποιεί τα κρανία τους για να φτιάξει κύπελα για τον βασιλιά. Λίγο αργότερα εμφανίζεται και η κόρη του βασιλιά Μπόντβιλντρ στο εργαστήριό του και ζητά από τον σιδερά να της επισκευάσει ένα σπασμένο δαχτυλίδι. Ο Βίλαντ αφού τη νάρκωσε με ένα φλιτζάνι κρασί, τη βίασε και η πριγκίπισσα έμεινε έγκυος.

Εν τω μεταξύ, ο αδερφός του Βίλαντ, Έγκιλ, φτάνει στην αυλή του Νίντουνγκ για να τον βοηθήσει. Ο Βίλαντ του ζητά να βρει πολλά φτερά πουλιών. Με αυτά ο Βίλαντ κατασκευάζει ένα μανδύα με ένα ζευγάρι τεχνητά φτερά και πετάει. Πριν εξαφανιστεί στον ουρανό, αποκαλύπτει στον βασιλιά όλη του την εκδίκηση (το φόνο των γιων του και τον βιασμό της κόρης του) και πετάει μακριά. Μετά τον θάνατο του Νίντουνγκ, ο πρίγκιπας Ότβιν ανεβαίνει στο θρόνο, συμφιλιώνεται με τον Βίλαντ και του δίνει σε γάμο την αδερφή του, ήδη μητέρα του γιου τους Βίντγκα.

Χρόνια αργότερα, ο Βίλαντ δίνει στον γιο του το άφθαρτο σπαθί Μιμούνγκ και το δυνατό άλογο Σκέμμινγκρ. Εξοπλισμένος με αυτόν τον τρόπο, ο γιος του μπαίνει στην υπηρεσία του βασιλιά Ντίτριχ της Βέρνης, πρωταγωνιστή του ομώνυμου έπους.[2]

Στην Ποιητική Έντα

Επεξεργασία
 
Τα τρία αγόρια συναντούν τις Βαλκυρίες (εικονογράφηση του 1882).

Στο Ποίημα του Βόλουντρ της Ποιητικής Έντας ο μύθος του Βίλαντ, που εδώ ονομάζεται Βόλουντρ, αντιμετωπίζεται παρόμοια συνολικά, αλλά με σαφείς διαφορές στις λεπτομέρειες.[5]

Ο Βόλουντρ, γιος του βασιλιά του Φίναρ, ζει στο Ούλφνταλιρ (οι κοιλάδες των λύκων) με τους αδελφούς του Έγκιλ και Σλάγκφιντρ. Μια μέρα οι τρεις νέοι συναντούν τρεις Βαλκυρίες στις όχθες μιας λίμνης και τις παίρνουν στο σπίτι τους. Μετά από εννέα χειμώνες που πέρασαν μαζί, οι τρεις νύφες, μεταμορφωμένες σε κύκνους, πετούν μακριά για να εκπληρώσουν το πεπρωμένο τους. Τα αδέλφια του φεύγουν για να τις αναζητήσουν, αλλά ο Βόλουντρ παραμένει ελπίζοντας στην επιστροφή της γυναίκας του και κατασκευάζει γι' αυτήν πολλά χρυσά δαχτυλίδια: εφτακόσια στο σύνολο.

 
Η Μπόντβιλντρ στο εργαστήριο του Βίλαντ (1883)

Μια μέρα ο Βόλουντρ επιστρέφει από το κυνήγι, μετράει τα δαχτυλίδια, παρατηρεί ότι ένα λείπει και πιστεύει ότι η γυναίκα του επέστρεψε για να το πάρει. Τον παίρνει ο ύπνος, όταν όμως ξυπνά, βρίσκει τον σκληρό βασιλιά Νίντουντρ, ο οποίος είχε μπει για να κλέψει το δαχτυλίδι και τώρα τον κρατά αιχμάλωτο. Ο Νίντουντρ κόβει τους τένοντες στα πόδια του Βόλουντρ και τον αιχμαλωτίζει σε ένα μικρό νησί για να δουλεύει γι 'αυτόν και να μην μπορεί να δραπετεύσει. Το κλεμμένο δαχτυλίδι ο βασιλιάς το δίνει στην κόρη του, Μπόντβιλντρ.

