Το δημοψήφισμα (λατ. referendum) είναι μία διαδικασία άμεσης ψηφοφορίας ολόκληρου του εκλογικού σώματος, προκειμένου να επικυρωθεί ή να απορριφθεί μια πρόταση που έχει ιδιαίτερη σημασία για ένα κράτος.

Δημοψηφίσματα διοργανώνονται συνήθως για σημαντικά ζητήματα, όπως για την υιοθέτηση νέου Συντάγματος, την επικύρωση νέας Συνθήκης, κ.λπ. Σε πολλές χώρες τα δημοψηφίσματα αποτελούν συνήθη πρακτική, διοργανώνονται εύκολα, με πρόταση βουλευτών ή συλλογή υπογραφών, σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο.

Δημοψηφίσματα πολλαπλών επιλογών

Επεξεργασία

Ένα δημοψήφισμα συνήθως προσφέρει στο εκλογικό σώμα την επιλογή αποδοχής ή απόρριψης μιας πρότασης, αλλά αυτό δεν συμβαίνει απαραίτητα. Στην Ελβετία, για παράδειγμα, τα δημοψηφίσματα πολλαπλών επιλογών είναι συνηθισμένα. Δύο δημοψηφίσματα πολλαπλών επιλογών που διεξήχθησαν στη Σουηδία, το 1957 και το 1980, πρόσφεραν στους ψηφοφόρους τρεις επιλογές. Το 1977 διεξήχθη δημοψήφισμα στην Αυστραλία για να καθοριστεί ένας νέος εθνικός ύμνος, στο οποίο οι ψηφοφόροι είχαν τέσσερις επιλογές. Το 1992, η Νέα Ζηλανδία πραγματοποίησε δημοψήφισμα πέντε επιλογών για το εκλογικό τους σύστημα.

Ένα δημοψήφισμα πολλαπλών επιλογών θέτει το ερώτημα του τρόπου με τον οποίο το αποτέλεσμα πρέπει να προσδιοριστεί αν καμία επιλογή δεν λάβει την υποστήριξη της απόλυτης πλειοψηφίας (πάνω από 50%) των ψηφοφόρων, κάποιοι στηρίζουν μια μεθοδολογία μη μεγαλοπρεπή όπως η μέτρηση του Borda ως πιο περιεκτική και ακριβέστερη. Αυτή η ερώτηση μπορεί να επιλυθεί εφαρμόζοντας συστήματα ψηφοφορίας σχεδιασμένα για εκλογές μεμονωμένων νικητών σε ένα δημοψήφισμα πολλαπλής επιλογής.

Τα ελβετικά δημοψηφίσματα αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα προσφέροντας ξεχωριστή ψηφοφορία για καθεμία από τις πολλαπλές επιλογές καθώς και μια πρόσθετη απόφαση σχετικά με το ποια από τις πολλαπλές επιλογές πρέπει να προτιμηθεί. Στην περίπτωση της Σουηδίας, και στα δύο δημοψηφίσματα, η επιλογή «νίκης» επιλέχθηκε από το σύστημα του ενιαίου μέλους για την πολυπλοκότητα («πρώην παρελθόν το ταχυδρομείο»). Με άλλα λόγια, η επιλογή νίκης θεωρείται ότι υποστηρίζεται από μια πλειοψηφία και όχι την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφοφόρων. Στο δημοψήφισμα της Αυστραλίας το 1977, ο νικητής επιλέχθηκε από το σύστημα της ψηφοφορίας προτίμησης άμεσης απορροής. Η δημοσκόπηση της Νέας Ζηλανδίας του 1992, μετρήθηκε στο πλαίσιο του διττού συστήματος, όπως για παράδειγμα οι δημοσκοπήσεις στο Newfoundland (1949) και στο Guam (1982).

Παρόλο που η Καλιφόρνια δεν έχει εσκεμμένα δημοψηφίσματα πολλαπλών επιλογών με την ελβετική ή σουηδική έννοια (στην οποία μόνο μία από τις πολλές αντιπροθέσεις μπορεί να νικήσει και οι χαμένες προτάσεις είναι εντελώς άκυρες), έχει τόσα πολλά δημοψηφίσματα τύπου (Ναι ή Όχι) σε κάθε εκλογική διαδικασία με αποτέλεσμα το Σύνταγμα της πολιτείας να παρέχει μια μέθοδο για την επίλυση συγκρούσεων όταν δύο ή περισσότερες ασυνεπείς προτάσεις περάσουν την ίδια ημέρα. Πρόκειται για μια εκ των πραγμάτων μορφή έγκρισης, π.χ. η πρόταση με τις περισσότερες θετικές ψήφους υπερισχύει έναντι των άλλων στον βαθμό οποιασδήποτε σύγκρουσης.

Στην Ελλάδα

Επεξεργασία
 
Συγκέντρωση υπέρ του ΟΧΙ για το Ελληνικό δημοψήφισμα του 2015

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν. 4023/2011, το δημοψήφισμα προκηρύσσεται με προεδρικό διάταγμα. Το προεδρικό διάταγμα προκήρυξης δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα προσυπογράφεται από το Υπουργικό Συμβούλιο και για ψηφισμένο νομοσχέδιο, που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, από τον Πρόεδρο της Βουλής. Το προεδρικό διάταγμα εκδίδεται, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, με την οποία γίνεται δεκτή η πρόταση για τη διενέργεια δημοψηφίσματος και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η ψηφοφορία διεξάγεται εντός τριάντα ημερών από τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος, με το οποίο προκηρύσσεται το δημοψήφισμα, κατά εκλογικές περιφέρειες, όπως αυτές καθορίζονται κάθε φορά στις διατάξεις του νόμου για την εκλογή βουλευτών[1][2].

 
Ψηφοδέλτιο του ελληνικού δημοψηφίσματος του 2015

Παραπομπές

Επεξεργασία

Δείτε επίσης

Επεξεργασία