Βυζαντινός πολιτισμός τον 12ο αι.

Κατά τον 12ο αι. ο πολιτισμός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας γνώρισε μία περίοδο έντονων αλλαγών και ανάπτυξης. Αυτό οδήγησε ορισμένους ιστορικούς να αναφερθούν σε μία «Αναγέννηση» του 12ου αι. στα Βυζαντινά πολιτιστικά και πνευματικά επιτεύγματα[1]. Αυτές οι αλλαγές ήταν ιδιαίτερα σημαντικές σε δύο τομείς του Βυζαντινού πολιτισμού: την οικονομική του ευημερία και την καλλιτεχνική του παραγωγή.

Οικονομική επέκταση Επεξεργασία

Πρόσφατη έρευνα αποκάλυψε ότι ο 12ος αι. ήταν μιία εποχή σημαντικής ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας, με αυξανόμενα επίπεδα πληθυσμού και εκτεταμένες περιοχές νέας γεωργικής γης, που εισήχθησαν σε παραγωγή. Η ευρεία κατασκευή νέων επαρχιακών εκκλησιών είναι μία ισχυρή ένδειξη, ότι η ευημερία παράγεται ακόμη και σε απομακρυσμένες περιοχές. Μια σταθερή αύξηση του πληθυσμού οδήγησε σε μεγαλύτερη πυκνότητα πληθυσμού σε πολλές περιοχές της Αυτοκρατορίας και υπάρχουν αρκετές ενδείξεις, ότι η δημογραφική αύξηση συνοδεύτηκε από την επιστροφή ενός ακμάζοντος δικτύου αναζωογονημένων κομών και πόλεων. Σύμφωνα με τον Άλαν Χάρβεϋ στο βιβλίο του Οικονομική επέκταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 900–1200, αρχαιολογικά στοιχεία τόσο από την Ευρώπη όσο και από τη Μ. Ασία δείχνουν μία σημαντική αύξηση στο μέγεθος των αστικών οικισμών, μαζί με μία «αξιοσημείωτη έξαρση» σε νέες πόλεις. Για παράδειγμα ο Χάρβεϋ εξηγεί, ότι στην Αθήνα η μεσαιωνική πόλη γνώρισε μιία περίοδο ταχείας και διαρκούς ανάπτυξης, που ξεκίνησε τον 11ο αι. και συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη του 12ου αι. Άρχισε να χτίζεται η «αγορά», που ήταν έρημη από την ύστερη αρχαιότητα, και σύντομα η πόλη έγινε σημαντικό κέντρο παραγωγής σαπώνων και βαφών. Η Θεσσαλονίκη, η δεύτερη πόλη της Αυτοκρατορίας, φιλοξενούσε μία διάσημη θερινή έκθεση, που προσέλκυε εμπόρους από όλα τα Βαλκάνια και ακόμη πιο μακριά στους πολυσύχναστους πάγκους της αγοράς της. Στην Κόρινθο η παραγωγή μεταξιού τροφοδότησε μία ακμάζουσα οικονομία.

 
Ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ Κομνηνός βασίλευσε από το 1143 έως το 1180. Εδώ εμφανίζεται να φέρει τα Αυτοκρατορικά διάσημα, το στέμμα, το λάβαρο του Κωνσταντίνου και την ακακία.

Περαιτέρω στοιχεία παρέχονται από τη νομισματοκοπία της Αυτοκρατορίας αυτή την περίοδο. Μετά από μία μακρά περίοδο στον πρώιμο Μεσαίωνα, κατά την οποία κοβόταν νομίσματα μόνο στην Κωνσταντινούπολη, ο 12ος αι. είδε την επιστροφή ενός επαρχιακού νομισματοκοπείου που λειτουργούσε τακτικά στη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο η πιο πειστική απόδειξη γι' αυτό που ο Χάρβεϋ αποκαλεί «σημαντική αύξηση τού όγκου τού χρήματος σε κυκλοφορία» προέρχεται από την ποσότητα των νομισμάτων, που βρέθηκαν σε αρχαιολογικούς χώρους. Χιλιάδες νομίσματα έχουν βρεθεί τόσο στην Αθήνα, όσο και στην Κόρινθο. Κάποια ιδέα για την κλίμακα της άνθισης της οικονομίας, μπορεί να αποκτηθεί από τη σύγκριση τού αριθμού νομισμάτων στην Κόρινθο, που χρονολογούνται από τη βασιλεία του Θεόφιλου (813–842) στην αρχή της άνθισης, με τον αριθμό των νομισμάτων που χρονολογούνται από άλλες περιόδους. Ο Χάρβεϋ αναφέρει, ότι «περίπου 150 νομίσματα μπορούν να αποδοθούν σε αυτόν τον Αυτοκράτορα σε σύγκριση με μόνο 20 από τον προηγούμενο αιώνα». Αντίθετα, οι ανασκαφές του 1939 αποκάλυψαν 4495 νομίσματα που χρονολογούνται από τη βασιλεία τού Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081–1118) και 4106 νομίσματα από αυτή τού Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143–1180). Στην Αθήνα έχουν βρεθεί επίσης σε αφθονία νομίσματα της Κομνήνειας περιόδου (περισσότερα από 4.000 από την εποχή του Μανουήλ Α΄).