Μια μέρα οι δύο μικροί γιοι του βασιλιά έρχονται στο νησί του Βόλουντρ για να δουν τους θησαυρούς που σφυρηλατούσε. Ο Βόλουντρ τους αποκεφαλίζει και χρησιμοποιεί τα κρανία τους για να κατασκευάσει χρυσοποίκιλτα κύπελλα για τον βασιλιά, τα μάτια τους για κοσμήματα για τη βασίλισσα και τα δόντια τους για να φτιάξει περιδέραια για την Μπόντβιλντρ.

Η Μπόντβιλντρ έρχεται για να επισκευάσει ένα σπασμένο δαχτυλίδι. Ο Βόλουντρ της δίνει ένα ναρκωτικό ποτό, τη βιάζει και η πριγκίπισσα μένει έγκυος. Και εδώ, ο Βόλουντρ δραπετεύει πετώντας και φωνάζει στον βασιλιά ότι σκότωσε τους γιους του και βίασε την κόρη του.[6]

Στην αγγλοσαξονική μυθολογία

Επεξεργασία
 
Το μπροστινό τμήμα της κασετίνας του Ωζόν. Στην αριστερή απεικόνιση ο Βίλαντ κρατά το κρανίο του ενός πρίγκιπα. Το σώμα του αγοριού βρίσκεται στα πόδια του. Εμφανίζονται επίσης η Μπόντβιλντρ και η συνοδός της και ο Έγκιλ, ο οποίος φαίνεται να πιάνει πουλιά.

Η διάδοση του θρύλου στην Αγγλοσαξονική Αγγλία μαρτυρείται από τα ανάγλυφα της κασετίνας του Ωζόν, που αναμφίβολα κατασκευάστηκε στη Νορθουμβρία στις αρχές του 8ου αιώνα και παρουσιάζει ένα επεισόδιο από τον μύθο του σιδηρουργού. Αναφέρεται επίσης σε έργα της παλαιάς αγγλικής λογοτεχνίας όπως στο ποίημα Ντεόρ, μια ελεγεία που απαριθμεί τα βάσανα σημαντικών ηρώων του γοτθικού κύκλου και αφιερώνει τις δύο πρώτες στροφές στον ήρωα, το Βάλντερ και το Μπέογουλφ ως κατασκευαστής όπλων και πανοπλιών. [7]

Οι Άγγλοι συνδέουν τον Βίλαντ, με το όνομα Γουίλαντ, με έναν ταφικό τύμβο στην περιοχή της Οξφόρδης. Αυτό το ορόσημο ονομάστηκε έτσι από τους Αγγλοσάξονες, αλλά ο ίδιος ο τύμβος είναι μεγαλιθικός, χρονολογείται σε πολύ παλαιότερη περίοδο. Στη λαϊκή συνείδηση υπήρχε η πεποίθηση ​​ότι αν κάποιος αφήσει ένα άλογο με χαλασμένο πέταλο και ένα ασημένιο νόμισμα κοντά στον τύμβο κατά τη διάρκεια της νύχτας, το επόμενο πρωί το πέταλο θα έχει επιδιορθωθεί και το νόμισμα θα λείπει.[4]

Σε διάφορες παραλλαγές του μύθου, ο διάσημος σιδηρουργός πιστώνεται ότι δημιούργησε το σπαθί του βασιλιά Αρθούρου  - Εξκάλιμπουρ - και τα ξίφη του Ζίγκφριντ, του Μπέογουλφ, το Ντούρενταλ του Ρολάνδου, το σπαθί του Καρλομάγνου και πιθανώς άλλων ηρώων. [8]

Παραπομπές

Επεξεργασία