Βυζαντινο-Ουγγρικός Πόλεμος (1127-1129)

Ένας Βυζαντινο -Ουγγρικός Πόλεμος διεξήχθη μεταξύ Ρωμαϊκών (Βυζαντινών) και Ουγγρικών δυνάμεων στον Δούναβη μεταξύ 1127 και 1129. Οι βυζαντινές πρωτογενείς πηγές, ο Κίνναμος και ο Χωνιάτης, δίνουν λίγες λεπτομέρειες σχετικά με αυτήν την εκστρατεία. Δεν καθορίζονται ημερομηνίες και αυτά που λένε διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Η χρονολογία που παρουσιάζεται εδώ, 1127-1129, ακολουθεί εκείνη του Mάικλ Έινγκολντ (Michael Angold) και άλλων μελετητών, αλλά ο Τζον Φάιν (John Fine) έχει τα γεγονότα να λαμβάνουν χώρα νωρίτερα, το 1125-1126[1][2].

Ο Ιωάννης Β΄, Αυτοκράτορας των Ρωμαίων.

Σύμφωνα με τον Ρωμαίο χρονικογράφο Νικήτα Χωνιάτη, οι πολίτες της Ρωμαϊκής πόλης Μπρανίτσεβο (Braničevo) «επιτέθηκαν και λεηλάτησαν τους Ούγγρους, που είχαν έρθει στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία για εμπορικές συναλλαγές, διαπράττοντας τα χειρότερα εγκλήματα εναντίον τους»[3]. Ως συνέπεια ο Στέφανος Β΄ της Ουγγαρίας εισέβαλε στην Αυτοκρατορία το καλοκαίρι[4]. Τα στρατεύματά του λεηλάτησαν το Βελιγράδι, το Μπρανίτσεβο και τη Nαϊσσό και λεηλάτησαν τις περιοχές γύρω από τη Σερδική (νυν Σόφια, στη Βουλγαρία) και τη Φιλιππόπολη (νυν Πλόντβιβ, στη Βουλγαρία), πριν επιστρέψουν στην Ουγγαρία[4][5]. Σε απάντηση, ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Β΄ Κομνηνός βάδισε εναντίον της Ουγγαρίας το 1128, όπου νίκησε τα βασιλικά στρατεύματα σε μάχη στο Χάραμ και «κατέλαβε το Φραγκοχώριο, την πλουσιότερη γη στην Ουγγαρία» (τώρα στη Σερβία)[6].

Μετά τη νίκη του επί των Ούγγρων, ο Ιωάννης Β΄ ξεκίνησε μία τιμωρική επιδρομή εναντίον των Σέρβων, καθώς οι πολεμοχαρείς Σέρβοι είχαν ευθυγραμμιστεί με την Ουγγαρία. Πολλοί Σέρβοι αιχμάλωτοι συνελήφθησαν και αυτοί μεταφέρθηκαν στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας για να υπηρετήσουν ως στρατιωτικοί έποικοι. Αυτό έγινε εν μέρει για να υποταχθούν οι Σέρβοι (η Σερβία ήταν, τουλάχιστον ονομαστικά, Ρωμαϊκό προτεκτοράτο) και εν μέρει για την ενίσχυση των Ρωμαϊκών συνόρων στα ανατολικά, εναντίον των Σελτζούκων. Έτσι οι Σέρβοι αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν τη Ρωμαϊκή υπεροχή για άλλη μία φορά[7]. Στην Ουγγαρία, η ήττα στο Χάραμ υπονόμευσε την εξουσία του Στέφανου Β΄· αυτός αντιμετώπισε μία σοβαρή εξέγερση, όταν δύο κόμητες, ο «Μπορς» (πιθανώς ο Μπόρις Καλαμάνος) και ο «Ιβάν», ανακηρύχθηκαν βασιλείς. Και οι δύο τελικά ηττήθηκαν: ο Ιβάν αποκεφαλίστηκε και ο Μπορς κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη. [8]. Ο Στέφανος Β΄ δεν μπόρεσε να συμμετάσχει σε καμία μάχη, επειδή ήταν άρρωστος και ανάρρωνε στην πατρίδα του, σύμφωνα με τον Ιωάννη Κίνναμο[6].

Το Μπρανίτσεβο βρίσκεται σήμερα στη Σερβία, στα σύνορα με τη Ρουμανία.

Ο Κίνναμος έγραψε και για μία δεύτερη εκστρατεία του Στεφάνου Β΄ εναντίον της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας[9], όπου τα ουγγρικά στρατεύματα -υποστηριζόμενα από δυνάμεις της Βοημίας υπό τη διοίκηση του Βάκλαβ δούκα του Ολομόουτς- κατέλαβαν το Μπρανίτσεβο και κατέστρεψαν το φρούριό του[8]. Αυτό ανοικοδομήθηκε αμέσως από τον Ιωάννη Β΄. Οι Ούγγροι ανανέωσαν τις εχθροπραξίες, πιθανώς ώστε ο Στέφανος Β΄ να φαίνεται ότι επαναβεβαιώνει την εξουσία του, και επιτέθηκε στο ρωμαϊκό μεθοριακό αυτό φρούριο του Μπρανίτσεβο. Περαιτέρω ρωμαϊκές στρατιωτικές επιτυχίες -ο Χωνιάτης αναφέρει αρκετές εμπλοκές- είχαν ως αποτέλεσμα την αποκατάσταση της ειρήνης[10]. Ο Κίνναμος περιγράφει ένα ρωμαϊκό αντίστροφο, που συνέβη πριν από την εδραίωση της ειρήνης, γεγονός που υποδηλώνει ότι η εκστρατεία δεν ήταν εντελώς μονόπλευρη[10]. Πάντως τα ουγγρικά αρχεία συμφωνούν με τον Χωνιάτη, υποδεικνύοντας ότι ο βασιλιάς Στέφανος Β΄ ηττήθηκε ξανά και συνεπώς αναγκάστηκε να διαπραγματευτεί ειρήνη με ρωμαϊκούς όρους[11]. Ο ιστορικός Φέρεντς Μακ (Ferenc Makk) πιστεύει ότι ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Β΄ Κομνηνός αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να ζητήσει ειρήνη και ότι η συνθήκη υπεγράφη τον Οκτώβριο του 1129[12].

Οι Ρωμαίοι επιβεβαιώθηκαν στον έλεγχο του Μπρανίτσεβο, του Βελιγραδίου και του Ζέμουν και ανέκτησαν επίσης την περιοχή του Σύρμιου (που ονομάζεται Φραγκοχώριον στον Χωνιάτη), η οποία ήταν σε ουγγρικά χέρια από τη δεκαετία του 1060. Ο Ούγγρος διεκδικητής Άλμος απεβίωσε το 1129, αφαιρώντας την κύρια αιτία τριβής[5].

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Angold 1997, σελ. 154.
  2. Fine 1991, σελίδες 235–236.
  3. Fine 1991, σελ. 234.
  4. 4,0 4,1 Treadgold 1997, σελ. 631.
  5. 5,0 5,1 Fine 1991.
  6. 6,0 6,1 Makk 1989, σελ. 25.
  7. Angold 1997.
  8. 8,0 8,1 Makk 1989.
  9. Stephenson 2000, σελ. 208.
  10. 10,0 10,1 Magoulias 1984.
  11. Bury 1975.
  12. Makk 1989, σελ. 27.

Πηγές Επεξεργασία

Πρωταρχικές
Δευτερεύoυσες