Γκόσπελ
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Με τον όρο γκόσπελ (αγγλικά: gospel, ευαγγέλιο) αναφερόμαστε στη μουσική η οποία προήλθε από την παράδοση της εκκλησιαστικής λειτουργίας προτεσταντικών εκκλησιών στην Αμερική, και αναπτύχθηκε γύρω στα 1870, με σαφείς μουσικές επιρροές από τα σπιρίτσουαλς και τα μπλουζ.
Τόπος γέννησης | 1870, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
---|---|
Μουσικά όργανα | φωνή, πιάνο, χάλκινα πνευστά, ντραμς, ακουστική κιθάρα, όργανο |
Συναφή είδη | Τζαζ |
Χαρακτηριστικό της μουσικής γκόσπελ είναι οι εκφραστικοί αυτοσχεδιασμοί σε στιλ ρετσιτατίβο (είδος μουσικής απαγγελίας), το μελισματικό τραγούδι και η πληθωρική εκφραστικότητα.
Μέσα στους ναούς, οι πιστοί και οι κήρυκες περιέρχονται σε έκσταση και τραγουδούν, ενώ επιφωνήματα, ευχές και επιδοκιμασίες ακούγονται από το εκκλησίασμα. Οι Πεντηκοστιανές κυρίως εκκλησίες, ακολουθώντας την επιταγή του Ψαλμού 150 της Παλαιάς Διαθήκης "πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον", "εν ψαλτηρίω και κιθάρα", "εν χορδαίς και οργάνω", επέτρεψαν την χρήση μουσικών οργάνων στις εκκλησίες τους, όπως το ντέφι, το πιάνο, το εκκλησιαστικό όργανο, το μπάντζο, η κιθάρα κ.ά.
Λουθηρανικοί χορωδιακοί ύμνοι και ψαλμοί υπήρξαν οι σπουδαιότερες μουσικές εκφράσεις που οι μαύροι αφομοίωσαν και ανέπλασαν. Από εκεί γεννήθηκαν τα σπιρίτσουαλς και τα γκόσπελ ως επέκταση αυτών. Τραγουδισμένα a capella (χωρίς μουσική συνοδεία) ή και με τη βοήθεια μουσικών οργάνων, χορωδίες μέσα στις εκκλησίες, περιπλανώμενοι τραγουδιστές (Μπλάιντ Γουίλι Τζόνσον), σολίστ και των δύο φύλων (Μαχάλια Τζάκσον, Τζέιμς Κλίβελαντ) και ιεροκήρυκες (αιδεσιμώτατος Τζ. M. Γκέιτς) κάνουν συνεχείς αναφορές στην Παλαιά Διαθήκη και παραλληλίζουν το πεπρωμένο των Εβραίων της Αιγύπτου με εκείνο των μαύρων των HΠΑ.