Παρόμοια στοιχεία οικονομικής επέκτασης έχουν ανακαλυφθεί και αλλού στην Αυτοκρατορία, ειδικά στις ευρωπαϊκές επαρχίες. Στη Μ. Ασία, ορισμένες περιοχές είχαν ερημωθεί λόγω των Σελτζουκικών επιδρομών στα τέλη του 11ου αι. Ωστόσο, καθώς οι Κομνηνοί Αυτοκράτορες έκτισαν εκτεταμένες οχυρώσεις σε αγροτικές περιοχές κατά τη διάρκεια του 12ου αι., έγινε επανοικισμός της υπαίθρου. Η αποκατάσταση της τάξης στη δυτική Μ. Ασία επέτρεψε στη δημογραφική τάση να ξαναρχίσει την ανοδική της πορεία, μετά τις οπισθοδρομήσεις τού τέλους του 11ου αι., και πράγματι ήταν τον 13ο αι. που αυτή η διαδικασία έφτασε στο αποκορύφωμά της. Είναι πολύ πιθανό η αύξηση του εμπορίου, που έγινε δυνατή από την ανάπτυξη των Ιταλικών πόλεων-κρατών, να ήταν παράγοντας ανάπτυξης της οικονομίας. Βεβαίως, οι Βενετοί και άλλοι ήταν ενεργοί έμποροι στα λιμάνια των Αγίων Τόπων και ζούσαν από τη ναυτιλία αγαθών μεταξύ των Σταυροφορικών βασιλείων της Συρο-Παλαιστίνης και της Δύσης, ενώ παράλληλα συναλλάσσονταν εκτενώς με το Βυζάντιο και την Αίγυπτο.

 
«Ο Θρήνος του Χριστού» (1164), τοιχογραφία από την εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα στο Νερέζι κοντά στα Σκόπια. Θεωρείται εξαιρετικό δείγμα Κομνήνειας τέχνης του 12ου αι.

Συνολικά, δεδομένου ότι τόσο ο πληθυσμός, όσο και η ευημερία αυξήθηκαν σημαντικά αυτήν την περίοδο, η οικονομική ανάκαμψη στο Βυζάντιο φαίνεται να ενίσχυε την οικονομική βάση τού κράτους. Αυτό βοηθά να εξηγηθεί, πώς οι Κομνηνοί Αυτοκράτορες, ιδιαίτερα ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός, μπόρεσαν να προβάλουν τόσο ευρέως τη δύναμη και την επιρροή τους αυτή την εποχή. Ωστόσο, αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση το μόνο αποτέλεσμα της οικονομικής επέκτασης στην Αυτοκρατορία. Η επίδραση στον Βυζαντινό πολιτισμό και την κοινωνία ήταν επίσης αρκετά βαθιά.

Καλλιτεχνική αναβίωση Επεξεργασία

Ο νέος πλούτος που δημιουργήθηκε την περίοδο αυτή, είχε θετικό αντίκτυπο στη βυζαντινή πολιτιστική ζωή. Από καλλιτεχνική άποψη, ο 12ος αι. ήταν μία πολύ παραγωγική περίοδος στη Βυζαντινή ιστορία. Υπήρξε μία αναβίωση στην τέχνη του ψηφιδωτού, για παράδειγμα, με τους καλλιτέχνες να δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον για την απεικόνιση φυσικών τοπίων με άγρια ζώα και σκηνές από το κυνήγι. Τα ψηφιδωτά έγιναν πιο ρεαλιστικά και ζωντανά, με αυξημένη έμφαση στην απεικόνιση τρισδιάστατων μορφών. Στις επαρχίες, οι περιφερειακές σχολές αρχιτεκτονικής άρχισαν να παράγουν πολλά χαρακτηριστικά στυλ, που βασίστηκαν σε μία σειρά πολιτιστικών επιρροών. Όλα αυτά υποδηλώνουν, ότι υπήρχε αυξημένη ζήτηση για τέχνη, με περισσότερους ανθρώπους να έχουν πρόσβαση στον απαραίτητο πλούτο, για να αναθέσουν και να πληρώσουν για μία τέτοια εργασία.

Παραπομπές Επεξεργασία

Βιβλιογραφία Επεξεργασία